Φεβρουάριος 2025 – Επιτυχής διαμεσολάβηση σε υπόθεση επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής ανηλίκου τέκνου
Επιτυχής διαμεσολάβηση ρύθμισε επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή ανήλικου τέκνου με σπάνια ασθένεια και ιδιαίτερο πρόγραμμα γονέα, εξασφαλίζοντας το βέλτιστο συμφέρον του.
Ο εντολέας προσήλθε στην εταιρεία μας εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να προχωρήσει στην άσκηση αγωγής αναφορικά με την επιμέλεια και το δικαίωμα επικοινωνίας του με την ανήλικη κόρη του.
Η υπόθεση παρουσίαζε σημαντικές ιδιαιτερότητες, τις οποίες κληθήκαμε να διαχειριστούμε με προσοχή και ευαισθησία. Ειδικότερα, το ανήλικο τέκνο αντιμετώπιζε μία σπάνια, για την ηλικία του, αυτοάνοση και χρόνια ασθένεια, γεγονός που καθιστούσε αναγκαία την εξασφάλιση σταθερότητας και ενισχυμένης φροντίδας στην καθημερινότητά του. Παράλληλα, ο πατέρας – και εντολέας μας – έχει επαγγελματικό πρόγραμμα που προβλέπει εργασία για 20 ημέρες τον μήνα και 11 ημέρες ανάπαυσης (ρεπό), χωρίς όμως σταθερές ημερομηνίες, δημιουργώντας έτσι πρόσθετες προκλήσεις ως προς τη ρύθμιση του χρόνου επικοινωνίας. Επιπλέον, η μητέρα εξέφρασε την πρόθεσή της να μετοικήσει σε άλλο Δήμο, γεγονός που θα επέφερε σημαντική μεταβολή στο βιοτικό κέντρο του παιδιού και θα επηρέαζε άμεσα τη ρουτίνα του, αλλά και τις δυνατότητες άσκησης γονεϊκής μέριμνας από τον πατέρα.
Σημειώνεται ότι είχε προηγηθεί η έκδοση προσωρινής διαταγής και, στη συνέχεια, απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ρυθμίστηκαν προσωρινά τα επίδικα ζητήματα, χωρίς όμως αυτή η ρύθμιση να ανταποκρίνεται ουσιωδώς στο πραγματικό και βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Συγκεκριμένα, ορίστηκε ότι η επικοινωνία του πατέρα με το παιδί θα πραγματοποιείται από την 1η έως την 11η ημέρα κάθε μήνα, χωρίς να ληφθεί υπόψη το ιδιαίτερο επαγγελματικό του πρόγραμμα. Η ασυμβατότητα αυτή οδήγησε σε πρακτικά προβλήματα στην εφαρμογή της απόφασης, γεγονός που όχι μόνο δεν συνέβαλε στην εξομάλυνση της κατάστασης, αλλά επέτεινε τις εντάσεις μεταξύ των γονέων και επηρέασε αρνητικά την ψυχοσυναισθηματική ισορροπία του τέκνου.
Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης και τη λεπτότητα των ζητημάτων που ανέκυπταν, κρίναμε σκόπιμο να προσεγγίσουμε τη διαφορά με εργαλείο τη διαμεσολάβηση, όχι μόνο στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας για το παραδεκτό της αγωγής, αλλά και ως μία ουσιαστική ευκαιρία εξωδικαστικής επίλυσης. Κατόπιν μακρών και εντατικών διαπραγματεύσεων και με ουσιαστική κατανόηση των αναγκών όλων των εμπλεκομένων μερών, δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη σύναψη μιας βιώσιμης και κοινώς αποδεκτής συμφωνίας, η οποία αντανακλά την πραγματική βούληση των γονέων και εξυπηρετεί ουσιαστικά το συμφέρον του τέκνου.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο της συμφωνίας προβλέφθηκε ότι η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου θα ασκείται από κοινού και εξίσου από αμφότερους τους γονείς, διασφαλίζοντας έτσι την ισόρροπη συμμετοχή και των δύο στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τη ζωή και την ανάπτυξη του παιδιού. Συμφωνήθηκε επίσης ότι το ανήλικο τέκνο θα διαμένει με τη μητέρα του για 20 ημέρες κάθε μήνα στη νέα της κατοικία και με τον πατέρα του για 11 ημέρες, αναλόγως των ημερών ανάπαυσης (ρεπό) που προβλέπει το επαγγελματικό του πρόγραμμα. Παράλληλα, ενσωματώθηκε πρόβλεψη για επιπλέον δυνατότητα επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί ακόμη και κατά τις ημέρες διαμονής του με τη μητέρα, εφόσον υπάρχει μεταξύ τους συνεννόηση και συντρέχει σχετική επιθυμία του τέκνου και περαιτέρω συμφωνήθηκε καθημερινή εξ αποστάσεως επικοινωνία, προκειμένου να διατηρείται και να ενισχύεται η συναισθηματική σύνδεση μεταξύ πατέρα και παιδιού. Τέλος, συμφωνήθηκε και το ύψος της μηνιαίας διατροφής, το οποίο καθορίστηκε με γνώμονα τις οικονομικές δυνατότητες αμφοτέρων των γονέων και τις ιδιαίτερες ανάγκες του ανηλίκου τέκνου.
Η εν λόγω συμφωνία αποτυπώθηκε επισήμως σε Πρακτικό Επιτυχούς Διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, το οποίο μετά την κατάθεσή του στη γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, κατέστη εκτελεστός τίτλος, αποκτώντας ισχύ ισοδύναμη με εκείνη δικαστικής απόφασης. Από την υπόθεση αυτή αναδεικνύεται εναργώς η σημασία του θεσμού της διαμεσολάβησης ως εργαλείου ουσιαστικής επίλυσης οικογενειακών διαφορών, ιδίως όταν αυτές άπτονται της ευαίσθητης φύσης θεμάτων επιμέλειας και επικοινωνίας με ανήλικα τέκνα. Παράλληλα, καθίσταται σαφές ότι ο σύγχρονος νομικός, οφείλει να επιδεικνύει ευελιξία και διορατικότητα, προσαρμόζοντας τη στρατηγική του στις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης.