
Καρνεάδου 38 - Καρνεάδου 41 - Κολωνάκι 106 76 Αθήνα Τ:(+30)210-7231076 F:(+30)210-7231075 lawoffice@yiannatsis.gr
Κατόπιν σχετικής βεβαίωσης οφειλών του εντολέα μας στην αρμόδια ΔΟΥ, για χρέη που αφορούν ΦΠΑ και λοιπές προσαυξήσεις και τόκους άνω των 100.000€, η καταβολή των οποίων καθυστέρησε πέραν των 4 μηνών και ως εκ τούτου κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε αυτόν για φερόμενη παράβαση της διάταξης του αρ. 25 παρ. 1 α Ν. 1882/1990, όπως αντικ με αρ. 20 Ν. 4321/2015 και τροπ. Με αρ. 71 παρ. 2 Ν. 4174/2013, το οποίο προστέθηκε με αρ. 8 Ν. 4337/2015.Κατά τη διαδικασία επί του ακροατηρίου προσκομίσθηκε και αναπτύχθηκε προφορικά ο αυτοτελής μας ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο οι ως άνω παραβάσεις εμπίπτουν στις τυποποιούμενες παραβάσεις του αρ. 66 ΚΦΔ και ως εκ τούτου δεν πρέπει να εφαρμοσθεί η ως άνω διάταξη, υπό της οποίας ασκήθηκε η ποινική του δίωξη, διότι η εφαρμογή της οδηγεί στο άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, όπως άλλωστε έγινε δεκτό στην αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος ΠΚ, δυνάμει του οποίου τέθηκε σε ισχύ και η μεταβατική διάταξη του αρ. 469 ΠΚ. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου χρέη που - μεταξύ άλλων- τυποποιούνται στο αρ. 66 ΚΦΔ. Ως εκ τούτου, τέτοια χρέη αποκλείονται από την αντικειμενική υπόσταση του αρ. 25 Ν. 1882/1990 και η πράξη καθίσταται ανέγκλητη. Εν προκειμένω λοιπόν προτάθηκε, η εφαρμογή της διάταξης αυτής ως ευμενέστερης διάταξη. Για το λόγο αυτό ζητήσαμε την απαλλαγή του από την αποδιδόμενη κατηγορία. Υπό τα ως άνω διαλαμβανόμενα, ο ισχυρισμός μας έγινε δεκτός και προτάθηκε από την αξιότιμη κυρία Εισαγγελέα η απαλλαγή του εντολέα μας από κάθε κατηγορία και ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε αυτόν αθώο για κάθε πράξη.
Εκδόθηκε όλως προσφάτως η υπ’ αριθμ. 51ΕΙΔ/2022
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, με την οποία ακυρώθηκαν αφενός η
ένδικη επιταγή προς πληρωμή, αφετέρου η ένδικη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, οι
πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης δηλαδή επί τη βάσει των οποίων επισπευδόταν
αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτου εις βάρος εντολέως μας. Αναλυτικότερα, η
ως άνω απόφαση δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο τον πρώτο προβαλλόμενο λόγο της
ανακοπής μας, σύμφωνα με τον οποίο αιτούμασταν την αναγνώριση του ανυποστάτου,
άλλως την ακύρωση, των ένδικων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω ελλείψεως
ενεργητικής νομιμοποίησης διενέργειάς τους από την φερόμενη ως διαχειρίστρια
των ένδικων απαιτήσεων εταιρεία.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ η μεταβίβαση των φερόμενων
απαιτήσεων της τράπεζας προς την εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων (fund)
εναντίον της εντολέως μας είχε πραγματοποιηθεί με χρήση του νόμου για την
τιτλοποίηση απαιτήσεων (ν. 3156/2003), νόμος που θέτει ένα πολύ συγκεκριμένο
πλαίσιο εξουσιών στον διαχειριστή της απαίτησης, μέσα στο οποίο δεν
συμπεριλαμβάνεται και η δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων, η φερόμενη ως
διαχειρίστρια της απαίτησης εταιρεία (servicer),
κάνοντας χρήση του θεσμικού πλαισίου του ν. 4354/2015, εμφάνιζε τον εαυτό της
ως μη δικαιούχο-μη υπόχρεο διάδικο, επικαλούμενη ότι βάσει του ανωτέρω πλαισίου
(του ν. 4354/2015) νομιμοποιείται ενεργητικά να επιδιώκει ακόμα και δικαστικά (με
την διενέργεια δηλαδή ακόμα και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι κατάσχεση
και πλειστηριασμό) την είσπραξη των φερόμενων απαιτήσεων της εταιρείας
απόκτησης απαιτήσεων, για λογαριασμό της οποίας φερόταν να ενεργεί.
