Νοέμβριος 2023 – Νομική Επικαιρότητα – Αμεροληψία Δικαστηρίου ενόψει απουσίας εισαγγελέα από την ακροαματική διαδικασία (ΕΔΔΑ Figurka vs Ukraine)
Σταύρος Θεοδωρόπουλος, Δικηγόρος
Στις 23 Νοεμβρίου 2020, η αστυνομία του συμβαλλόμενου κράτους (Ουκρανία) συνέταξε έκθεση διοικητικού παραπτώματος, κατηγορώντας τον πολίτη για διοικητικό παράπτωμα σύμφωνα με το άρθρο 130§1 του οικείου εθνικού Κώδικα Διοικητικών Παραπτωμάτων και συγκεκριμένα για οδήγηση με σημάδια μέθης και για άρνηση υποβολής στο αλκοτέστ που πρότεινε η τροχαία. Η προσφυγή στο ΕΔΔΑ αφορά την αιτίαση από τον πολίτη, βάσει του Άρθρου 6§1 της Σύμβασης, ότι το εγχώριο δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση διοικητικού παραπτώματος σε βάρος του, ήταν αμερόληπτο, λόγω ακριβώς της απουσίας της εισαγγελικής αρχής από τη σχετική διαδικασία.
Το ΕΔΔΑ, μνημονεύοντας αντίστοιχες παλαιότερες κρίσεις του, διατυπώνει ρητά (Case of Figurka v. Ukraine, Application no. 28232/22, 16/11/2023, σκ. 29 επ., ελεύθερη μετάφραση): “(…) Η απουσία της εισαγγελικής αρχής κατά τη διάρκεια προφορικής ακρόασης μπορεί να προκαλέσει αμφιβολίες σχετικά με την αντικειμενική αμεροληψία ενός δικαστηρίου, καθώς ενδέχεται να οδηγήσει το δικαστήριο να υιοθετήσει τους ισχυρισμούς της εισαγγελικής αρχής (…)”.
Η εισαγγελική αρχή είναι αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης ενώ συμμετέχει τόσο στο στάδιο της προδικασίας (της οποίας προΐσταται) όσο και στην διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της οποίας υποστηρίζει το κατηγορητήριο. Η διελκυστίνδα μεταξύ κατηγόρου και κατηγορουμένου επιτρέπει την διατήρηση αμερόληπτης και ουδέτερης θέσης από το δικάζον όργανο, το οποίο αξιολογεί “απλά” τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων εκατέρωθεν ισχυρισμών. Επί απουσίας, όμως, της κατηγορούσας αρχής από την ακροαματική διαδικασία, δηλαδή εκείνου του διάδικου μέρους που καλείται να υποστηρίξει και να επιχειρηματολογήσει υπέρ της βασιμότητας του κατηγορητηρίου, επιφορτίζεται μεγαλύτερης ευθύνης το Δικαστήριο, σε βάρος του οποίου εύλογα μπορούν να δημιουργηθούν υπόνοιες για μεροληψία, ότι δηλαδή υποσυνείδητα υποκαθίσταται στο ρόλο του εισαγγελέα.
Βέβαια, η θεσμοθέτηση διαδικασιών απονομής ποινικής δικαιοσύνης εξασφαλίζει εξ ορισμού, σε κάποιο βαθμό, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με την ποιότητα αυτών των διαδικασιών, την επιζητούμενη αμεροληψία. Έτσι, σύμφωνα με την εν θέματι απόφαση (σκ. 36επ. ελεύθερη μετάφραση) “Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, από το υπόμνημα του αιτούντα ή τον φάκελο δικογραφίας, τίποτα δεν δείχνει ότι η απουσία του εισαγγελέα από την ακρόαση ενώπιον του Εφετείου θα μπορούσε να προκαλέσει δικαιολογημένες αμφιβολίες σχετικά με την αντικειμενική αμεροληψία του δικαστηρίου ή να επηρεάσει διαφορετικά το νόμιμο των διαδικασιών. Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το Εφετείο, εν τη απουσία του εισαγγελέα, ανέλαβε ενέργειες που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως ανάληψη του ρόλου της εισαγγελικής αρχής, όπως, για παράδειγμα, παραποιώντας τα αποδεικτικά στοιχεία προς βλάβη του αιτούντος, εισάγοντας νέα ενοχοποιητικά στοιχεία αυτεπαγγέλτως ή αφαιρώντας συγκεκριμένα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τον εισαγγελέα. Δεν υπάρχει επίσης καμία ένδειξη ότι το Εφετείο τροποποίησε, κατ’ εμπνεύσεως, τις κατηγορίες που περιέχονται στην έκθεση διοικητικού παραπτώματος ή ότι αντιμετώπισε τα αποδεικτικά στοιχεία με έναν τρόπο που θα υποδείκνυε ότι το βάρος της απόδειξης επιρρίφθηκε στον αιτούντα (…)“.
Εν κατακλείδι, με την εν λόγω απόφαση αναδεικνύονται, για άλλη μία φορά, οι δυνατότητες ελέγχου των αποφάσεων της ποινικής δικαιοσύνης (και όχι μόνο), σε υψηλότατο επίπεδο, αφού το ΕΔΔΑ έκρινε τόσο τη νομιμότητα της διαδικασίας όσο και την ουσία αυτής. Αναδεικνύεται, βέβαια, και η σημασία της κατάλληλης μελέτης και ανάδειξης όχι μόνο των πρόσφορων νομικών μέσων που θα καταστήσουν δυνατό τον έλεγχο αυτό (εν προκειμένω, αιτίαση για αμεροληψία επί απουσίας εισαγγελικής αρχής) αλλά και της κατάλληλης υποστήριξης των αιτημάτων του προσφεύγοντος.