Κτήση νηολογημένου πλοίου από μη κύριο σε αναγκαστικό πλειστηριασμό
Σταύρος Θεοδωρόπουλος, Εταίρος
Δικονομικά ζητήματα του δικαίου της επιχείρησης
Ι. Εισαγωγικά:
Α. Το εμπράγματο δίκαιο, η τυπική και ουσιαστική δημοσιότητα.
Το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις του ατόμου με τα πράγματα το ονομάζουμε εμπράγματο δίκαιο. Μία από αυτές τις ρυθμιζόμενες έννομες σχέσεις είναι η κυριότητα, ήτοι το δικαίωμα απόλυτης εξουσίασης επί του πράγματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμπράγματο δίκαιο αποτελεί το πρώτο (από άποψη λογική) απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο προς τον σκοπό οικονομικής εκμετάλλευσης του φυσικού κόσμου για το όφελος και την ευημερία του ανθρώπου.
Κεντρική αρχή του εμπραγμάτου δικαίου είναι η αρχή της δημοσιότητας. Αυτή είναι απαραίτητη για την δημιουργία βέβαιων εμπράγματων σχέσεων και συνεπώς για την διασφάλιση των συναλλαγών. Το δίκαιο πρέπει να λαμβάνει πρόνοια ώστε να γίνονται φανερά τα εμπράγματα δικαιώματα στους τρίτους. Προκειμένου να ικανοποιείται το αίτημα τυπικής δημοσιότητας (θεωρητική έννοια) πρέπει και όντως να παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο να διαπιστώνει ποιος είναι ο κύριος ενός πράγματος, αν υπάρχει αμφισβήτηση του δικαιώματός του, εάν υπάρχουν λοιπά εμπράγματα δικαιώματα επί του πράγματος αυτού. Κατ’ αυτό τον τρόπο αξιολογείται με ασφάλεια η οικονομική αξία του πράγματος για κάθε πράγμα εν σχέσει με κάθε ένα πρόσωπο.
Στον αντίποδα της έννοιας της τυπικής δημοσιότητας, βρίσκεται αυτή της ουσιαστικής δημοσιότητας, ήτοι το αίτημα για την διασφάλιση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των τρίτων στα εξωτερικά στοιχεία που προβλέπει ο νόμος για τη διαπίστωση των εμπράγματων σχέσεων. Δηλαδή, δεν αρκεί ο νόμος να ορίζει τον τρόπο με τον οποίο δημοσιεύονται τυπικά τα εμπράγματα δικαιώματα – πρέπει και να προστατεύει την πίστη, δηλαδή την εμπιστοσύνη, που δείχνουν οι συναλλασσόμενοι στην τυπική αυτή δημοσιότητα.
Β. Η τυπική & ουσιαστική δημοσιότητα συνοπτικά:
Προς μία πρακτική αποσαφήνιση των ανωτέρω, για την μεταβίβαση/σύσταση/κατάργηση/αλλοίωση της κυριότητας, ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος, ο νόμος απαιτεί:
Επί ακινήτων, εγγραφή στα τηρούμενα στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο (προσωποπαγή) βιβλία μεταγραφών και υποθηκών (ΑΚ 1192, 1193, 1260, 1276) ή στο κτηματολογικό βιβλίο (πραγματοπαγές) σε όσες περιοχές έχει εισαχθεί ο θεσμός του κτηματολογίου (ν. 2664/1998). Πρέπει, βέβαια να σημειώσουμε, ήδη από το σημείο αυτό, ότι είναι εν εξελίξει η σταδιακή μετάβαση στο πραγματοπαγές σύστημα τυπικής δημοσιότητας, ανάλογα με την πρόοδο της κτηματογράφησης σε εθνικό επίπεδο.
Επί κινητών, κεντρικό ρολό παίζει η έννοια της νομής [ήτοι η φυσική εξουσία ενός προσώπου επάνω σε κινητό ή σε ακίνητο πράγμα, με τη θέληση να το έχει δικό του (χωρίς η θέλησή του να στηρίζεται πάντοτε σε πραγματικό αντίστοιχο δικαίωμα δικαίωμα λ.χ. κάτοχος)]. Έτσι, η νομή αποκτάται από αυτόν που αποκτά και το δικαίωμα (ΑΚ 1034, 1067,1075, 1143, 1211) ή εφόσον πρόκειται για κατάργηση του δικαιώματος, αυτή επέρχεται με εγκατάλειψη της νομής (ΑΚ 1076, 1243).
Συμπερασματικά, η τυπική δημοσιότητα επιτυγχάνεται με αποτελεσματικότητα μόνο επί ακινήτων και με κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια (ουσιαστική δημοσιότητα), μόνο με το σύστημα του Κτηματολογίου, λόγω του πραγματοπαγούς χαρακτήρα παρακολούθησης των πληροφοριών. Στα κινητά, ωστόσο, κυριαρχεί το σύστημα της φαινομενικής κυριότητας, ήτοι στην εντύπωση που δημιουργείται ότι ο νομέας είναι και ο κύριος του πράγματος. Λόγω, όμως, της μικρής (συγκριτικά) οικονομικής τους σημασίας, δεν παρουσιάζεται και αναγκαίο ένα αυξημένης τυπικότητας σύστημα, καθώς αυτό θα περιόριζε δραστικά την ανταλλαξιμότητα τους ήτοι τον οικονομικό και πρακτικό τους σκοπό.
Γ. Κτήση πράγματος από μη κύριο.
Πως, όμως, το θεσμικό πλαίσιο συμβιβάζει τις αστοχίες του τυπικού συστήματος δημοσιότητας με το αίτημα για διασφάλιση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των τρίτων σε αυτό; Πρόκειται για την ακρίβεια για ένα οντολογικό, αυτοαναφορικό ερώτημα. Πώς το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο διασφαλίζει την σταθερότητά του, όταν επιδιώκει να επιβάλει ένα αυστηρό, τυπικό σύστημα δημοσιότητας, το οποίο όμως είναι τρωτό σε ανθρώπινα λάθη;
Εκκινώντας από τα ακίνητα, τονίζεται ότι υπό το προϊσχύον και ισχύον και σήμερα καθεστώς των μεταγραφών, η κτήση κινητού από μη κύριο δεν ήταν δυνατή. Η κυριότητα αποκτάται με παράγωγο τρόπο, ήτοι ο αποκτών αποκτά ακριβώς εκείνο το δικαίωμα το οποίο είχε ο μεταβιβάζων. Η έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος καθιστά την εμπράγματη δικαιοπραξία (όχι όμως και την ενοχική, ήτοι την αιτία της εμπράγματης) άκυρη. Ο κανόνας αυτός έχει κάποιες ιδιόμορφες εξαιρέσεις.
Ως προς τα κινητά η «βαλβίδα εκτόνωσης» είναι θεσμοθετημένη στον ίδιο τον ΑΚ, στο άρθρο 1036 ΑΚ. Στην πραγματικότητα, το σύστημα φαινομενικής κυριότητας απαιτούσε ως συμπλήρωμα την ΑΚ 1036 σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η κτήση κυριότητας από μεταβιβάζοντα μη κύριο, εφόσον ο αποκτών ήταν κατά το χρόνο παράδοσης της νομής σε καλή πίστη.
Τί ισχύει όμως ως προς κινητά πράγματα, τα οποία λόγω της μεγάλης οικονομικής τους αξίας, ρυθμίζεται ο τρόπος σύστασης/μεταβίβασης/κατάργησης/αλλοίωσης εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αυτών κατά τρόπο παρόμοιο με τα ακίνητα;
II. Το πλοίο ως ιδιόρρυθμο κινητό πράγμα
Κατά το άρθρο 984ΑΚ «Ακίνητα πράγματα είναι το έδαφος και τα συστατικά του μέρα. Κινητά είναι όσα δεν είναι ακίνητα», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 ΚΙΝΔ «Πλοίον, κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, είναι παν σκάφος, χωρητικότητος καθαράς τουλάχιστον δέκα κόρων προωρισμένον όπως κινήται αυτοδυνάμως εν θαλάσση.».
Συνεπώς κατ’ αρχήν το πλοίο είναι κινητό πράγμα.
Όμως:
- Σύμφωνα με το άρθρο 6 ΚΙΝΔ: «Προς μεταβίβασιν της κυριότητος πλοίου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι δια νόμιμόν τινά αιτίαν μετατίθεται εις αυτόν η κυριότης. Η συμφωνία γίνεται εγγράφως και υποβάλλεται εις καταχώρισιν εν τω νηολογίω. Άνευ της κατά το προηγούμενον εδάφιον εγγραφής δεν επέρχεται η μεταβίβασις της κυριότητος του πλοίου.». Ήτοι, για την έγκυρη μεταβίβαση του πλοίου απαιτείται η καταχώριση της σχετικής συμφωνίας σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, το νηολόγιο, κατ’ αναλογία προς το σύστημα μεταγραφής/κτηματικών βιβλίων επί ακινήτων. Σημειώνεται, εδώ, ότι το νηολόγιο είναι πραγματοπαγές σύστημα τυπικής δημοσιότητας.
- Σύμφωνα με το άρθρο 8 ΚΙΝΔ «Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 1192 έως 1195, 1197 και 1199 έως 1204 του Α.Κ.», ήτοι εφαρμόζονται αναλογικά διατάξεις του ΑΚ που αφορούν ακίνητα (περί μεταγραφών).
- Σύμφωνα με τα άρθρα 195 επ. ΚΙΝΔ περί ναυτικής υποθήκης, δεν είναι δυνατό να συσταθεί ενέχυρο επί πλοίου, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 204, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις περί υποθήκης.
- Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 εδ. α’ του ν. 1665/1986, ρητώς εξαιρούνται τα πλοία και τα πλωτά ναυπηγήματα (πλην των πλοίων αναψυχής, ιδιωτικών ή επαγγελματικών) από την έννοια των κινητών, που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Βέβαια, οι ειδικές αυτές διατάξεις δεν καθιστούν το πλοίο ακίνητο πράγμα. Ωσαύτως επισημαίνει και η ΑΠ 55/2021, κατά την οποία, στην περίπτωση που δεν υφίσταται ειδική διάταξη νόμου, η οποία να επιτάσσει επί πλοίων εφαρμογή κανόνων δικαίου περί ακινήτων, το πλοίο θα πρέπει να θεωρείται υποχρεωτικώς ως κινητό.
Εφαρμόζεται, λοιπόν, και το άρθρο 1036 ΑΚ περί της καλόπιστης κτήσης κυριότητας κινητού από μη κύριο (ΑΚ 1036: “Με την εκποίηση κινητού κατά το άρθρο 1034 εκείνος που αποκτά γίνεται κύριος και αν ακόμη η κυριότητα του πράγματος δεν ανήκει σ’ αυτόν που εκποιεί, εκτός αν κατά το χρόνο της παράδοσης της νομής εκείνος που αποκτά βρίσκεται σε κακή πίστη“) επί πλοίων, και δη νηολογημένων;
Κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία, δεν συντρέχει ως προς το πλοίο ο δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως του θεσμού της καλόπιστης κτήσεως κινητού πράγματος από μη κύριο, λόγω της ύπαρξης του νηολογίου και συνεπώς δεν εφαρμόζεται επί νηολογημένων πλοίων (ΑΠ 298/2016 ΕπισκΕΔ 2017). Αν όμως πρόκειται για πλοίο που δεν έχει νηολογηθεί τότε η μεταβίβαση του διέπεται από το κοινό δίκαιο και δεν εμποδίζεται η εφαρμογή των άρθρων 1036 επ. ΑΚ.
Τί συμβαίνει, όμως, επί ανακριβούς εγγραφής στο νηολόγιο;
Σύμφωνα με προσφάτως διατυπωθείσα άποψη, παρά τη σαφή πρόβλεψη του άρθρου 8 ΚΙΝΔ (περί αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων περί μεταγραφών), με την σταδιακή αντικατάσταση του συστήματος μεταγραφών και υποθηκών από το Κτηματολόγιο, δημιουργείται κενό δικαίου, το οποίο θα πρέπει να πληρωθεί από τις ρυθμίσεις του νέου νόμου, ήτοι του ν. 2664/1998 (περί Εθνικού Κτηματολογίου). Σύμφωνα, δε, με την παρ. 4 του άρθρου 13 αυτού: «Σε περίπτωση έγκυρης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κτήσης δικαιώματος από καλόπιστο τρίτο, ο αληθινός δικαιούχος έχει κατ` εκείνου που αναγραφόταν ανακριβώς στα Κτηματολογικά φύλλα ως δικαιούχος μόνο αξίωση απόδοσης του πλουτισμού. Αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών δεν αποκλείεται.». Ήτοι διαμορφώνεται πλαίσιο προστασίας των καλοπίστως συναλλασσομένων αντίστοιχο με εκείνο του άρθρου 1036 ΑΚ. Ήτοι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι καθίσταται κύριος ο αποκτών από μη κύριο στην περίπτωση που το πλοίο είναι νηολογημένο σε περιοχή στην οποία ισχύει το σύστημα του Κτηματολογίου. Άλλωστε η ρύθμιση για τον τρόπο με τον οποίο μεταβιβάζεται το πλοίο είναι σημαντικά διαφορετική από αυτή του ακινήτου, αφού, πέρα από το ακολουθούμενο σύστημα δημοσιότητας, η σύμβαση για τη μεταβίβασή του είναι δυνατό να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου (και όχι συμβολαιογραφικού), ενώ έτι περαιτέρω, νόμιμη αιτία είναι δυνατόν να συνιστά η εξασφάλιση απαιτήσεως, κάτι που δεν γίνεται δεκτό ως νόμιμη αιτία για τη μεταβίβαση ακινήτου (ιδίως στη νομολογία). Η αδυναμία κτήσης πλοίου από μη κύριο συνιστά εσφαλμένη εξ αντανακλάσεως από τα ακίνητα παραδοχή υπό το καθεστώς του παλαιού συστήματος των μεταγραφών.
Προς επίρρωση του επιχειρήματος αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του Κτηματολογίου, επισημαίνεται ότι το νηολόγιο είχε καταστρωθεί ως πραγματοπαγές σύστημα δημοσιότητας, διακρινόμενο από το σύστημα των υποθηκοφυλακείων το οποίο είναι προσωποπαγές, ήτοι τηρούνται οι μερίδες των φυσικών προσώπων. Την συστηματική αυτή αντίφαση (ήτοι εφαρμογή επί πλοίων, που είναι κινητά πράγματα, κανόνων δημοσιότητας πραγματοπαγών, αλλά με ανάλογη εφαρμογή των προσωποπαγών ρυθμίσεων του συστήματος μεταγραφών – άρθρο 8 ΚΙΝΔ) δεν φαίνεται να είχε υπόψη του ο ιστορικός νομοθέτης. Συνεπώς, η καταχώριση εμπράγματων δικαιωμάτων στηρίζεται στην προηγούμενη κάθε φορά καταχώριση εμπράγματου δικαιώματος. Άρα το σύστημα τυπικής δημοσιότητας των πλοίων φαίνεται να ικανοποιεί και την ουσιαστική δημοσιότητα, με συνέπεια η παραδοχή της μη εφαρμογής του κανόνα της 1036ΑΚ να δημιουργεί εν τέλει μεγαλύτερη ανασφάλεια δικαίου από τα τυχόν οφέλη. Και αυτό γιατί, θα πληττόταν καίρια η αξιοπιστία έκαστης προγενέστερης εγγραφής. Άλλωστε, η προσπάθεια κτήσης νηολογημένου πλοίου από πρόσωπο που δεν εμφανίζεται ως κύριος στο νηολόγιο δεν είναι καλόπιστη και συνεπώς δεν δημιουργείται κίνδυνος για την συστηματικότητα της προτεινόμενης ρύθμισης.
