
Καρνεάδου 38 - Καρνεάδου 41 - Κολωνάκι 106 76 Αθήνα Τ:(+30)210-7231076 F:(+30)210-7231075 lawoffice@yiannatsis.gr
Κατόπιν σχετικής μήνυσης της
πρώην συζύγου του, ο εντολέας μας ,ο οποίος βρισκόταν στην οικία της πρώην
συζύγου του, προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο του,
συνελήφθη με την αυτόφωρη διαδικασία, για παραβίαση των διατάξεων περί
ενδοοικογενειακής βίας (αρ. 6 Ν. 3500/2006). Αφέθηκε ελεύθερος και του ασκήθηκε
ποινική δίωξη. Ειδικότερα, φερόταν ότι τέλεσε απλή σωματική βλάβη εις βάρος της
πρώην συζύγου του, χτυπώντας την με την πόρτα στο σώμα , προκαλώντας τις
αμυχές.
Κατά τη διαδικασία επί του
ακροατηρίου προσκομίσθηκε από την μηνύτρια και υποστηρίζουσα την κατηγορία,
βεβαίωση δημόσιου νοσοκομείου, από το οποίο προέκυπτε η ύπαρξη εκδορών. Τους
ίδιους ισχυρισμούς περί τέλεσης του ως άνω αδικήματος ανέπτυξε η μηνύτρια και ο
μάρτυρας της. Από την πλευρά μας, κλητεύθηκε ως μάρτυρας, πρόσωπο με ειδικές
γνώσεις κατά το άρθρο 203 ΚΠΔ και ειδικότερα ιατρός με ειδικότητα στην
ιατροδικαστική.
Κατά την ακροαματική διαδικασία προέκυψε
ότι το ως άνω έγγραφο δεν πληροί τις προϋποθέσεις μια ιατροδικαστικής
γνωμάτευσης, καθώς δεν προέκυψε με σαφήνεια ο χρόνος, ο τρόπος και ο τόπος τέλεσης
και το πλήθος των εκδορών. Επιπλέον, από την κατάθεση των μαρτύρων και κυρίως
από την κατάθεση του μάρτυρα με ειδικές γνώσεις προέκυψε ότι οι εκδορές, δεν θα
μπορούσαν να επέλθουν με τον τρόπο που κατηγορούνταν ο εντολέας μας. Θέση της
υπεράσπισης ήταν ότι ο φερόμενος τρόπος τέλεσης και οι φερόμενες βλάβες δεν
τελούν σε σχέση αιτίου αιτιατού, όπως αποδεικνύεται ευχερώς από τα πορίσματα
της ιατροδικαστικής επιστήμης. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο δεν πείσθηκε για την
πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω αδικήματος
και κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο, απαλλάσσοντάς τον από κάθε κατηγορία.
Εκδόθηκε προσφάτως η υπ’
αριθμ. 104/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία
ακυρώθηκε Πράξη Διενέργειας Αναπλειστηριασμού, με την οποία η επιληφθείσα τον
πλειστηριασμό υπάλληλός του-συμβολαιογράφος, επιχειρούσε να επανεκκινήσει την
διαδικασία πλειστηριασμού (αναπλειστηριασμός) εις βάρος εντολέα μας,
υπερθεματιστή του αρχικού πλειστηριασμού. Αναλυτικότερα, ο εντολέας μας αρχικώς
αναδείχθηκε ως υπερθεματιστής σε διενεργηθέντα πλειστηριασμό ακινήτου
(καταστήματος), το οποίο επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη.
