Η πτώχευση μικρού αντικειμένου και η απαλλαγή του υπερχρεωμένου οφειλέτη στο πλαίσιο του νέου πτωχευτικού κώδικα
Της Αλεξάνδρας Γιάκη, εταίρου διαχειρίστριας
Με τον νόμο 4738/2020 εισήχθη στην χώρα μας ένα ολοκληρωμένο και συμπαγές πλαίσιο διαχείρισης της αφερεγγυότητας φυσικών και νομικών προσώπων, ανεξαρτήτως, μάλιστα, της τυχόν εμπορικής ή μη ιδιότητάς τους. Τo πλαίσιο αυτό καταλαμβάνει και αντιμετωπίζει κάθε στάδιο αφερεγγυότητας, από την πρόληψη αυτής, με τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης, την αντιμετώπισή της μέσω της ρύθμισης οφειλών με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, την ανάκτηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων μέσω του θεσμού της εξυγίανσης και, τέλος, σε περίπτωση πτώχευσης, την απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη από τα χρέη του.
Στο παρόν άρθρο εστιάζουμε, ειδικότερα, στον θεσμό της πτώχευσης μικρού αντικειμένου, που ήδη συγκεντρώνει το έντονο ενδιαφέρον υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και μικρών επιχειρήσεων, καθώς παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα μιας «δεύτερης ευκαιρίας» (fresh start) δια της απαλλαγής του από τις οφειλές του, μετά την ολοκλήρωση της προβλεπόμενης διαδικασίας.
I. Εισαγωγή
Με τον ν. 4738/2020 εισήχθη ο θεσμός της αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου, που διαρθρώνεται στα άρθρα 172 έως 188 του ως άνω νόμου. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2, πτώχευση μικρού αντικειμένου ορίζεται αυτή στην οποία ο οφειλέτης πληροί τα τρία κριτήρια προσδιορισμού της μικρής οντότητας σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα (ν. 4308/2014). Συνεπώς, οι διατάξεις για την μικρή πτώχευση εφαρμόζονται, όταν ο οφειλέτης/επιχείρηση συγκεντρώνει τα ακόλουθα κριτήρια:
- Σύνολο ενεργητικού όχι μεγαλύτερο από 350.000,00 €.
- Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών όχι μεγαλύτερο από 700.000,00 €.
- Μέσος όρος απασχολούμενων ανά χρήση έως 10 άτομα.
Στην περίπτωση, όμως, των φυσικών προσώπων, μοναδική προϋπόθεση προκειμένου να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις της πτώχευσης μικρού αντικειμένου είναι αυτή που αναφέρεται στο ύψος του ενεργητικού. Δηλαδή, η περιουσία του οφειλέτη, κινητή και ακίνητη, όπως αυτή προκύπτει κατ’ αρχάς από τις φορολογικές του δηλώσεις, ΔΕΝ πρέπει να ξεπερνά τις 350.000,00€.
ΙΙ. Οι προϋποθέσεις της πτώχευσης
Οι προϋποθέσεις της πτώχευσης μικρού αντικειμένου δεν διακρίνονται καταρχήν από τις αντίστοιχες της πτώχευσης μεγάλου αντικειμένου. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 77, σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που βρίσκεται σε παύση πληρωμών, με την έννοια ότι αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (αντικειμενική προϋπόθεση της παύσης πληρωμών). Η παύση πληρωμών θα συντρέχει εφόσον προκύπτει αρνητική σχέση μεταξύ της ρευστότητας του οφειλέτη και των υποχρεώσεών του, δηλαδή αν ο οφειλέτης δεν μπορεί με τα εισοδήματά του να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Ωστόσο, στην περίπτωση της πτώχευσης μικρού αντικειμένου, ισχύει, κατά τη διάταξη του άρθρου 77 του ν. 4738/2020, ένα ειδικότερο τεκμήριο παύσης πληρωμών, κατά το οποίο ο οφειλέτης τεκμαίρεται ότι βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών και υπό την προϋπόθεση ότι η μη εξυπηρετούμενη οφειλή υπερβαίνει το ποσό των 30.000,00 ευρώ. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμη και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: ο οφειλέτης έχει συνολικά οφειλές 45.000,00 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 35.000,00 ευρώ συνιστά την οφειλή προς χρηματοδοτικά ιδρύματα και είναι ληξιπρόθεσμη για περίοδο οκτώ μηνών. Εν προκειμένω, τεκμαίρεται ότι βρίσκεται σε παύση πληρωμών.
Πρέπει, περαιτέρω, να συντρέχει και η υποκειμενική προϋπόθεση της συνδρομής πτωχευτικής ικανότητας του οφειλέτη. Με τον ν. 4738/2020, η πτωχευτική ικανότητα αποσυνδέθηκε από την εμπορική ιδιότητα και, πλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 76, «Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα φυσικά πρόσωπα. Πτωχευτική ικανότητα έχουν επίσης τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικά σκοπό».