Αντίλογος στην άποψη αυτή είναι δυνατόν να διατυπωθεί επί τη βάσει των κάτωθι ειδικότερων παραδοχών: (1) Το άρθρο 6 ΚΙΝΔ απαιτεί μεταβίβαση από κύριο, ενώ η δημοσιότητα του νηολογίου δεν θεραπεύει τυχόν έλλειψη κυριότητας (ήτοι εάν ο κύριος ασκήσει αγωγή κατά του μη κυρίου, ο τελευταίος δεν έχει ένσταση πηγάζουσα από την ιστορική βάση της εγγραφής και μόνον), το δε άρθρο 8, που ορίζει ότι εφαρμόζονται κατά τα λοιπά τα ισχύοντα επί μεταγραφών (και άρα κατ’ αναλογία οι Κτηματολογίου διατάξεις) δεν μπορεί να ισχύσει αφού δεν καταλείπεται πεδίο εφαρμογής του. (2) Υφίσταται σημαντική απόκλιση μεταξύ του διενεργούμενου ελέγχου από τον νηολόγο και τον υπάλληλο του κτηματολογικού γραφείου. Ο τελευταίος κατ’ άρθρο 16 ν.2664/1998 προβαίνει σε εκτενή έλεγχο νομιμότητας της καταχωριζόμενης πράξης, σε αντίθεση με τον νηολόγο, ο οποίος κατά το άρθρο 37 β.δ. 10/17.07.1910, προβαίνει μόνον σε έλεγχο των τυπικών στοιχείων της καταχωρούμενης πράξης. Ήτοι, επί κτηματολογίου, υπάρχουν τα απαραίτητα εχέγγυα ορθής εγγραφής της πράξης – επέρχεται δηλαδή ικανοποιητική σύγκλιση τυπικής και ουσιαστικής δημοσιότητας.
ΙΙΙ. Αλλάζει η απάντηση εάν η μεταβίβαση γίνει μέσω αναγκαστικού πλειστηριασμού;
Το ερώτημα τίθεται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν η εκποίηση δεν λαμβάνει χώρα εκουσίως, αλλά εξαναγκαστικώς, μέσω πλειστηριασμού, ήτοι μέσω τις ιδιόμορφης αυτής δημόσιας διαδικασίας πώλησης, η οποία ρυθμίζεται από τα άρθρα 992 παρ. 1 και 1011 επ. ΚΠολΔ (ήτοι κατά τρόπο αντίστοιχο προς τον πλειστηριασμό των ακινήτων). Ο πλειστηριασμός στο ελληνικό δίκαιο αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας. Αυτό σημαίνει ότι μεταβιβάζεται στον αποκτώντα το δικαίωμα το οποίο είχε ο (εξαναγκαστικώς) εκχωρών. Συνεπώς, κατ’ αρχήν προϋπόθεση για να αποκτήσει την κυριότητα ο υπερθεματιστής είναι να είχε την κυριότητα ο καθ’ ου ο πλειστηριασμός (nemo plus iuris ad alium transferre potest quam ipse habet). Άρα οι προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας δια του πλειστηριασμού καθορίζονται από το ουσιαστικό δίκαιο. Συνεπώς, οι προβληματισμοί που αναπτύχθηκαν ανωτέρω δεν αλλοιώνονται από τον εξαναγκαστό χαρακτήρα της μεταβίβασης.
Η οικονομική εκμετάλλευση των πραγμάτων καθίσταται δυνατή από την οικονομικά αποδοτική και ασφαλή ανταλλαγή των δικαιωμάτων που απορρέουν από κάθε έκαστο πράγμα. Πολλές φορές, η ασφάλεια αυτή επιτυγχάνεται καλύτερα από την αυστηρή εφαρμογή κατ’ αρχήν άδικων κανόνων (κτήση από μη κύριο). Η αναπτυχθείσα προβληματική αποτελεί μία από αυτές τις περιπτώσεις. Η απόκτηση ενός νηολογημένου πλοίου μέσω αναγκαστικoύ πλειστηριασμού εισάγει άκρως ενδιαφέρουσες προκλήσεις, και η ερμηνεία και η εφαρμογή των σχετικών νόμων είναι ζωτικής σημασίας για τη νομιμότητας αυτής της μεταβίβασης.