Κατόπιν του διενεργηθέντος πλειστηριασμού, στον οποίο πλειοδότησε υπό την πίεση
του χρόνου, καθότι το εν λόγω ακίνητο εμφανιζόταν ως πραγματική ευκαιρία για
τον σκοπό που το προόριζε, ανέθεσε στο γραφείο μας την διενέργεια του νομικού
ελέγχου προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης. Κατόπιν όμως του
ελέγχου που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω ακίνητο βάραιναν πλείστα νομικά
ελαττώματα, μεταξύ των οποίων ήταν και ότι αυτό (το ακίνητο) δεν μπορούσε να
αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής διαιρεμένης (οριζόντιας) ιδιοκτησίας, καθότι
βρισκόταν ακόμη υπό ανέγερση (στα μπετά), κατά συνέπεια δεν μπορούσε να
αποτελέσει αντικείμενο μεταβίβασης μέσω του πλειστηριασμού, καθώς ο τρίτος καθ’
ων η εκτέλεση/πλειστηριασμός οφειλέτης δεν ήταν πράγματι κύριος αυτού, παρά
είχε μόνο δικαίωμα προσδοκίας (θα αποκτούσε δηλαδή την κυριότητα του ακινήτου
όταν θα ολοκληρωνόταν η ανέγερσή του). Παρά το γεγονός όμως ότι ο εντολέας μας
προέβη σε νόμιμη υπαναχώρηση από τον ως άνω πλειστηριασμό λόγω ύπαρξης νομικού
ελαττώματος του ακινήτου, η επιληφθείσα τον πλειστηριασμό συμβολαιογράφος,
θεώρησε την δοθείσα από τον εντολέα μας για την συμμετοχή στον πλειστηριασμό
εγγυοδοσία ως καταπτωθείσα, και επιχείρησε με Πράξη Διενέργειας
Αναπλειστηριασμού την εκ νέου εκπλειστηρίαση του ακινήτου εις βάρος του. Αποτέλεσμα
αυτής της πράξεως, εφόσον τελικώς δεν ακυρωνόταν, θα ήταν η οριστική απώλεια της
δοθείσας εγγυοδοσίας από τον εντολέα μας-υπερθεματιστή του αρχικού
πλειστηριασμού, ενώ περαιτέρω θα καλείτο εκείνος να καταβάλλει τυχόν διαφορά
που θα προέκυπτε μεταξύ του αρχικά επιτευχθέντος (μέσω του αρχικού πλειστηριασμού)
και του τελικά επιτευχθέντος (μέσω του επιχειρούμενου αναπλειστηριασμού)
πλειστηριάσματος, συν το γεγονός ότι θα είχε δεσμευθεί/αφαιρεθεί ένα σημαντικό
ποσό από την περιουσία του χωρίς να έχει επιτύχει τον αρχικό σκοπό του, ήτοι
την απόκτηση μόνιμης επαγγελματικής στέγης. Το δικαστήριο όμως, δεχόμενο την
νόμιμη και βάσιμη επιχειρηματολογία μας, δικαίωσε τον εντολέα μας, ακυρώνοντας
την ως άνω Πράξη Διενέργειας Αναπλειστηριασμού. Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο
δέχτηκε τα εξής: «Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι υφίσταται νομικό
ελάττωμα επί του επίδικου εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, δηλαδή δικαίωμα τρίτου
και συγκεκριμένα, έλλειψη κυριότητας επ’ αυτού του δευτέρου των καθών και
δικαίωμα συγκυριότητας επ’ αυτού των λοιπών ιδιοκτητών των οριζόντιων
ιδιοκτησιών στην εν λόγω πολυκατοικία…Αφού, όμως, τόσο η επισπεύδουσα όσο και ο
υπερθεματιστής αγνοούσαν την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, σύμφωνα με το
άρθρο 380 ΑΚ, απαλλάσσονται και οι δύο από την παροχή και αντιπαροχή,
αντίστοιχα. Έτσι, ο ανακόπτων δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει το πλειστηρίασμα
και οι προαναφερόμενες πράξεις εκτέλεσης για τον αναπλειστηριασμό είναι άκυρες.».
Αποτέλεσμα της ως άνω κρίσης του δικαστηρίου είναι ότι ο εντολέας
μας-υπερθεματιστής του αρχικού πλειστηριασμού αποφεύγει την εις βάρος του
διενέργεια αναπλειστηριασμού, γεγονός που θα είχε τις συνέπειες που
αναπτύχθηκαν ανωτέρω, ενώ πλέον ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για την επιστροφή της
δοθείσας από εκείνον αχρεωστήτως καταβληθείσας εγγυοδοσίας.
Η εντολέας μας Ο.Ε. αρχικά πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της αρχικής οφειλέτιδος της, επίσης Ο.Ε., για απαιτήσεις της ύψους 149.000 ευρώ προερχόμενες από την μεταξύ τους εμπορική συνεργασία. Την εν λόγω διαταγή πληρωμής επέδωσε δύο φορές προς την ως άνω οφειλέτιδά της ομόρρυθμη εταιρεία, χωρίς ποτέ η τελευταία να ασκήσει ανακοπή με αποτέλεσμα η προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Στην συνέχεια συστάθηκε έτερη Μονοπρόσωπη ΕΠΕ που χρησιμοποιούσε ως εγκατάσταση και έδρα της τις εγκαταστάσεις της ως άνω οφειλέτιδος Ο.Ε.. Ακολούθως, και κατόπιν ασκήσεως αγωγής μας κατά της Μ. ΕΠΕ, εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση, η οποία στο μεταξύ κατέστη τελεσίδικη κατόπιν της επικύρωσης της από το Εφετείο, με την οποία υποχρεώθηκε η Μ. ΕΠΕ να καταβάλει στον εντολέα μας το αιτούμενο στην αγωγή χρηματικό ποσό ως διάδοχος της αρχικής Ο.Ε. οφειλέτιδος μας, και δη ως σωρευτική αναδοχέας χρέους δυνάμει της μεταξύ των μεταβίβαση επιχείρησης. Ταυτόχρονα, δυνάμει της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, η εντολέας μας επέβαλε συντηρητική κατάσχεση εις χείρας Α.Ε. ως τρίτης επί των υφιστάμενων και μελλοντικών χρηματικών απαιτήσεων της Μ. ΕΠΕ για μηνιαία μισθώματα από την μίσθωση επαγγελματικού ακινήτου, της Μ.ΕΠΕ ως εκμισθώτριας και της Α.Ε ως μισθώτριας. Η Α.Ε. δήλωσε ότι δεν υφίστανται απαιτήσεις της Μ.ΕΠΕ σε βάρος της, αλλά ότι δήθεν υπάρχουν ανταπαιτήσεις δικές της από την δική τους εμπορική συνεργασία, τις οποίες πρότεινε με ένσταση συμψηφισμού, προσκομίζοντας και αντίστοιχες καρτέλες προμηθευτών. Το δικαστήριο δια της από 246/2021 τελεσίδικης απόφασής του έκρινε ότι «Avτ΄ αυτού η εκκαλούσα και καθ' ης η ανακοπή/τρίτη στην ανωτέρω δήλωσή της, ουδόλως ανέφερε τις υφιστάμενες και ενεργείς ενοχικές (μισθωτικές) αξιώσεις της οφειλέτιδας εταιρείας εναντίον της, όπως όφειλε {…} Αντιθέτως, προέβη στην απλή αναφορά περί υφιστάμενων ανταπαιτήσεων της ιδίας (της εκκαλούσας και καθ' ης η ανακοπή/τρίτης) κατά της οφειλέτιδας χωρίς να προσδιορίσει καθ' οποιονδήποτε τρόπο εάν πρόκειται για ληξιπρόθεσμες ανταπαιτήσεις και χωρίς ουδόλως να προσδιορίσει, αυτές κατ’ είδος ή ποσό, αναφέροντας μόνο το γενικό σύνολο αυτών τo οποίο με βάση τους ισχυρισμούς της ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 82,604,31 ευρώ.{…}» Κρίνοντας δε την φύση του αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο δέχθηκε ότι «περιορίζεται να ενσωματώσει την από 1.3.2018 καρτέλα προμηθευτή, την οποία και προσάγει ως αποδεικτικό έγγραφο και στην οποία παρατίθενται αμοιβαίες χρεοπιστώσεις διαφόρων ποσών με την μνεία της ημερομηνίας εκδόσεως των οικείων παραστατικών, τα οποία αναφέρονται είτε ως εντάλματα πληρωμής είτε ως δελτία αποστολής, είτε ως τιμολόγια δαπανών, είτε ως επιταγές μεταβιβαζόμενες και εισπρακτέες ή επιστρεφόμενες και πληρωτέες, χωρίς να γίνεται η παραμικρή μνεία και ανάλυση ι) της αιτίας εκδόσεως των ως άνω παραστατικών και αξιόγραφων, των έννομων σχέσεων δηλαδή από τις οποίες φέρονται να πήγασαν απαιτήσεις και ανταπαιτήσεις, ιι) του είδους των επι μέρους απαιτήσεων και ανταπαιτήσεων {…} και ιιι) του χρόνου γενέσεως αλλά και ληξιπροθέσμου των επί μέρους απαιτήσεων και ανταπαιτήσεων ή, έστω το αν τούτος ταυτίζεται με την ημερομηνία εκδόσεως των ως άνω παραστατικών. {…}». Επομένως καταλήγει το δικαστήριο, δεχόμενο την ανακοπή μας κατά της δήλωσης της εταιρείας στα χέρια της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, οι ανωτέρω ισχυρισμοί της καθ' ης καταδεικνύουν την ανακρίβεια και ανειλικρίνεια της ανακοπτόμενης δήλωσής της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ναυπλίου, την οποία και ακυρώνει και κατά τούτο ο εντολέας μας δύναται να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεων του από την εν λόγω εταιρεία.
