
Καρνεάδου 38 - Καρνεάδου 41 - Κολωνάκι 106 76 Αθήνα Τ:(+30)210-7231076 F:(+30)210-7231075 lawoffice@yiannatsis.gr
Εκδόθηκε
η υπ’ αριθμ. 6/2023 (ΕΙΔ) απόφαση του Πρωτοδικείου Τριπόλεως, επί διαφοράς
εργατικής, με αίτημα την επιδίκαση απαιτήσεων εργαζομένης από μη έγκυρη
καταγγελία της σχέσης εργασίας της από την Εργοδότρια Επιχείρηση, από μισθούς
υπερημερίας, υπερεργασίας, υπερωριακής απασχόλησης και από μη καταβληθέντα
επιδόματα. Ιδιαιτερότητα της εν λόγω υπόθεσης αποτέλεσε η αδιαμφισβήτητη
αφερεγγυότητα της Εργοδότριας Επιχείρησης και των φανερών πραγματικών ιδιοκτητών
της με άμεση συνέπεια την πλήρη αδυναμία ικανοποιήσεως οιουδήποτε ποσού
απαίτησης της εργαζομένης.
Κατά
την ακροαματική διαδικασία προβλήθηκαν και αποδείχθηκαν, οι στενότατοι
διοικητικοί, οικονομικοί και εν γένει επιχειρηματικοί δεσμοί της Εργοδότριας
Επιχείρησης με την κύρια Προμηθεύτριά της, της οποίας η Εργοδότρια Επιχείρηση
αποτελεί επί της ουσίας υποφαινόμενο όχημα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, με
σκοπό η Προμηθεύτρια Εταιρεία να καταστήσει την ικανοποίηση των κάθε είδους σε
βάρος της απαιτήσεων, αδύνατη. Έτσι, σύμφωνα με την απόφαση: «(…) Ωστόσο,
στη συνέχεια η πρώτη ως άνω εταιρεία, αφού μεθόδευσε, δια του ομορρύθμου
εταίρου της, δεύτερου εναγομένου, την λύση της και την θέση της σε εκκαθάριση,
σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, περάτωσε αυτήν (…) με εμφανιζόμενες στον τελικό
ισολογισμό πέρατος εκκαθάρισης οφειλές προς τρίτους, ύψους 689.216,09 ευρώ.
Σημειώνεται επίσης ότι ο ανωτέρω δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται εις ολόκληρο και
από κοινού με την ετερόρρυθμη εταιρεία, πρώτη εναγόμενη για τα χρέη που η
τελευταία δημιούργησε από την δράση της (…). Αποδείχθηκε επίσης ότι η πρώτη
εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με την
επωνυμία (*) με την τρίτη, την τέταρτη και την πέμπτη εναγόμενες, οι οποίες
έχουν την έδρα τους στο Νομό (*), καθώς και το ίδιο αντικείμενο εργασιών ήτοι
(*), ενώ τελούν υπό την αποκλειστική διεύθυνση, εκπροσώπηση και εκμετάλλευση
του δεύτερου εναγόμενου, ήτοι (*) που είναι Πρόεδρος του ομίλου, ομόρρυθμο μέλος,
διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, ταυτόχρονα δε και
Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της τρίτης εναγόμενης αλλά και του (*) γιου
του δεύτερου εναγόμενου και Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της τέταρτης
και της πέμπτης των εναγομένων. Αποδείχθηκε επιπλέον ότι η ενάγουσα
προσέφερε την εργασία της όχι μόνο για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης
εταιρείας (…) από την οποία προσελήφθη αλλά και για λογαριασμό της τέταρτης
εναγόμενης εταιρείας (…) που αποτελούσε την αποκλειστική τροφοδότρια
εταιρεία της πρώτης ως άνω εργοδότριας εταιρείας, εφόσον οι πιο πάνω
εταιρείες μόνο φαινομενικά είχαν αυτοτέλεια μεταξύ τους, αφού στην
πραγματικότητα εμφάνιζαν στενή διοικητική και οικονομική ενότητα. Ειδικότερα,
η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, που τυπικά εμφανιζόταν ως εργοδότρια της ενάγουσας,
αποτελούσε το όχημα της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Τρίπολη της
τέταρτης εναγόμενης εταιρείας (…). Η παραπάνω εταιρεία (…) απορροφούσε
το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας της πρώτης εναγόμενης και καρπωνόταν
τα κέρδη της, δεδομένου ότι το σύνολο των εισπράξεων του καταστήματος της
πρώτης εταιρείας η ενάγουσα το κατέθετε καθημερινά σε τραπεζικό λογαριασμό που
τηρούσε στο όνομά της ή τέταρτη εναγόμενη στην τράπεζα (…). Δια του επιλεγέντος
ωστόσο τρόπου επιχειρηματικής δραστηριοποίησης της στην Τρίπολη, η
προαναφερθείσα τέταρτη εναγόμενη προκάλεσε την συσσώρευση υπέρογκων χρεών σε
βάρος της τελευταίας, που ανέρχονταν στις (*) σε 242.995,69 ευρώ, προκειμένου
να εκμεταλλεύεται σε αντάλλαγμα και προς απόσβεση των ως άνω χρεών που σκόπιμα
είχαν δημιουργηθεί, το σύνολο του ημερήσιου τζίρου της αποστερώντας την πρώτη
εναγόμενη παντελώς από έσοδα και καθιστώντας την έτσι αφερέγγυα έναντι των
δανειστών της και εν προκειμένω έναντι των εργαζομένων της στους οποίους η
ανωτέρω οφείλει μισθούς υπερημερίας μετά την άκυρη καταγγελία αλλά και διαφορές
από υπερωριακή κλπ απασχόληση καθώς επίσης και μη χορηγηθέντα επιδόματα (...)».
Έτσι,
το Δικαστήριο, και αφού δεν είχε καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης άρα
είχε κριθεί άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, υποχρέωσε τόσο την
αφερέγγυα Εργοδότρια Επιχείρηση, όσο και την φερέγγυα Προμηθεύτρια, να
καταβάλλουν στην εργαζόμενη μισθούς υπερημερίας κηρύσσοντας μάλιστα το σχετικό
κονδύλιο προσωρινώς εκτελεστό, και λοιπά ποσά για τις ως διαφορά από μη
καταβληθέντες μισθούς υπερεργασίας, υπερωρίας και μη καταβληθέντα επιδόματα.
Η
εντολέας μας είχε συνάψει σύμβαση μίσθωσης για ένα ακίνητο στον Πειραιά. Ο
εκμισθωτής κατήγγειλε τη σύμβαση μίσθωσης και εκχώρησε τις απαιτήσεις του από
τα ανείσπρακτα μισθώματα στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τον ν. 2238/1994. Το
Ελληνικό Δημόσιο (και συγκεκριμένα η Δ.Ο.Υ.) επέβαλε τότε αναγκαστική κατάσχεση
σε ακίνητό της στον Πειραιά προκειμένου να εισπράξει αναγκαστικά τις απαιτήσεις.
Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου, με την οποία απερρίφθη η
έφεση της εντολέως, για τους ακόλουθους δύο βάσιμους λόγους: 1) Ο
εκμισθωτής εκχώρησε τις απαιτήσεις του από τα ανείσπρακτα εισοδήματα από την
εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας στο Δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 7 του ν.
2238/1994, στις οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονται τα εισοδήματα που
προέρχονται από αποζημίωση χρήσης του ακινήτου κατ’ άρθρο 601 ΑΚ (τα
μισθώματα που οφείλονται εν είδει αποζημίωσης από τον μισθωτή για όσο χρόνο
παρακρατεί το μίσθιο μετά την λήξη της μίσθωσης). Το Εφετείο παραβίασε τις
ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4§7, 20 του Ν. 2238/1994 και 599, 601,
297, 298 ΑΚ, δεχόμενο εσφαλμένα ότι η αποζημίωση χρήσης υπόκειται σε φορολογία
εισοδήματος και νομίμως ο εκμισθωτής εκχώρησε την αξίωσή του από αυτή στο
Δημόσιο. 2) Πριν από την επίσπευση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης από το
Δημόσιο, είχε προηγηθεί η υπ’ αριθ. 4855/2008 απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η εντολέας μας υποχρεώθηκε να αποδώσει το
επίδικο ακίνητο στον εκμισθωτή και να καταβάλει σε αυτόν τα μισθώματα που
όφειλε. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε ερήμην της εντολέως μας και ουδέποτε της
επιδόθηκε. Συνεπώς, εξακολουθεί να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας και εξ
αυτού του λόγου δεν έχει τελεσιδικήσει σύμφωνα με το άρθρο 321 ΚΠολΔ.
Επομένως εσφαλμένα το Εφετείο δέχθηκε ότι δεσμεύεται από το σχετικό
δεδικασμένο.
Κατόπιν έκδοσης πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου από
την αρμόδια ΔΟΥ, ασκήθηκε ενώπιον της Εισαγγελίας μηνυτήρια αναφορά και εν
συνεχεία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εντολέα μας. Ενώπιον του Ακροατηρίου
προτάθηκε η άρνηση κατηγορίας και οι αυτοτελείς μας ισχυρισμοί, συνιστάμενοι α)
στο απαράδεκτο της ποινικής δίωξης λόγω του ανυπόστατου χαρακτήρα της πράξης
διορθωτικού προσδιορισμού, η οποία δεν έφερε ημερομηνία έκδοσης (στοιχείο
απαραίτητο σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας), β) στην παραγραφή
της πράξης κατ’ εφαρμογής της αρχής του ευμενέστερου νόμου, δυνάμει του οποίου
η έναρξη της παραγραφής εκκινεί από την τέλεση της πράξης, ήτοι την παραλαβή
προς καταχώρηση των τιμολογίων με αναστολή της παραγραφής με χρονικό περιορισμό
(από την έκδοση της υποστατής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού έως την
οριστικοποίηση της φορολογικής ενοχής) και γ) στην πραγματική πλάνη του εντολέα
μας, που αποκλείει τον δόλο και κατ’ επέκταση τον άδικο χαρακτήρα της πράξης,
καθόσον ο ίδιος δεν γνώριζε την εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του εκδότη των
τιμολογίων.
Η δε άρνηση της κατηγορίας συνίστατο στην έλλειψη της ειδικής
υπόστασης του αδικήματος και ειδικότερα, στο γεγονός ότι η συναλλαγή ήταν
υπαρκτή στο σύνολό της, καθώς και ότι ο εντολέας μας δεν είχε γνώση της
εικονικότητας, ούτε βέβαια η άγνοια του αυτή ήταν υπαίτια, αφού είχε λάβει όλα
τα μέτρα που οφείλει να λαμβάνει ο συναλλασσόμενος.
