Ιούνιος 2023 – Τελεσίδικη ακύρωση κατασχετήριας έκθεσης λόγω μη νόμιμης επικύρωσης των φερόμενων ως νομιμοποιητικών εγγράφων της επισπεύδουσας
Εκδόθηκε πρόσφατα η υπ’ αριθμ. 2857/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία αφού εξέτασε έφεση της αντιδίκου επισπεύδουσας πλειστηριασμού εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων, απέρριψε κατ’ ουσίαν αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, υπ’ αριθμ. 959/2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχαν ακυρωθεί οι ένδικες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που είχε διενεργήσει η αντίδικος (επιταγές προς πληρωμή, αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων) εις βάρος εντολέων μας.
Ειδικότερα, η πρωτόδικη απόφαση, αποδεχόμενη την νομική και ουσιαστική βασιμότητα του προβληθέντος λόγου ανακοπής μας, είχε ακυρώσει τις επίμαχες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω έλλειψης έγγραφης απόδειξης, ήτοι πιο συγκεκριμένα λόγω του γεγονότος ότι η επισπεύδουσα κατά την κοινοποίηση των φερόμενων ως νομιμοποιητικών εγγράφων που υποτίθεται τεκμηρίωναν την εξουσία της να προβεί σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, τα οποία είχε υποχρέωση να κοινοποιήσει κατ’ ά. 925 του ΚΠολΔ, κοινοποίησε αυτά χωρίς να έχει προβεί προηγουμένως σε νόμιμη επικύρωσή τους, αντίθετα προέβη σε κοινοποίηση απλών φωτοτυπιών προηγουμένως επικυρωμένων εγγράφων.
Η αντίδικος προέβαλε με την έφεσή της ότι δήθεν η κάθε μία από τις επιταγές προς πληρωμή που επέδωσε κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου του κάθε εκτελεστού τίτλου με τον οποίο είχε εξοπλιστεί (επρόκειτο για περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση 2 διαταγές πληρωμής), συναποτελούσαν μαζί με το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου των επίμαχων διαταγών πληρωμής και τα φερόμενα ως νομιμοποιητικά έγγραφα που συγκοινοποιήθηκαν ενιαίο έγγραφο, το οποίο έφερε σφραγίδα του πληρεξούσιου δικηγόρου της σε όλες τις σελίδες και υπογραφή του στο τέλος έκαστης επιταγής προς πληρωμή/εκτέλεση.
Ωστόσο, η ως άνω εφετειακή απόφαση απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό της αντιδίκου με το εξής αιτιολογικό, «Ωστόσο από την επισκόπηση των εγγράφων αυτών προκύπτει ότι σε όλα τα φύλλα, πραγματικά στην ένωσή τους έχει τοποθετηθεί μόνο η σφραγίδα του δικηγόρου της εκκαλούσας και όχι η υπογραφή και ότι στην πρώτη σελίδα της επιταγής γίνεται μνεία ότι επικυρώνεται το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου ενώ πιο κάτω αναφέρεται ότι με την παρούσα επιταγή συγκοινοποιούνται σε νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα τα κάτωθι έγγραφα χωρίς καμία αναφορά ότι επικυρώνονται και αυτά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας. Από δε τα ίδια τα έγγραφα, τα οποία συγκοινοποιούνται ως προαναφέρθηκε δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι δεν επικυρώθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας κατά τον χρόνο επικύρωσης του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου των αλλά ότι πρόκειται για ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα προηγουμένως επικυρωμένων αντιγράφων.», ακολουθώντας την απολύτως κρατούσα στην νομολογία και την θεωρία άποψη ότι η διάταξη του ά. 925 του ΚΠολΔ εννοεί την κοινοποίηση πρωτοτύπων ή νομίμως επικυρωμένων αντιγράφων.
Περαιτέρω, η ως άνω εφετειακή απόφαση απέρριψε και τον δεύτερο προβαλλόμενο λόγο έφεσης της αντιδίκου με τον οποίο παραπονείτο για τάχα υπερβολικά υψηλή δικαστική δαπάνη, την οποία είχε επιδικάσει εις βάρος της η πρωτόδικη απόφαση, ύψους 4.500 ευρώ, με το σκεπτικό ότι αυτή ήταν σύμφωνη με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δικηγόρων, όπως αναλυτικά άλλωστε εκθέταμε κατά την αντίκρουση του σχετικού λόγου εφέσεως της αντιδίκου.
Πρέπει, τέλος, στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης είναι μια αυστηρή/τυπική διαδικασία, η παράβαση των εγγυήσεων της οποίας, μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που στρέφονται κατά του καθ’ ου η εκτέλεση. Για τον λόγο αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τον οφειλέτη ο ενδελεχής έλεγχος σχετικών πλημμελειών που έχουν εμφιλοχωρήσει στην διαδικασία από την μεριά του επισπεύδοντος και η τεκμηριωμένη ανάδειξή τους ενώπιον του Δικαστηρίου. Ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας που διενεργείται κατά του οφειλέτη, έστω και για τυπικό λόγο, δυνητικά μπορεί να λειτουργήσει προτρεπτικά προς την εταιρεία διαχείρισης να είναι πιο διαλλακτική και ευεπίφορη σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, μέσω της επίτευξης ρεαλιστικής συμφωνίας ρύθμισης των απαιτήσεων που διατηρεί έναντι του οφειλέτη.