Ιούνιος 2024 – Ακύρωση Διαταγής Πληρωμής ποσού 206.120,00€ και πράξεων εκτέλεσης
Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 364/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών) δια της οποίας ακυρώθηκαν: Διαταγή Πληρωμής ποσού 206.120,00€ (πλέον τόκων), επιταγή προς εκτέλεση ποσού 235.206,71€ (πλέον τόκων υπερημερίας) και το κατασχετήριο εις χείρας τρίτων δυνάμει του οποίου είχε επιβάλει κατάσχεση εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σε όλες τις ημεδαπές τράπεζες. Παράλληλα, επιδικάστηκαν υπέρ των εντολέων μας δικαστικά έξοδα ποσού 8.000€.
Με την υπ’ αριθ. 364/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών) συνεκδικάστηκαν η ανακοπή κατά της Διαταγής Πληρωμής που είχε εκδώσει η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η ανακοπή κατά της επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εντολέως μας εταιρείας και των εγγυητών – φυσικών προσώπων με την κοινοποίηση κατασχετηρίου εις χείρας τρίτων.
Οι ανακοπές έγιναν καθολικά δεκτές από το Δικαστήριο, το οποίο και ακύρωσε ολικά: 1) τη Διαταγή Πληρωμής του Πρωτοδικείου Αθηνών ποσού 206.120,00€ (πλέον τόκων), 2) την επιταγή προς εκτέλεση ποσού 235.206,71€ (πλέον τόκων υπερημερίας) και 3) το κατασχετήριο εις χείρας τρίτων, με το οποίο η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις είχε δεσμεύσει όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εντολέως μας εταιρείας και των εγγυητών φυσικών προσώπων. Παράλληλα, επιδικάστηκαν υπέρ των εντολέων μας (εταιρείας και εγγυητών) δικαστικά έξοδα ποσού 8.000€.
Ο λόγος που έγινε δεκτός από το Δικαστήριο είναι η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, διότι: «(…) η καθ’ ης προέβη εν μέσω διαπραγματεύσεων περί ρύθμισης της οφειλής τους, που είχαν ήδη εκκινήσει με την αρχική δικαιούχο τράπεζα (…), στις παραπάνω πράξεις (ενν. αναγκαστικής εκτέλεσης), προβάλλοντας προτάσεις συμβιβασμού ασυμβίβαστες με τις εκτιθέμενες αναλυτικά στα δικόγραφα (των ανακοπών) συνθήκες και καταστάσεις.».
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η δράση της εταιρείας διαχείρισης αποσκοπούσε ήδη από την αρχή στην επίσπευση μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και τη βίαιη αποστέρηση περιουσιακών στοιχείων, μη ανταποκρινόμενη στις διαπραγματεύσεις, που λάμβαναν χώρα σε τρία επίπεδα (διαπραγματεύσεις στα πλαίσια του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, οργανωμένες διαπραγματεύσεις στο πεδίο του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών και διμερείς διαπραγματεύσεις).
Αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών κρίθηκε ότι οι οφειλέτες εντολείς μας υπέβαλαν νομίμως αντιπρόταση ρύθμισης οφειλών προς την τράπεζα, η οποία όμως δεν ανταποκρίθηκε, ως όφειλε.
Όσον αφορά στον Εξωδικαστικό Μηχανισμό Ρύθμισης Οφειλών, η αρχική δικαιούχος τράπεζα είχε συναινέσει να συμμετάσχει στη διαδικασία και η διαδικασία είχε φθάσει έως τον διορισμό εμπειρογνώμονα. Ωστόσο, η αρχική δικαιούχος τράπεζα μεταβίβασε τις απαιτήσεις της σε αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού και ανατέθηκε η διαχείρισή τους σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης λόγω τυπικής πλημμέλειας και -ως εκ τούτου- θα έπρεπε να επανυποβληθεί. Ωστόσο, η καθ’ ης κοινοποίησε στο μεσοδιάστημα καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, εκκινώντας τις διαδικασίες δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι: «παράλληλα οι ανακόπτοντες εξακολούθησαν τις διμερείς συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις με την καθ’ ης, ώστε να ρυθμιστεί η φερόμενη οφειλή τους, με έγγραφη αλληλογραφία.». Εντούτοις, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα «και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι μεταξύ τους διμερείς επικοινωνίες, κατέθεσε την αίτησή της για την έκδοση της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής (…), την οποία εντελώς απρόσκοπτα επέδωσε στους ανακόπτοντες στον Μάιο του 2022.».
Το Δικαστήριο διέγνωσε με αναλυτικό σκεπτικό ότι οι οικονομικές δυσκολίες της πρωτοφειλέτριας εταιρείας προήλθαν από γεγονός για το οποίο δεν ευθύνεται, ήτοι από το αναγκαστικό κούρεμα των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (PSI) διότι συναλλάσσεται με δημόσια νοσοκομεία και πληρωνόταν με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, η αξία των οποίων απομειώθηκε αναγκαστικά στο ήμισυ.
Ωστόσο, το Δικαστήριο διέγνωσε ότι: «η πρώτη ανακόπτουσα άρχισε να επανέρχεται στους πρότερους ρυθμούς της, άνοιξε το πελατολόγιό της προς τα ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και αναμένεται πως η οικονομική της κατάσταση θα ανακάμψει με βεβαιότητα και όχι μακροπρόθεσμα». Έτσι, κρίθηκε ότι: «Με βάση τα παραπάνω, καταδεικνύεται ότι η καθ’ ης καταχρηστικά προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης Διαταγής Πληρωμής, εν μέσω διαπραγματεύσεων και υπό το πρίσμα των εμπορικών και εν γένει οικονομικών συνθηκών, που αναλυτικά εκτέθηκαν, με μόνο σκοπό να προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των ανακοπτόντων.».