Ειδικότερα, η προϋπόθεση της επάρκειας των μη βεβαρυμμένων στοιχείων της περιουσίας ή των εισοδημάτων του οφειλέτη.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 του ν. 4738/2020, εφόσον πιθανολογείται ότι τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της περιουσίας του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη δεν υπερβαίνουν το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης ή αν είναι υψηλότερο, το δωδεκαπλάσιο του ακατασχέτου της παρ. 2 του άρθρου 33 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, δεν διορίζεται σύνδικος, αλλά το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας (στο εξής ΗΜΦ) (επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το σχετικό δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ, οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης ανέρχεται για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό στο ποσό των 6.448,00 ευρώ, ενώ το δωδεκαπλάσιο του ακατασχέτου στο ποσό των 15.000,00 ευρώ).
Συνεπώς, πτώχευση κηρύσσεται μόνον εφόσον τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας μπορούν να καλυφθούν από τη μη βεβαρυμμένη περιουσία του οφειλέτη (δηλαδή τα στοιχεία της περιουσίας του που δεν βαρύνονται με υποθήκη, προσημείωση, ενέχυρο) ή από το μέρος του εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής του ή το ποσό των 15.000,00 ευρώ ετησίως (δωδεκαπλάσιο του ακατασχέτου). Σε αντίθετη περίπτωση, δεν κηρύσσεται πτώχευση, δεν ορίζεται σύνδικος της πτώχευσης, αλλά το όνομα του οφειλέτη εγγράφεται στο ΗΜΦ και οι πιστωτές διατηρούν τα ατομικά καταδιωκτικά τους μέτρα. Από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης στο ΗΜΦ ξεκινά και η τριετία για την απαλλαγή του οφειλέτη, σύμφωνα με όσα αναφέρονται κατωτέρω.
ΙΙΙ. Η διαδικασία της αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου
Η διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση υποβολής αίτησης μικρού αντικειμένου – η οποία υποβάλλεται μέσω του ΗΜΦ – διαφοροποιείται ανάλογα αν ασκηθεί ή όχι κύρια παρέμβαση από κάποιον από τους πιστωτές.
Έτσι, σε περίπτωση που δεν ασκηθεί κύρια παρέμβαση από κάποιον πιστωτή, το άρθρο 173 του ν. 4738/2020 ορίζει ότι η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη τη διαπίστωση παρέλευσης του χρονικού διαστήματος των 30 ημερών από τη δημοσιοποίησή της στο ΗΜΦ. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η αίτηση γίνεται αυτομάτως δεκτή (χωρίς δηλαδή να εξετάζεται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων) και εναπόκειται στο πτωχευτικό δικαστήριο να κρίνει μόνον εάν τα μη βεβαρυμμένα περιουσιακά στοιχειά του ή το εισόδημά του οφειλέτη, στο μέτρο που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης ή το δωδεκαπλάσιο του ακατασχέτου, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, οπότε θα κηρυχθεί πτώχευση, άλλως θα διαταχθεί η καταχώριση του ονόματός του στο ΗΜΦ.
Αντίθετα, στην περίπτωση άσκησης κύριας παρέμβασης από πιστωτή, ακολουθείται η διαδικασία που ορίζει το άρθρο 177 του ν. 4738/2020. Η διαδικασία αποκτά χαρακτηριστικά δίκης: ακολουθεί η κατάθεση προτάσεων εντός εξήντα ημερών από τη δημοσιοποίηση της αίτησης στο ΗΜΦ και προσθήκης αντίκρουσης εντός επιπλέον προθεσμίας 5 ημερών. Κατόπιν, ορίζεται τυπική συζήτηση, κατά την οποία η αίτηση συζητείται, χωρίς την παράσταση των διαδίκων.
IV. Ο απώτερος στόχος της πτώχευσης: η απαλλαγή του οφειλέτη
Το ερώτημα που ανακύπτει εύλογα είναι για ποιον λόγο ο οφειλέτης να υποβάλει αίτηση, με την οποία θα ζητά την κήρυξή του σε πτώχευση ή την καταχώριση του ονόματός του στο μητρώο φερεγγυότητας. Στόχος του υπερχρεωμένου οφειλέτη θα είναι η απαλλαγή του από τις οφειλές που υπήρχαν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης πτώχευσης, κατά τους όρους των άρθρων 192 επ.. Η εν λόγω απαλλαγή, σε αντίθεση με ό, τι συνέβαινε στο προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο, επέρχεται αυτοδικαίως, με μόνη την παρέλευση του κατωτέρω αναφερόμενου χρονικού διαστήματος, χωρίς δηλαδή να απαιτείται νέα προσφυγή σε δικαστήριο για τη διαπίστωση ή την κήρυξη της απαλλαγής.
Ειδικότερα, το άρθρο 192 του ν. 4738/2020 προβλέπει ότι «Με την επιφύλαξη της παρ. 2, ο οφειλέτης – φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι, τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή την καταχώριση της παρ. 4 του άρθρου 77, εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του».
