
Καρνεάδου 38 - Καρνεάδου 41 - Κολωνάκι 106 76 Αθήνα Τ:(+30)210-7231076 F:(+30)210-7231075 lawoffice@yiannatsis.gr
Εκδόθηκε πρόσφατα η υπ’ αριθμ. 959/2022 απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκαν οι ένδικες επιταγές
προς πληρωμή και η στηριζόμενη σε αυτές ένδικη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, πράξεις
αναγκαστικής εκτέλεσης επί τη βάσει των οποίων επισπευδόταν αναγκαστικός
πλειστηριασμός 2 ακινήτων εις βάρος εντολέων μας. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω
απόφαση αναγνωρίζοντας την αξία της τήρησης της αρχής της έγγραφης απόδειξης
στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως αυτή θεσπίζεται στα άρθρα 924
και 925 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ακύρωσε τις ως άνω ανακοπτόμενες
πράξεις ακυρώνοντας την εις βάρος των εντολέων μας εκτελεστική διαδικασία.
Αναλυτικότερα, στην ως άνω απόφαση αναφέρονται τα εξής: «Περαιτέρω, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρ. 924 § ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής
εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’
ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 925 § ΚΠολΔ σαφώς
προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο
οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρ. 919 § 1
ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση,
υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να
κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει
κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο
αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα,
είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη
συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης […] Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται στο
πρωτότυπο ή σε επίσημο αντίγραφο. Η απλή μνεία τους στην επιταγή προς
εκτέλεση δεν αρκεί. Η παράβαση του άρθρ. 925 § 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα
της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου ‘δεν δύναται
να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση’ είναι ισοδύναμη με την
απειλή της ακυρότητας […] Τα έγγραφα αυτά ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε,
πρέπει να κοινοποιούνται στον καθ’ ου η εκτέλεση στο πρωτότυπο ή σε επίσημο
αντίγραφο, όπως άλλωστε ισχύει για όλα τα έγγραφα του άρθρ. 925 § 1 ΚΠολ
(βλ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟ, Γ., σε ΚΕΡΑΜΕΑ/ΚΟΝΔΥΛΗ/ΝΙΚΑ, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, άρθρ.
925 αριθμ. 3, ΜΑΖΗ, Π., σε ΚΕΡΑΜΕΑ/ΚΟΝΔΥΛΗ/ΝΙΚΑ, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2021,
άρθρ. 925 αριθμ. 1). Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο σκέλος του έκτου
λόγου των πρόσθετων λόγων ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’
ης η ανακοπή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στη συνέχιση της διαδικασίας
αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων που
μεταβιβάσθηκαν από την αρχική επισπεύδουσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία
‘…’ στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία ‘…’, διότι τα
νομιμοποιητικά έγγραφα που τους κοινοποίησε την 16.11.2021, όταν τους επέδωσε
τις από 12.11.2021 δύο επιταγές προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της
υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής και της υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής
αντίστοιχα, τα οποία αφορούν τη μεταβίβαση των ένδικων απαιτήσεων και την
ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στην καθ’ ης, αποτελούν απλά
φωτοαντίγραφα, και όχι πρωτότυπα, ούτε νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα των
πρωτότυπων εγγράφων. Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός που είναι
νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των ά. 919 και 925 § 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με
όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, είναι και ουσιαστικά
βάσιμος, όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι
διάδικοι. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι […] Προς απόδειξη δε της
νομιμοποίησής της κοινοποίησε στους ανακόπτοντες και τα συνημμένα στις ως άνω
επιταγές προς πληρωμή έγγραφα, τα οποία όμως στο σύνολό τους, ανεξαιρέτως,
είναι ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα και συγκεκριμένα απλά φωτοτυπικά αντίγραφα
προηγουμένως επικυρωμένων εγγράφων. Η καθ’ ης ωστόσο όφειλε να κοινοποιήσει,
σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, τα πρωτότυπα έγγραφα ή
νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων αυτών, κάτι το οποίο δεν έπραξε, με
αποτέλεσμα την ακυρότητα της εκ μέρους της συνέχισης της εκτελεστικής
διαδικασίας, ανεξάρτητα από βλάβη, λόγω της αυστηρότητας στη διατύπωση του
άρθρ. 925 § 1 ΚΠολΔ, που ισοδυναμεί με απειλή ακυρότητας. Με βάση τα
ανωτέρω, τόσο οι από 12.11.2021 δύο επιταγές προς πληρωμή, όσο και η μετέπειτα
υπ’ αριθμ. …………. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, στις οποίες τούτο προέβη
συνεχίζοντας την αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να αποδεικνύει την ενεργητική
νομιμοποίησή της προς τούτο, είναι επίσης άκυρες και πρέπει να ακυρωθούν
[…].». Από τα παραπάνω αναδεικνύεται η σημασία της αυστηρής τήρησης της
αρχής της έγγραφης απόδειξης, όπως θεσπίζεται από τον νομοθέτη, και αναγνωρίζεται
η σπουδαιότητά της από την νομολογία, γεγονός που καταδεικνύει περαιτέρω ότι η
διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι μια αυστηρή-τυπική διαδικασία, η
ορθή τήρηση της οποίας είναι εκ των ων ουκ άνευ για την εξασφάλιση της
νομιμότητας της όλης εκτελεστικής διαδικασίας. Η ενδελεχής έρευνα σχετικά με
την τήρηση των νόμιμων-τυπικών όρων διενέργειάς της, πέραν των ιδιαίτερων άλλων
λόγων ανακοπής που μπορεί να θεμελιώνονται σε μία συγκεκριμένη υπόθεση, είναι
απαραίτητη για την αποτελεσματικότερη άμυνα και την προστασία των νομίμων
δικαιωμάτων του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη.
Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 281/2022 απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία είχε ασκηθεί από εργαζόμενη σε βάρος της
εντολέως μας εργοδότριας εταιρείας, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η
καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου άκυρη ως καταχρηστική ένεκα δήθεν
αντίδρασης της εργοδότριας σε ενάσκηση νόμιμου δικαιώματός της, και
συγκεκριμένα σε αίτημα της για λήψη αναρρωτικής άδειας, άλλως άκυρη λόγω μη
καταβολής της προβλεπόμενης εκ του νόμου αποζημίωσης απόλυσης, αιτούμενη
παράλληλα την επαναπασχόλησή της στην εταιρεία και την σε κάθε περίπτωση
υποχρέωση της εργοδότριας εταιρείας σε καταβολή μισθών υπερημερίας για το
χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας έως και την έκδοση
απόφασης επί της αγωγής.
Η εν λόγω εργαζόμενη επ’ αφορμής της ασκήσεως της εν λόγω
αγωγής, και έπειτα από οκτώ χρόνια απασχόλησής της στην εργοδότρια
εταιρεία, αιτήθηκε επιπλέον την καταβολή ενός υπέρογκου ποσού (περί τις 60.000
ευρώ) για υπερωρίες και υπερεργασία, τις οποίες δήθεν είχε δουλέψει δίχως να
τις πληρωθεί.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας τους ισχυρισμούς μας και τις ενστάσεις
μας επί του περιεχομένου της αγωγής της αντιδίκου, κατά πρώτον
δέχθηκε την ένσταση αοριστίας που προβάλαμε ως προς τα κονδύλια των υπερωριών
και της υπεργασίας, που αιτούνταν η αντίδικος, ένεκα μη αναφοράς των επιμέρους
χρηματικών ποσών που ζητούνταν για κάθε αιτία, κατά δεύτερον
δέχθηκε τους ισχυρισμούς μας (άρνηση αγωγής) περί μη καταχρηστικότητας της
καταγγελίας σύμβασης εργασίας, διαλαμβάνοντας ορθώς ότι το πρόβλημα υγείας για
το οποίο η ενάγουσα πρώην εργαζόμενη, ζητούσε συνεχώς αναρρωτικές άδειες
(συγκεκριμένα 3 αναρρωτικές των πέντε ημερών έκαστη, σε διάστημα 7 μηνών) δεν
επρόκειτο να ιαθεί στο άμεσο μέλλον, λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε
κατ’ αντικειμενική κρίση αβεβαιότητα και αρνητική πρόγνωση ως προς την εξέλιξη
την υγεία της, υπό την έννοια ότι οι λιποθυμίες της ήταν
επαναλαμβανόμενες, συνοδεύονταν από αναρρωτικές άδειες, διατάρασσαν εκ των
πραγμάτων την ομαλή λειτουργία της παραγωγής της εταιρείας, την επιβράδυναν και
επιπρόσθετα έθεταν σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα της ίδιας της
εργαζόμενης, κατά τρίτον έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης
εργασίας ήταν άκυρη λόγω μη καταβολής του συνόλου της νόμιμης αποζημίωσης προς
την εργαζόμενη, πλην όμως δέχθηκε ότι η υπερημερία της εργοδότριας
εταιρείας ήρθη τέσσερις μήνες μετά την πρώτη καταγγελία σύμβασης εργασίας,
με την κοινοποίηση στην αντίδικο επικουρικής καταγγελίας και την ταυτόχρονη
καταβολή σε αυτήν τόσο του υπόλοιπου ποσού της νόμιμης αποζημίωσής της όσο και
των μισθών υπερημερίας των μηνών που μεσολάβησαν από την πρώτη άκυρη καταγγελία
έως την επικουρική (δεχόμενη την ένσταση εξόφλησης που παραδεκτά προβλήθηκε από
την εντολέα μας), απορρίπτοντας παράλληλα το αίτημά της πρώην εργαζόμενης για
επαναπασχόλησή της στην εταιρεία. Τέλος, απέρριψε και το αίτημα της αντιδίκου
περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης του νομίμου εκπροσώπου
της εργοδότριας εταιρείας, ένεκα ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής, καθόσον δεν
έστρεψε το δικόγραφο της αγωγής της ονομαστικά κατά του εν λόγω προσώπου, το
οποίο δεν κατέστη κατ’ αυτόν τον τρόπο διάδικος στην δίκη.
Με την υπ΄αρ.2474/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, απορρίφθηκε η αγωγή του ενάγοντος, με την
οποία ζητούσε τη λύση με διαζύγιο του γάμου του με την σύζυγό του και εντολέα
μας επειδή, όπως ισχυριζόταν, οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν κλονισθεί τόσο
ισχυρά από λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά στο πρόσωπο της τελευταίας, ώστε η
εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη από τον ίδιο και επικουρικά
για τον λόγο ότι βρίσκονταν σε διάσταση συνεχώς από 2 τουλάχιστον χρόνια.
Το Δικαστήριο, εκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και τις μαρτυρικές
καταθέσεις, εξέτασε πρώτα την επικουρική βάση της αγωγής και έκρινε ότι στη
συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει παρέλθει η απαιτούμενη εκ του νόμου διετία, οπότε
και ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και ως εκ τούτου απερρίφθη ως κατ΄ουσίαν
αβάσιμη. Ως προς την κύρια βάση της αγωγής, έκρινε ότι ο λόγος μεταστροφής της
διάθεσης του ενάγοντος και η αποχώρησή του από την οικογενειακή στέγη οφειλόταν
στην σύναψη εκ μέρους του εξωσυζυγικής σχέσης, με αποτέλεσμα, επειδή τα
κλονιστικά γεγονότα (μοιχεία, εγκατάλειψη) της έγγαμης συμβίωσης συνδέονταν
αποκλειστικά με το πρόσωπό του, ο ίδιος να μην έχει δικαίωμα διαζεύξεως, ακόμα
και εάν έχει κλονισθεί αντικειμενικώς η έγγαμη σχέση τους και ο γάμος είναι
κατ΄ουσίαν νεκρός.
Εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 10629, 10630 & 10631/2022
αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες ακυρώνονται αποφάσεις
της Διοίκησης που επικύρωναν (απορρίπτοντας τις ασκηθείσες ενδικοφανείς
προσφυγές) αντίστοιχα τις κάτωθι πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων: (i) πράξη διορθωτικού
προσδιορισμού Φ.Π.Α. και επιβολής προστίμου Φ.Π.Α., (ii) πράξη επιβολής προστίμου επί
παραβάσεων των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, και (iii) οριστική πράξη
προσδιορισμού φόρου εισοδήματος. Οι ως άνω φόροι και πρόστιμα ανάγονταν σε
συναλλαγές που διενεργήθηκαν από τον διοικούμενο κατά το φορολογικό έτος 2007, ενώ
επιβλήθηκαν το 2016. Έκρινε, λοιπόν, το Δικαστήριο ότι το δικαίωμα της
φορολογικής αρχής για επιβολή των ως άνω φόρων και προστίμων υπέπεσε σε
πενταετή παραγραφή. Απέρριψε, δε, τον ισχυρισμό περί παράτασης της πενταετούς παραγραφής
που προβλήθηκε από το Δημόσιο, αφενός επειδή τα προς έλεγχο στοιχεία στα οποία
στηρίχτηκε η επιβολή των φόρων και προστίμων βρίσκονταν στην διάθεση της
φορολογικής αρχής εντός της αρχικής πενταετούς προθεσμίας και επομένως, ήταν
ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου, χωρίς να αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία, ανακύπτοντα μετά
την πάροδο της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής (κάτι που θα δικαιολογούσε κατ’
εξαίρεση την εν λόγω παράταση), αφετέρου επειδή κατά παράβαση των διατάξεων του
άρθρου 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος παρατάθηκε δυνάμει νομοθετικών διατάξεων
αναδρομικά ο εν λόγω χρόνος παραγραφής.
Με την από 25.07.2022 προσωρινή διαταγή το Μονομελές
Πρωτοδικείο Αθηνών όρισε ως κατοικία των παιδιών την πρώην συζυγική κατοικία
των γονέων απορρίπτοντας το αίτημα της μητέρας να μετοικήσει μετ’ αυτών σε
έτερη κατοικία, την οποία είχε ήδη μισθώσει για τον σκοπό αυτό σε διαφορετική
και απομακρυσμένη περιοχή. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την ανάγκη διατήρησης
του περιβάλλοντος των παιδιών, αμφότερων διαγνωσμένων με διαταραχή αυτιστικού
τύπου. Το Δικαστήριο στάθηκε στο συμφέρον των παιδιών, αναθέτοντας την
επιμέλειά τους από κοινού και στους δύο γονείς, και παρά τις κατηγορίες της
μητέρας περί δήθεν άσκησης ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος της. Από την στιγμή
δε που η επιμέλεια ανατέθηκε από κοινού και στους δύο γονείς και δεν
μεταβλήθηκε ο τόπος διαμονής των παιδιών, απορρίφθηκε και το αίτημα διατροφής
της αντιδίκου, η οποία αξίωνε για λογαριασμό των δύο παιδιών το συνολικό ποσό
των 5000 ευρώ μηνιαίως.