Κατόπιν αίτησης από εκμισθώτρια άδειας Ε.Δ.Χ. ταξί, εκδόθηκε από τον Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών διαταγή πληρωμής ύψους περίπου 10.000,00 ευρώ σε βάρος της εντολέως μας μισθώτριας, εταιρείας εκμετάλλευσης οχημάτων ταξί, δραστηριοποιούμενης στην Αθήνα, η οποία επιδόθηκε στην εταιρεία με επιταγή προς εκτέλεση. Με την εν θέματι διαταγή πληρωμής επιδικάστηκε στην εκμισθώτρια απαίτηση για μισθώματα κατά την διάρκεια των μηνών της πανδημίας του ιού COVID-19. Ωστόσο, για το επίμαχο χρονικό διάστημα, είχε συμφωνηθεί προφορικά μεταξύ των μερών, εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας, η αναστολή της μισθωτικής σύμβασης άδειας Ε.Δ.Χ. ταξί, η οποία σήμαινε ότι αφενός ότι το όχημα ταξί, στο οποίο είχε ταξινομηθεί η εν λόγω άδεια, θα παραμείνει ακινητοποιημένο αφετέρου ότι δεν θα οφείλεται μίσθωμα για την χρήση της άδειας. Προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής ασκήθηκε ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και παράλληλα αίτηση αναστολής, στο πλαίσιο της οποίας ζητήθηκε η χορήγηση προσωρινής διαταγής περί αναστολής της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής. Το Ειρηνοδικείο Αθηνών, αφού πιθανολόγησε την ευδοκίμηση των λόγων της ανακοπής της εταιρείας, αναγόμενων όχι μόνο σε τυπικά σφάλματα της διαταγής πληρωμής αλλά και στην ανυπαρξία της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, καθώς για το χρονικό διάστημα για το οποίο επιδικάστηκε στην εκμισθώτρια η απαίτηση μισθωμάτων, η μισθώτρια εταιρεία δεν είχε υποχρέωση καταβολής μισθώματος, ένεκα της συμφωνηθείσας αναστολής της μισθωτικής σύμβασης, όπως επίσης και στην καταχρηστική συμπεριφορά της εκμισθώτριας, διέταξε την αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής, χωρίς οποιονδήποτε όρο, μέχρι τη συζήτηση της αίτησης αναστολής.
Δημοσιεύτηκε η υπ' αριθμ. 25/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί ακύρωσης διαταγής πληρωμής, λόγω καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης δανείου από την τράπεζα. Ειδικότερα, ο εντολέας μας κατόπιν της θέσεως της τράπεζας σε ειδική εκκαθάριση προέβει σε άτακτες καταβολές των ληξιπρόθεσμων οφειλών του τις οποίες σταμάτησε λόγω της επισφαλούς καταβολής τους. Ακολούθως κατόπιν επικοινωνίας με τους υπαλλήλους της και μετά την αποστολή προς αξιολόγηση όλων των οικονομικών του στοιχείων, έλαβε πρόταση ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων δανειακών του οφειλών την οποία και αποδέχθηκε αναμένοντας να του εξηγηθεί ο τρόπος εξυπηρέτησης των οφειλών του βάσει ορισμένου μηνιαίου δοσολογίου. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι της τράπεζας τον ενημέρωσαν ότι η πρότασή τους δεν ήταν δεσμευτική λόγω μη έγκρισης της από τα εγκριτικά κλιμάκια της τράπεζας και κατά τούτο ότι θα έπρεπε εκ νέου να αποστείλει τα οικονομικά του στοιχεία προς αξιολόγηση και επανέναρξη διαπραγματεύσεων. Ο δανειολήπτης το έπραξε και κατόπιν του ζητήθηκε να καταθέσει ορισμένη προκαταβολή προκειμένου να εκκινήσουν εκ νέου διαπραγματεύσεις για την ρύθμιση των οφειλών του. Πλην όμως, όταν ο δανειολήπτης αντέτεινε ότι ήδη είχε συμφωνήσει στην προγενέστερη πρόταση τους και θεωρούσε αυτή ισχύουσα, η τράπεζα προέβη στην καταγγελία των δανειακών του συμβάσεων χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Η απόφαση 25/2022 αναγνώρισε ότι η τράπεζα αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής διαψεύδοντας κάθε εύλογη προσδοκία του δανειολήπτη ότι είχε πετύχει δια της αποδοχής της προτάσεως της τράπεζας την ρύθμιση του δανείου του. Επιπλέον δέχθηκε ότι η όποια καθυστέρηση στην επίτευξη λύσης ρύθμισης οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην αδικαιολόγητη αδράνεια ανταπόκρισης της τράπεζας στις οχλήσεις του ανακόπτοντος χωρίς αυτή να παράσχει οποιαδήποτε ρητή απάντηση, αφήνοντας τον μάταια να αναμένει το δοσολόγιο για την έναρξη των καταβολών των δόσεων του δανείου του με βάση την πρόταση της. Κατά τούτo, ακύρωσε την διαταγή πληρωμής. Δυνάμει δε αυτών των παραδοχών του Δικαστηρίου, η τράπεζα δεν μπορεί να προβεί σε έκδοση νέας διαταγής πληρωμής καθώς υπαρχούσης της ήδη καταχρηστικής συμπεριφοράς της αν το πράξει ο δανειολήπτης θα μπορέσει να πετύχει την ακύρωση και της νέας τυχόν διαταγής πληρωμής