Από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και την εν γένει
αποδεικτική διαδικασία, έπειτα από την εξέταση της μάρτυρος υπεράσπισης, η
οποία τύγχανε εργαζόμενη στο τμήμα λογιστηρίου της επιχείρησης, της οποίας ο
εντολέας μας και φερόμενος λήπτης των τιμολογίων αποτελούσε τον διευθύνοντα
σύμβουλο αυτής, αποδείχθηκε ότι τόσο η φερόμενη πράξη ελέγχου ήταν ανυπόστατη,
όσο και το γεγονός ότι η συναλλαγή ήταν υπαρκτή. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από
την εξέταση της μάρτυρος, τα αντικείμενα που αφορούσαν τα επίδικα τιμολόγια, εξ
όσων γνώριζε από τους αρμόδιους υπαλλήλους, πράγματι παρελήφθησαν από το
αρμόδιο τμήμα παραλαβής, ενώ όπως βεβαίωσε η μάρτυρας, ο κατηγορούμενος δεν
είχε πραγματική διαχειριστική εξουσία επί των καθημερινών συναλλαγών και ως εκ
τούτου δεν θα μπορούσε να έχει γνώση ότι πίσω από την εταιρεία υποκρύπτεται
άλλο πρόσωπο. Βεβαίωσε επίσης, ότι η εκδότρια εταιρεία είχε έδρα σε διαφορετικό
μέρος από την λήπτρια εταιρεία και ως εκ τούτου δεν ήταν εφικτός ο επιτόπιος
έλεγχος, ενώ όπως προέκυψε τόσο από την κατάθεσή της, όσο και από τα βιβλία
δημοσιότητας στο ΓΕΜΗ, η εταιρεία ήταν καταχωρημένη και υπήρχε πλήρης
αντιστοίχιση μεταξύ του δηλωθέντος ΑΦΜ και του ΑΦΜ που εμφαινόταν στα
τιμολόγια.
Μετά ταύτα και παρά την αντίθετη (καταδικαστική) Εισαγγελική
Πρόταση, το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο και τον απάλλαξε από κάθε
κατηγορία.
Με προσωρινή
διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ανεστάλη ο πλειστηριασμός σε βάρος
κατοικίας εντολέως μας, η επίσπευση του οποίου είχε λάβει χώρα δυνάμει δήλωσης
συνέχισης πλειστηριασμού. Προς το σκοπό ακύρωσης της ως άνω δήλωσης, καταθέσαμε
άμεσα αντιρρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, η εκδίκαση
των οποίων λαμβάνει χώρα κατά τη διαδικασία των Ασφαλιστικών Μέτρων. Το
Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού εξέτασε
την πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης
βλάβης στην εντολέα μας από την συνέχιση του πλειστηριασμού, διέταξε την
αναστολή κάθε πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης χωρίς οποιονδήποτε όρο, μέχρι τη
συζήτηση της αίτησής μας.
Κοινοποιήθηκε όλως προσφάτως σε εντολέα του
γραφείου μας από εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων (servicer) επιταγή προς πληρωμή
μετά αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής του κ.
Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Αμέσως, προχωρήσαμε σε κατάθεση
ανακοπής προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή καθώς
και αίτησης αναστολής της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ. 1 ΚΠολΔ, με αίτημα
προσωρινής διαταγής. Το Μονομελές
Πρωτοδικείο Καλαμάτας, πιθανολόγησε την ευδοκίμηση των λόγων της ανακοπής του
εντολέα μας, αναγόμενων όχι μόνο σε τυπικά σφάλματα της διαταγής πληρωμής
αλλά και στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εταιρείας
διαχείρισης να επιδιώξει την είσπραξη της φερόμενης απαίτησης της εταιρείας
απόκτησης απαιτήσεων εκκρεμούσης της διαδικασίας υπαγωγής του εντολέα μας
στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών του Ν. 4738/2020, η οποία δεν
είχε ολοκληρωθεί εξαιτίας υπαιτιότητας της διαχειρίστριας εταιρείας, καθ’ όσον
η τελευταία δεν είχε εξετάσει κατ’ ουσίαν την αίτηση του εντολέα μας και τα
αιτήματα διόρθωσης που είχε υποβάλλει στην πλατφόρμα. Έτσι, το Δικαστήριο, αφού
πιθανολόγησε και την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον εντολέα μας από την
συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, διέταξε την αναστολή της εκτέλεσης που
είχε εκκινήσει με την επίδοση της ως άνω επιταγής προς πληρωμή, χωρίς
οποιονδήποτε όρο, μέχρι τη συζήτηση της αίτησης αναστολής.