Αύγουστος 2023 – Απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά – Δεκτή αγωγή προσβολής προσωπικότητας με αίτημα αποζημίωσης στο πλαίσιο οικογενειακής αντιδικίας
Ο εντολέας μας, άσκησε αγωγή προσβολής προσωπικότητας με αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης κατά των στενότερων συγγενικών προσώπων της πρώην συζύγου του, ήτοι του πατέρα της, της μητέρας της και της αδερφής της, για τον λόγο ότι διέπραξαν τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδούς κατάθεσης, προβάλλοντας με ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον Δικαστηρίων και Αρχών ψευδείς, συκοφαντικούς ισχυρισμούς εναντίον του περί δήθεν άσκησης ενδοοικογενειακής βίας εις βάρος της πρώην συζύγου του και του τέκνου τους, ακαταλληλότητάς του ως γονέα, αλλά και με αξιολογικές κρίσεις που ενέχουν σκοπό εξύβρισης κάνοντας λόγο για οξύθυμη, νευρική και βίαιη συμπεριφορά, ισχυρισμοί οι οποίοι αιτιωδώς έπληξαν την προσωπικότητά του. Συναφώς, αιτήθηκε την άρση των προσβολών και την παράλειψή τους στο μέλλον.
Οι αντίδικοι, πρόβαλλαν με τις Προτάσεις τους ισχυρισμούς που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και ενστάσεις επί του παραδεκτού και επί της βασιμότητας της αγωγής, οι οποίες απορρίφθηκαν εν συνόλω. Ειδικότερα, προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου λόγω αναρμοδιότητας, ένσταση αοριστίας λόγω φερόμενου μη προσδιορισμού των ατόμων στα οποία εκδηλώθηκαν οι συκοφαντικοί ισχυρισμοί, αίτημα αναβολής της δίκης, λόγω φερόμενης ως συναφούς εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης εναντίον του εντολέα μας. Τέλος αρνήθηκαν την πλήρωση της ειδικής υπόστασης του αδικήματος, ισχυριζόμενοι ότι δεν είχαν γνώση των ψευδών τους και προέβαλαν την ένσταση του 367 παρ. 1 ΠΚ, ισχυριζόμενοι ότι άσκησαν δικαιολογημένο ενδιαφέρον στα πλαίσια της αντιδικίας του συγγενικού τους προσώπου με τον εντολέα μας-ενάγοντα. Τους ισχυρισμούς των εναγόμενων αρνήθηκε αιτιολογημένα ο εντολέας μας, ισχυριζόμενος ότι οι εις βάρος του πράξεις πληρούν την ειδική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία δεν εφαρμόζεται η εν λόγω διάταξη και πρόβαλε επιπλέον την αντένσταση του αρ. 367 παρ. 2 ΠΚ, σε σχέση με τις εις βάρος του αξιολογικές κρίσεις καθώς σε κάθε περίπτωση υπάρχει και αποδεικνύεται σκοπός εξύβρισης.
Αρχικώς, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αναρμοδιότητας, καθώς έκρινε ότι επί συνδρομής των προϋποθέσεων της ομοδικίας, εφαρμογής της δωσιδικίας της ταυτότητας δικαίου από προσωπική αιτία και συνδρομής της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας της αδικοπραξίας, κατά τόπον αρμόδιο είναι κατ’ επιλογή του ενάγοντος και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε η θεμελιώνουσα τη δωσιδικία της αδικοπραξίας ποινικά κολάσιμη πράξη, από κάποιον από τους διαδίκους, προϋποθέσεις που συνέτρεχαν εν προκειμένω, όπως προβλήθηκε και αποδείχθηκε. Εν συνεχεία, απέρριψε την ένσταση αοριστίας των αντιδίκων λόγω φερόμενης μη εξειδίκευσης των προσώπων ενώπιον των οποίων δυσφημήσθηκε ο ενάγων, κρίνοντας ότι ενώπιον τρίτου τελείται μια πράξη ακόμη και όταν απευθύνεται σε αόριστο αριθμό ατόμων.
Έτσι, εν συνεχεία εξετάσθηκε η υπόθεση στην ουσία της. Έπειτα από αξιολόγηση των ισχυρισμών ημών των αντιδίκων και του αποδεικτικού υλικού, το Δικαστήριο απέρριψε εν συνόλω τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις των αντιδίκων, δεχόμενο εν συνόλω τους ισχυρισμούς και την αντένσταση του εντολέα μας. Ακολούθως, έκρινε ότι τελέσθηκαν τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδούς κατάθεσης και ότι υπήρχε και σκοπός εξύβρισης σε σχέση με αξιολογικές κρίσεις.
Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί εις βάρος του ενάγοντα περί δήθεν πρόκλησης βιαιοπραγίας στην τέως σύζυγό του και το τέκνο τους ήταν συκοφαντικοί. Ομοίως κρίθηκαν συκοφαντικοί και οι ισχυρισμοί περί ακαταλληλότητάς του, καθόσον αποδείχθηκε η προσήλωση του ενάγοντος στο γονικό του ρόλο. Επιπλέον κρίθηκε ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν το ψεύδος των ισχυρισμών τους λόγω της στενής του συγγενικής σχέσης με την πρώην σύζυγό του ενάγοντα, αλλά και διότι κατέθεσαν ψευδή περιστατικά ως δήθεν αυτόπτες μάρτυρες, γεγονός που αποδείκνυε τη γνώση των ψευδών τους. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε και η ένσταση του 367 ΠΚ η οποία εφαρμόζεται επί απλής δυσφημήσεως και εξυβρίσεως και όχι στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης. Τέλος, έγινε δεκτή και η εκ μέρους του ενάγοντα προτεινόμενη αντένσταση, σε σχέση με αξιολογικές κρίσεις εις βάρος του, για τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχει σκοπός εξύβρισης.
Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσωπικότητα του ενάγοντα υπέστη παράνομη και υπαίτια προσβολή η οποία του προξένησε ηθική βλάβη και έκανε δεκτή την αγωγή του εις βάρος των αντιδίκων, επιδικάζοντας στον ενάγοντα αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη ύψους 1000 ευρώ, υποχρέωσε τους αντιδίκους να παραλείπουν κάθε προσβολή με συκοφαντική και εξυβριστική συμπεριφορά στο μέλλον, απείλησε σε βάρος τους προσωπική κράτηση ενός μηνός και χρηματική ποινή ύψους 500 ευρώ για κάθε παραβίαση της αμέσως προηγουμένως διάταξης και καταδίκασε αυτούς στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης, ποσού 600 ευρώ.