Μετά από ενδελεχή ανάλυση του θεσμικού πλαισίου, της
θεωρίας και της νομολογίας, την παραπάνω άκρως εσφαλμένη θέση της επισπεύδουσας
απέκρουσε με πλήρη, εκτενή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η ως άνω, υπ’ αριθμ.
51ΕΙΔ/2022, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, ακυρώνοντας τις
προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, αποφαινόμενη ότι «στην ελληνική
έννομη τάξη υφίστανται δύο νομικά εργαλεία για τη ρύθμιση των εξυπηρετούμενων ή
μη δανείων, τα οποία παρά την ύπαρξη ομοιοτήτων, διαφοροποιούνται εγγενώς ως
προς το σκοπούμενο αποτέλεσμα, καθώς και τους επιμέρους όρους και προϋποθέσεις,
ώστε, καίτοι προβλέπεται η παράλληλη ισχύς τους στο Ελληνικό δικαιϊκό σύστημα,
να μην είναι δυνατή η σωρευτική εφαρμογή τους…». Περαιτέρω, συνεχίζει στο σκεπτικό της η ως άνω απόφαση, «δοθέντος: 1)
Ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων από την αρχική δανείστρια εταιρεία προς την
εταιρεία ειδικού σκοπού ‘…’ διέπεται από το ν. 3156/2003 περί ‘τιτλοποίησης
επιχειρηματικών απαιτήσεων’ (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003) και συνακόλουθα
από το ίδιο νομοθετικό καθεστώς διέπεται και η από 17.07.2020, μετά των
διαδοχικών συμφωνητικών παρατάσεων της διάρκειάς τους, ως εκτίθεται ανωτέρω,
σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων προς την καθ’ ης η ανακοπή, 2) ότι δεν δύναται
να εφαρμοστεί ο ν. 4354/2015 και συνακόλουθα οι διατάξεις περί της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης της
εταιρείας διαχείρισης, καθόσον η μεταβίβαση απαιτήσεων, καθώς και η
σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών έχει χωρήσει βάσει του ν.
3156/2003, σύμφωνα και με όσα
αναπτύχθηκαν στην νομική σκέψη της παρούσης, 3) ότι στο ν. 3156/2003, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης, δεδομένου ότι
απαγορεύεται ρητώς η σύναψη καταπιστευτικής εκχώρησης, διέπεται από το νομικό
μόρφωμα της εξουσιοδότησης προς είσπραξη και, εν αντιθέσει με τις ρυθμίσεις των
άρθρων 1-3 ν. 4354/2015, δεν απονέμεται ρητώς ή εμμέσως στο πρόσωπο του διαχειριστή απαιτήσεων η
ιδιότητα του μη δικαιούχου/μη υπόχρεου διαδίκου, 4) ότι στο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται η δυνατότητα
συμβατικής θεμελίωσης της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης του μη δικαιούχου/μη
υπόχρεου διαδίκου, παρά πρέπει να προβλέπεται και ρητή διάταξη νόμου, γεγονός
που δεν επισυμβαίνει στην περίπτωση του ν. 3156/2003 και 5) ότι η ελληνική έννομη τάξη αποκρούει στο
δικονομικό χώρο και ιδίως στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης το θεσμό
της εκούσιας αντιπροσώπευσης, συνάγεται ότι η καθ΄ης η ανακοπή εταιρεία δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να
προβαίνει σε διαδικαστικές ενέργειες ενώπιον των δικαστηρίων, καθώς επίσης και
σε ενέργειες εκκίνησης ή συνέχισης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως εν
προκειμένω, στη σύνταξη και επίδοση της προσβαλλομένης επιταγής προς εκτέλεση
και η επιβολή της προκείμενης κατάσχεσης, στο όνομά της και για λογαριασμό της εταιρείας
απόκτησης των απαιτήσεων, στην οποία έχει μεταβιβαστεί η επίμαχη απαίτηση, μέσω
του νόμου τιτλοποίησης απαιτήσεων. Τούτο καθόσον, η καθ’ ης η ανακοπή αφενός δεν τυγχάνει δικαιούχος της
επίμαχης απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας έχει εκκινήσει η εκτελεστική
διαδικασία, αλλά, τουναντίον, της έχει ανατεθεί συμβατικά η εξουσία είσπραξης
αυτής, ούτε, άλλωστε, ενεργεί υπό την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου,
αφετέρου δε, δεν νοείται ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσώπευσης στο ημεδαπό
δικονομικό δίκαιο.».