Μάλιστα, η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να επέλθει σε ένα (1) μόλις έτος, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
- Ο οφειλέτης έχει κηρυχθεί σε πτώχευση (δηλαδή δεν έχει διαταχθεί η καταχώριση του ονόματός του στο μητρώο, καθώς στην τελευταία περίπτωση η απαλλαγή προϋποθέτει πάντοτε την παρέλευση τριετίας).
- Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ.
Εφόσον, λοιπόν, συντρέχουν οι ως άνω δύο προϋποθέσεις, ο οφειλέτης μπορεί να απαλλαγεί σε μόλις ένα έτος από την κήρυξή του σε πτώχευση. Σημειωτέον ότι, η απαλλαγή επέρχεται ως προς το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη που υπήρχαν κατά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, εξαιρουμένων οφειλών από δόλο ή βαριά αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη, οφειλών το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (πλην της περίπτωσης όπου το βασικό αδίκημα είναι η μη καταβολή χρεών) και οφειλών διατροφής.
Η απαλλαγή, πάντως, δεν επέρχεται εντός των ως άνω αναφερόμενων χρονικών διαστημάτων,σε περίπτωση που ασκηθεί προσφυγή κατά αυτής, κατά τους όρους του άρθρου 193 του ν. 4738/2020 και για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη αυτή.
Συνοπτικά, η αναφερόμενη στο παρόν πτώχευση αποτελεί μία θεσμική προσπάθεια αξιολόγησης του ενεργητικού του οφειλέτη και αξιοποίησής του για την –περιορισμένη έστω- ικανοποίηση των δανειστών του, και με βάση την αξία που προκύπτει, επιγενόμενης εν τέλει απαλλαγής του οφειλέτη. Παρ’ όλα αυτά, ο δανειστής, εφόσον θεωρεί ότι θίγονται τα περιουσιακά του δικαιώματα, μπορεί να εναντιωθεί στην κήρυξη της πτώχευσης με την άσκηση παρέμβασης, ισχυριζόμενος λ.χ. ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα αδυναμία πληρωμών ή ότι καταχρηστικά έχει υποβληθεί η αίτηση πτώχευσης, διότι ο οφειλέτης αποξενώθηκε δολίως από την περιουσία του, ή, μεταγενέστερα, μπορεί να εναντιωθεί στην απαλλαγή του οφειλέτη, επικαλούμενος ότι από δόλο ο οφειλέτης περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών ή ότι δεν συνεργάστηκε με τους δανειστές του σε προγενέστερα στάδια, ή έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα κ.λπ. Σαφώς, ο οφειλέτης μπορεί να αντικρούσει τους ισχυρισμούς αυτούς. Το πτωχευτικό Δικαστήριο τέμνει τη διαφορά με την απόφασή του.
Μετά τις αλλαγές, δε, που επέφερε ο ν. 5072/2023, προβλέπεται ότι, μετά το πέρας της προθεσμίας απαλλαγής, ο εισηγητής δικαστής, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, και αφού λάβει έκθεση του συνδίκου και εφόσον δεν εκκρεμεί προσφυγή κατά της απαλλαγής, εκδίδει πράξη με την οποία διαπιστώνει την επέλευση της απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές του.
V. Συμπέρασμα
Ο σχετικά νέος θεσμός της πτώχευσης μικρού αντικειμένου επιτρέπει σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, που πληρούν τους ορισμούς του νόμου, να ακολουθήσουν μία απλοποιημένη διαδικασία, προκειμένου να κηρυχθούν σε πτώχευση και, ακολούθως, να επέλθει η απαλλαγή είτε του ίδιου του αιτούντος φυσικού προσώπου είτε των νομίμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου, υπό τους όρους του άρθρου 195 του ν. 4738/2020.
Η αυτόματη διαδικασία αποδοχής της αίτησης πτώχευσης, σε περίπτωση που δεν ασκηθεί παρέμβαση, καθώς και η αυτόματη και αυτοδίκαιη απαλλαγή από το σύνολο των οφειλών του, μετά την παρέλευση του προβλεπόμενου διαστήματος, σίγουρα αποτελεί σημαντικό κίνητρο για τους υπερχρεωμένους οφειλέτες, προκειμένου να καταφύγουν στην εν λόγω διαδικασία. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, το «τίμημα» της απαλλαγής τους από το σύνολο των οφειλών που υπήρχαν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, είναι η απώλεια του συνόλου της περιουσίας τους, η οποία είτε θα ρευστοποιηθεί από τον σύνδικο της πτώχευσης (σε περίπτωση κήρυξης πτώχευσης) είτε από τους ατομικούς πιστωτές του οφειλέτη (σε περίπτωση καταχώρισης του ονόματος του οφειλέτη στο ΗΜΦ). Με τον τρόπο, πάντως, αυτόν, επιτυγχάνεται η νέα αρχή, το fresh start, για τον υπερχρεωμένο οφειλέτη, που αποτελούσε και τη βασική επιδίωξη της Οδηγίας που οδήγησε στη θέσπιση του ν. 4738/2020.