Ιούλιος 2024 – Δεκτή αγωγή phishing εντολέως μας κατά της τράπεζας για αποζημίωση από ηλεκτρονική απάτη

Ιούλιος 2024 – Δεκτή αγωγή phishing εντολέως μας κατά της τράπεζας για αποζημίωση από ηλεκτρονική απάτη

Προσφάτως εκδόθηκε η υπ’ αρ. 1560/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου ο εντολέας μας είχε ασκήσει Αγωγή αποζημίωσης κατά τραπεζικού ιδρύματος, προκειμένου να αποζημιωθεί για τα χρήματα που απώλεσε από τον τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί σε αυτό, μέσω της μεθόδου Phishing (απάτη ηλεκτρονικού ψαρέματος).

Συγκεκριμένα, κακόβουλος δράστης, απομιμούμενος πιστά την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) της τράπεζας, με σύνδεσμο που κατηύθυνε τον χρήστη σε ιστότοπο επίσης όμοιο με του εν λόγω τραπεζικού ιδρύματος, κατάφερε με απατηλό τρόπο, και ένεκα του «τρωτού» συστήματος ασφαλείας της τράπεζας, να αποσπάσει από τον εντολέα μας το ποσό των 5.418,88 ευρώ. Παρά την έγκαιρη ειδοποίηση της τράπεζας από τον εντολέα μας και την έγγραφη αμφισβήτηση των επίμαχων συναλλαγών από τον τελευταίο, η πρώτη δεν κατάφερε να αποτρέψει την οικονομική του ζημία, αποποιούμενη δε προκλητικά των ευθυνών της.

Δια της ανωτέρω απόφασης, το Δικαστήριο δικαίωσε τον εντολέα μας, διαλαμβανόμενο κατά τη δικανική του κρίση τα εξής: Αφενός, αναγνώρισε ότι η Τράπεζα εκτέλεσε πλημμελώς το πρωτόκολλο ασφαλείας που προβλέπεται κατά τη διενέργεια των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αφού δεν τήρησε τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας για την εφαρμογή της διαδικασίας ισχυρής ταυτοποίησης των επίδικων πράξεων πληρωμής, καθόσον δεν απέστειλε τους μοναδικούς κωδικούς μίας χρήσης (OTPs) στο δηλωμένο από τον ενάγοντα κινητό τηλέφωνο και ως εκ τούτου, οι επίδικες συναλλαγές δεν έπρεπε να θεωρηθούν μήτε γνήσιες μήτε εγκριθείσες από τον ενάγοντα – εντολέα μας, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ά. 64 του Ν. 4537/2018. Αφετέρου, το δικάσαν Δικαστήριο έκρινε και ότι η εναγόμενη Τράπεζα δεν τήρησε την υποχρέωση ενημέρωσης του ενάγοντος, ως όφειλε, σύμφωνα με τα ά. 48 και 57 του Ν. 4537/2018.

Ως εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο, κάνοντας δεκτούς τους ισχυρισμούς μας, αποφάνθηκε ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης τράπεζας (έλλειψη θωράκισης των συστημάτων ασφαλείας της κατά τη διενέργεια ηλεκτρονικών συναλλαγών και έλλειψη ενημέρωσης πελάτη) υπήρξε υπαίτια, συνιστάμενη σε βαριά αμέλειά της, καθώς και παράνομη, ως αντίθετη στις διατάξεις του Ν. 3862/2010 και του Ν. 2251/1994 (Προστασία Καταναλωτή), αλλά και ως αντικείμενη στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως αυτές θεμελιώνονται στην διάταξη 288 ΑΚ και 914 ΑΚ. Σημειωτέον ότι, το Δικαστήριο δεν επέρριψε μερίδιο ευθύνης στον εντολέα μας, τον οποίο αναγνώρισε ως θύμα απάτης κατά την υφαρπαγή των κωδικών ασφαλείας του, απορρίπτοντας πανηγυρικά ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση συνυπαιτιότητας (συντρέχοντος πταίσματος) που είχε υποβάλλει η εναγόμενη τράπεζα, στην απέλπιδα προσπάθειά της να αποσείσει τις ευθύνες της. Κατόπιν τούτων, το Ειρηνοδικείο Αθηνών υποχρέωσε την Τράπεζα να καταβάλει στον ενάγοντα – εντολέα μας, αφενός, το ποσό της θετικής του ζημίας, ύψους 5.418,88 ευρώ, αφετέρου, το ποσό 1.500,00 ευρώ ως ηθική βλάβη για την ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη, αμφότερα δε τα κονδύλια νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Κήρυξε δε την απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 3.000,00 ευρώ.

Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.