H παραπάνω απόφαση, υιοθετώντας την παραπάνω,
νομικά ορθή, θέση, δίνει ξεκάθαρη απάντηση στην καταχρηστική πρακτική των
τραπεζών, των εταιρειών απόκτησης και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, οι
οποίες προκειμένου να αποφύγουν την τήρηση των αυξημένων εγγυήσεων που θέτει ο
νόμος 4354/2015 σχετικά με την μη χειροτέρευση της ουσιαστικής και δικονομικής
θέσης του οφειλέτη (δανειολήπτη και εγγυητή), προχωρούν στην μεταβίβαση των
φερόμενων απαιτήσεων με βάση τον ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων,
στον οποίο δεν προβλέπονται αυξημένες εγγυήσεις προστασίας των οφειλετών και η
υποχρέωση τήρησης του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, ενώ παράλληλα
αξιοποιούν το πλαίσιο που θέτει ο ν. 4354/2015, ο οποίος και αποδίδει
υπερεξουσίες (δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, κλπ.) στον φερόμενο ως διαχειριστή
της απαίτησης, και όλα αυτά εις βάρος του κατά κανόνα αδύναμου μέρους, ήτοι του
δανειολήπτη και του εγγυητή. Η περαιτέρω υιοθέτηση από την νομολογία της
ανωτέρω ορθής νομικά θέσης, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ακύρωση πληθώρας
πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι στην πλειονότητά τους οι
μεταβιβάσεις των απαιτήσεων από τις τράπεζες προς τις αποκτώσες εταιρείες
πραγματοποιούνται με αξιοποίηση του νομοθετικού πλαισίου που θέτει ο ν.
3156/2003.
Με την από 3.5.2022 Προσωρινή Διαταγή το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών υποχρέωσε την πρώην σύζυγο, η οποία διαμένει σε ακίνητο αποκλειστικής ιδιοκτησίας του εντολέα μας πρώην συζύγου της, να ανέχεται την είσοδο σε αυτό μεσίτη, προκειμένου αυτό να επιδειχθεί σε υποψήφιους αγοραστές, σε ορισμένη ημέρα και ώρα την εβδομάδα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εντολέας μας ως αποκλειστικός κύριος έχει την εξουσία που απορρέει από το απόλυτο δικαίωμα της κυριότητας να εκποιήσει οποτεδήποτε το ακίνητο και μάλιστα χωρίς την συναίνεση του κατόχου – υπέρ ου η παραχώρηση. Εντός του πλαισίου των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών ο κύριος του ακινήτου έχει το δικαίωμα να επιδεικνύει το ακίνητο σε υποψηφίους αγοραστές, αφού δικαιούται οποτεδήποτε να το εκποιεί, και αντιστοίχως ο κάτοχος έχει την υποχρέωση να ανέχεται την θεμιτή αυτή επέμβαση του κυρίου. Επιπλέον, πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση και επικείμενος κίνδυνος που δικαιολογούν τη χορήγηση προσωρινής διαταγής κατά το άρθρο 691 παρ. 2 του ΚΠολΔ, καθώς υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον την δεδομένη περίοδο για το εν λόγω ακίνητο και συνεπώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος απώλειας ευκαιρίας επωφελούς πώλησης αυτού και αφετέρου μείωσης της αγοραστικής του αξίας λόγω της ανατίμησης του κόστους ζωής.
