Ιούλιος 2023 – Ακύρωση σύμβασης εγγύησης σε αλληλόχρεο λογαριασμό
Ακύρωση σύμβασης εγγύησης σε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό λόγω πλαστογραφίας της τεθείσας υπογραφής. Περιορισμός ευθύνης εγγυητή σε σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Επιδίκαση ποσού ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Μεταξύ τράπεζας και ομόρρυθμης εταιρείας είχε καταρτιστεί η από Ιουλίου 1997 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Αυθημερόν καταρτίστηκε πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με εγγυητές – μεταξύ άλλων – την ενάγουσα εντολέα μας. Στη συνέχεια μέχρι τον Νοέμβριο του 2001 ακολούθησαν πέντε πρόσθετες πράξεις, οι οποίες αύξησαν το πιστωτικό όριο έως του ποσού των 81.500.000 δρχ. Η αντίδικος τράπεζα ισχυριζόταν ότι τον Νοέμβριο του 2001 φέρεται πως καταρτίστηκε μία ακόμα σύμβαση εγγύησης μεταξύ της εντολέως μας και της τράπεζας, με την οποία ανέλαβε την εγγυητική ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από όλες τις ως άνω πρόσθετες πράξεις. Μετά την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, εκδόθηκε Διαταγή Πληρωμής, με την οποία η τράπεζα ζητούσε από την εντολέα μας (ως φερόμενη εγγυήτρια) την καταβολή ποσού 240.000€ ως μέρος της συνολικής απαίτησης ποσού 490.500€.
Από το Δικαστήριο, όμως, κρίθηκε ότι: «Από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η φερόμενη υπογραφή της ενάγουσας που έχει τεθεί στην από 28/11/2001 σύμβαση εγγύησης είναι πλαστή καθώς δεν έχει τεθεί από την ίδια, αλλά ούτε και κατ’ εντολή ή εξουσιοδότησή της. Ειδικότερα, από τη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του ειδικού δικαστικού γραφολόγου (…) προκύπτει ότι η υπογραφή που έχει τεθεί στην από 28/11/2001 σύμβαση εγγύησης παρουσιάζει πολυάριθμες και σημαντικές γραφολογικά διαφορές σε σχέση με τον υπογραφικό τύπο της ενάγουσας, όπως αυτός προκύπτει από το αναφερόμενο στην πραγματογνωμοσύνη συγκριτικό υλικό συνιστάμενες στα εξής: (…)». Περαιτέρω κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι: «(…) ακόμα και μεταξύ της ολόγραφης υπό έλεγχο υπογραφής και της δειγματικής γραφής της ενάγουσας καθίσταται προφανής η διαφορετική φυσιογνωμία των χαράξεων». Κατά το συμπέρασμα του δικαστικού γραφολόγου: «η υπο έλεγχο υπογραφή (…) δεν πληροί τις προϋποθέσεις γνησιότητας και συνεπώς δεν είναι γνήσια υπογραφή της τεθείσας δια χειρός της, αλλά έχει χαραχθεί από τρίτο άγνωστο πρόσωπο, με κατά προσέγγιση και μόνο απομιμητική προσπάθεια του υπογραφικού της τύπου». Επομένως, το Δικαστήριο μετά και από την μη λήψη υπόψιν της ιδιωτικής γνωμοδότησης της τράπεζας, καθ’ ότι δεν κρίθηκε πειστική, έκρινε ότι: «αποδεικνύεται ότι η υπογραφή στην από 28/11/2001 σύμβαση εγγύησης είναι πλαστή, καθώς δεν έχει τεθεί από το χέρι της ενάγουσας. Εξάλλου δεν προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι η ενάγουσα εξουσιοδότησε τρίτο πρόσωπο να υπογράψει αντ’ αυτής (…) ή ότι ενέκρινε εκ των υστέρων την ενέργεια αυτή. Επομένως, (…) πρέπει να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η παρασχεθείσα εκ μέρους της εγγύηση». Με αυτό τον τρόπο επιτεύχθηκε η ακύρωση της σύμβασης εγγύησης που φερόταν να είχε υπογραφεί για τις πρόσθετες πράξεις και η απελευθέρωση του εντολέα από σημαντικό ποσό οφειλών.
Σχετικά με την εγγυητική ευθύνη της εντολέως μας από την σύμβαση εγγύησης που υπεγράφη τον Ιούλιο του 1997 το Δικαστήριο δέχθηκε περιορισμό της ευθύνης της εγγυήτριας στο ποσό των 14.673,51€. Κρίθηκε ότι η εγγυήτρια της απαίτησης του δανειστή για την πληρωμή από μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου που θα προκύψει από την λειτουργία σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό ευθύνεται μέχρι του ποσού για το οποίο δόθηκε εγγύηση, ασχέτως από τη σύναψη πολυάριθμων πρόσθετων πράξεων αύξησης του πιστωτικού ορίου, αφού δε συμβλήθηκε ως εγγυήτρια σε καμία πρόσθετη πράξη. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η πλαστογράφηση της υπογραφής της εντολέως μας επιτεύχθηκε «λόγω βαριάς αμέλειας που επέδειξαν οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης, οι οποίοι, κατά παράβαση της συναλλακτικής καλής πίστης και τις κατά τραπεζικές συνήθειες πρακτική, ενήργησαν πλημμελώς και χωρίς την επιβαλλόμενη από τις συντρέχουσες περιστάσεις προσοχή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους». Η εντολέας μας υπέστη, κατά το Δικαστήριο, ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην ψυχική αναστάτωση, άγχος και ταλαιπωρία που της προκάλεσε το γεγονός ότι φέρεται οφειλέτρια για ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, το οποίο βαραίνει αδικαιολόγητα την περιουσία της και την εμφανίζει αφερέγγυα ενώπιον τρίτων προσώπων και για την αναγνώριση της ανυπαρξίας του οποίου αναγκάστηκε να υποβληθεί σε δικαστικούς αγώνες. Έτσι, της επιδικάστηκε το ποσό των 5.000€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.