Δεκέμβριος 2023 – Δικαστική απόφαση περί συνεπιμέλειας – Διαμονή τέκνων στην κατοικία του πατέρα
Με την υπ’ αριθμ. 12073/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία Οικογενειακών Διαφορών), έγινε δεκτή η αγωγή του εντολέα μας – πατέρα δύο κοριτσιών ηλικίας 13 και 11 ετών – και ανατέθηκε η επιμέλειά τους, ως προς τις επιμέρους εκφάνσεις της υγείας τους και της εκπαίδευσής τους, σε αμφότερους τους γονείς, ενώ κατά τα λοιπά η επιμέλεια ορίστηκε ότι θα ασκείται από τον πατέρα και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής των παιδιών η κατοικία του πατέρα τους.
Η μητέρα είχε ασκήσει αντίθετη αγωγή με κύριο αίτημα την ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στην ίδια, επικουρικά την ανάθεση της επιμέλειας σε αμφότερους τους γονείς με καθορισμό εναλλασσόμενης κατοικίας και όλως επικουρικότερα διευρυμένο δικαίωμα επικοινωνίας. Το Δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσίαν τα δύο πρώτα αιτήματα της αντιδίκου, ρυθμίζοντας το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας της σύμφωνα με το προτεινόμενο από τον εντολέα μας πρόγραμμα επικοινωνίας το οποίο κρίθηκε ότι ανταποκρίνεται στο συμφέρον των παιδιών, κάνοντας μερικώς δεκτή την αγωγή της ως προς το αίτημα της ρύθμισης επικοινωνίας.
Ως προς το διαδικαστικό ιστορικό της εν θέματι υπόθεσης, λεκτέον ότι είχε προηγηθεί κρίση Δικαστηρίου Ασφαλιστικών Μέτρων, επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του εντολέα μας, εκδοθείσα πριν έναν χρόνο, δια της οποίας είχε ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια των παιδιών και στους δύο γονείς και είχε οριστεί ως τόπος διαμονής τους η κατοικία του εντολέα μας. Εν συνεχεία, η αντίδικος είχε ασκήσει αίτηση ανάκλησης/μεταρρύθμισης της ως άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με κύριο αίτημα την ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων αποκλειστικής επιμέλειας στην ίδιας, επικουρικά συνεπιμέλεια με εναλλασσόμενη κατοικία, άλλως επικουρικότερα την χορήγηση διευρυμένου δικαιώματος επικοινωνίας, επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση που απέρριψε τα αιτήματά της για ανάκληση και μεταρρύθμιση της ανωτέρω απόφασης και ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας της με τον προτεινόμενο από τον πατέρα τρόπο, κάνοντας δεκτούς ως ουσία βάσιμους τους προταθέντες ισχυρισμούς μας.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν τα αποδεικτικά μέσα που εισφέραμε, καθώς και την προσωπική επικοινωνία που είχε ο Δικαστής με τα δύο κορίτσια, κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματός μας, έκρινε ότι «[…] με την παραμονή των τέκνων στην οικία του πατέρα τους έχει αναπτυχθεί δεσμός σταθερότητας και εμπιστοσύνης, στοιχεία απαραίτητα για την ομαλή ανάπτυξη των παιδιών στην ηλικία τους[…]». Από την προσωπική επικοινωνία που είχε το Δικαστήριο με τα τέκνα διαπιστώθηκε ότι αμφότερα επιθυμούν να διαμένουν στην οικία του πατέρα τους, ενώ ακόμη αποδείχθηκε ότι εκείνος τα συνδράμει στις καθημερινές τους ανάγκες και στο διάβασμά τους και ότι έχουν αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με το νέο οικογενειακό του περιβάλλον, ήτοι την σύζυγό του και την θυγατέρα της. Επιπλέον, από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι η σχέση των τέκνων με την μητέρα τους δεν χαρακτηρίζονται πάντα από ηρεμία, καθώς υφίστανται εντάσεις από την μεριά της μητέρα τους, γεγονός που έχει επιρροή στα τέκνα. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψιν και την δυνατότητα του εντολέα μας να συνδράμει καθημερινά τα τέκνα στις ανάγκες τους, καθώς τελειώνει νωρίς το μεσημέρι από την εργασία του και μπορεί να διαθέσει όλο τον ελεύθερο του χρόνο στα παιδιά, σε αντίθεση με την αντίδικο.
Έτι περαιτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε ως ουσία αβάσιμους άπαντες τους προταθέντες από την αντίδικο ισχυρισμούς, ήτοι ότι δήθεν τα παιδιά από την μετακόμιση στην οικία του πατέρα τους, άρχισαν να είναι κουρασμένα εξαιτίας των μετακινήσεων στις δραστηριότητές τους, και εμφάνιζαν άρνηση να παρακολουθήσουν τις δραστηριότητές τους, καθώς και ότι δήθεν ο πατέρας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στην καθημερινότητά τους. Τέλος, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί της περί επηρεασμού των τέκνων από τον πατέρα και περί γονικής αποξένωσης της μητέρας. Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ως μη πειστικές τις καταθέσεις των μαρτύρων της αντιδίκου, αφού έρχονταν σε αντίθεση με το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό.
Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ενόψει της ήδη διαμορφωθείσας κατάστασης, της προσαρμογής των τέκνων στο περιβάλλον που ζουν με τον πατέρα τους με ιδιαίτερη σημασία στη μη διατάραξη του ομαλού μέχρι σήμερα τρόπου ζωής τους, της ευαίσθητης ηλικίας που βρίσκονται και αφού αποδείχθηκε ότι ο πατέρας τους είναι σε θέση να προσφέρει σε αυτά ένα ήρεμο και ομαλό περιβάλλον, λαμβανομένης υπόψη της ρητώς εκφρασθείσας επιθυμίας των ανηλίκων να συνεχίσουν να διαμένουν μαζί του, το αληθινό συμφέρον αυτών υπαγορεύει να παραμείνουν κοντά στον πατέρα τους. Ως προς την άσκηση της επιμέλειάς τους, έκρινε ότι το πραγματικό συμφέρον των ανηλίκων και δοθείσης της καταλληλότητας και της θέλησης των διαδίκων να ασχοληθούν ουσιαστικά με τα τέκνα τους, χωρίς να παραβλέπονται ωστόσο, οι αρρυθμίες στην προσωπική τους σχέση, υπαγορεύει την από κοινού άσκηση της επιμέλειας του προσώπου τους. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου «[…] οι δε διαφωνίες των αντιδίκων δεν κρίνονται ουσιώδεις και ανυπέρβλητες και μπορούν να ξεπεραστούν με μια στοιχειώδη συνεννόηση, ως οφείλουν να πράξουν για το καλό των παιδιών τους.[…]». Σε σχέση με το αίτημα της αντιδίκου για εναλλασσόμενη διαμονή των τέκνων στις οικίες των γονέων ανά εβδομάδα, απερρίφθη ως ουσία αβάσιμο, λαμβάνοντας το Δικαστήριο υπόψη το συμφέρον των παιδιών, την ήδη διαμορφωθείσα κατάσταση, την γνώμη των τέκνων, τα επαγγέλματα των διαδίκων και τον χρόνο που ο καθένας έχει για να ασχοληθεί με τα τέκνα του. Ούτως, το Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτό μόνο το επικουρικότερο αίτημα της μητέρας για την ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας της με τα τέκνα, σύμφωνα με το προτεινόμενο από τον εντολέα μας πρόγραμμα επικοινωνίας, το οποίο κρίθηκε ότι ανταποκρίνεται στο συμφέρον τους, προς τον σκοπό της προοδευτικής ενίσχυσης του μεταξύ τους ψυχικού και συναισθηματικού δεσμού, ο οποίος αναμφίβολα κλονίστηκε με την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων τους.