Μετά τον θάνατο του πατέρα- συζύγου της οικογένειας, τα τέσσερα τέκνα και η μητέρα- επιζώσα σύζυγος εγκαταστάθηκαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας της οικογένειας. Κατά την συνήθη πρακτική στην ελληνική κοινωνία τα μέλη προχώρησαν σε εκατέρωθεν μεταξύ τους μεταβιβάσεις των εξ αδιαιρέτου ιδανικών μεριδίων τους, προκειμένου τελικά ο καθένας να καταστεί κύριος συγκεκριμένων ακινήτων, εν είδει διαμοιρασμού της οικογενειακής περιουσίας. Οι μεταβιβάσεις αυτές έγιναν ως δωρεές, στην πραγματικότητα όμως αποτελούσαν σύμβαση εξώδικης διανομής της περιουσίας, καθώς γίνονταν με σκοπό ανταλλάγματος (να λάβει με απλά λόγια ο ένας το μερίδιο του άλλου, ώστε ο καθένας να είναι πλέον αποκλειστικός κύριος σε ένα από τα πρώην κοινά, και όχι να το «χαρίσει»). Η πελάτισσα του γραφείου μας, μία από τα τέκνα της οικογένειας, λόγω χρεών τα οποία αντιμετώπιζε κατά την περίοδο των μεταβιβάσεων ζήτησε αυτά να μεταβιβασθούν στα παιδιά της. Τα μέλη της οικογένειάς της δεν συμφώνησαν λόγω εμπάθειας προς το πρόσωπο του συζύγου της και της δήλωσαν ότι θα της μεταβίβαζαν το μέρος της περιουσίας που της αναλογούσε εν καιρώ, όταν θα τακτοποιούσε τα χρέη της. Καθώς η μεταβίβαση αυτή φαίνονταν ότι δεν θα λάμβανε χώρα ποτέ, η πελάτισσά μας άσκησε αγωγή ακύρωσης των συμβολαίων, με τα οποία είχε «δωρίσει» τα ποσοστά της, ως εικονικών. Ακολούθησε διαπραγμάτευση με την άλλη πλευρά, στο πλαίσιο της οποίας εν τέλει συμφωνήθηκε η μεταβίβαση των υποσχεθέντων σε αυτήν ακινήτων στα παιδιά της, ενώ επίσης επιλύθηκαν συναινετικά λοιπές αιτίες διαμάχεων μεταξύ των μελών της οικογένειας. Η συμφωνία των μελών αποτυπώθηκε σε πρακτικό διαμεσολάβησης, το οποίο κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών και αποτελεί πλέον εκτελεστό τίτλο.
Εκδόθηκαν από το Πρωτοδικείο Πατρών αποφάσεις περί αναστολής εκτελεστότητας δύο διαταγών πληρωμής ύψους περίπου 500.000,00 ευρώ εκδοθεισών κατόπιν αίτησης Πιστωτικού Ιδρύματος υπό Ειδική Εκκαθάριση. Το τελευταίο προχώρησε σε επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στο σύνολο των τραπεζικών λογαριασμών των φερόμενων ως οφειλετών πριν προχωρήσει σε επίδοση των Διαταγών Πληρωμής και αντίστοιχων επιταγών προς εκτέλεση. Το Δικαστήριο πιθανολόγησε την ευδοκίμηση των ανακοπών, ερειδόμενο στην προγενέστερη των επιθετικών κινήσεων του Υπό Ειδική Εκκαθάριση Πιστωτικού Ιδρύματος αμφισβήτηση των επιβληθεισών υπέρογκων επιτοκιακών χρεώσεων δια αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής ασκηθείσας από πλευράς των φερόμενων οφειλετών, κρίνοντας ότι απαραδέκτως προχώρησε το επισπεύδον σε έκδοση Διαταγής Πληρωμής κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας. Ακόμη, πιθανολόγησε την εξόφληση της απαίτησης, βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών καταβολών, ενώ τέλος πιθανολογήθηκε, επιπλέον, ότι σε περίπτωση απόρριψης των αιτήσεων θα επερχόταν ανεπανόρωτη βλάβη, ιδίως σε φερόμενη οφειλέτρια που αποτελεί ενεργή, φερέγγυα μικρομεσαία επιχείρηση λιανικής, συνεργαζόμενη με πλήθος προμηθευτών και απασχολούσα πλέον των 100 εργαζομένων. Ειδικότερα και επιπροσθέτως, η φερεγγυότητα της εν λόγω επιχείρησης, ο ενεργός επιχειρηματικά χαρακτήρας της, οι παρασχεθείσες εξασφαλίσεις έναντι της επιδιωκόμενης οφειλής αλλά και η μη τέλεση ενεργειών εκποίησής της περιουσίας της, σε συνδυασμό με τις όλως δυσμενείς συνέπειες της διατήρησης της συντηρητικής κατάσχεσης αποτέλεσαν το μερικότερο σκεπτικό άρσης της επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης από λειτουργικά απαραίτητους τραπεζικούς λογαριασμούς της ενεργής αυτής επιχείρησης.