Ποινικό Δίκαιο
Συχνές ερωτήσεις (FAQ)
Έγκληση είναι η καταγγελία του αμέσως παθόντα (π. χ. του θύματος κλοπής) ή του άμεσα αδικηθέντα (π. χ. αυτού του οποίου η υπογραφή πλαστογραφήθηκε, χωρίς όμως να ζημιωθεί ο ίδιος) προς τις αρμόδιες αρχές για ένα αδίκημα που διαπράχθηκε σε βάρος του. Μήνυση μπορεί να καταθέσει οποιοσδήποτε τρίτος, ώστε να ενημερωθεί ο εισαγγελέας για την τέλεση ενός αδικήματος, με την προϋπόθεση ότι για το συγκεκριμένο έγκλημα η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα (αν δεν απαιτείται, δηλαδή, ρητά από το νόμο η υποβολή έγκλησης για να διωχθεί ο υπαίτιος, αλλά ο εισαγγελέας μπορεί να ενημερωθεί με οποιονδήποτε τρόπο και από οποιονδήποτε για την τέλεση της αξιόποινης πράξης).
Σε περίπτωση που ο νόμος ορίζει ειδικά ότι το αδίκημα διώκεται μόνο κατόπιν έγκλησης, η προθεσμία για την κατάθεσή της είναι 3 μήνες από την ημέρα που αυτός που υποβάλλει την έγκληση έμαθε για την άδικη πράξη και το πρόσωπο που την τέλεσε ή έναν από τους συμμετόχους της. Η έγκληση υποβάλλεται εγγράφως ή και προφορικά ενώπιον κάθε ανακριτικού υπαλλήλου (π. χ. αστυνομικού υπαλλήλου, πταισματοδίκη κλπ) ή απευθείας ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο.
Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά από 5 έτη και τα κακουργήματα καταρχήν μετά από 20 έτη (στην περίπτωση που έχει επιβληθεί ποινή ισόβιας κάθειρξης) ή μετά από 15 έτη (σε κάθε άλλη περίπτωση), από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Από τον νόμο προβλέπονται βέβαια και περιπτώσεις αναστολής της παραπάνω προθεσμίας παραγραφής (π. χ. για όσο διαρκεί η διαδικασία στο ακροατήριο και μέχρι το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης), η οποία όμως σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να διαρκέσει πάνω από 5 έτη για τα κακουργήματα και 3 έτη για τα πλημμελήματα. Μάλιστα, σύμφωνα με το α. 63 του Ν. 4689/2020, για ορισμένα πλημμελήματα που έχουν τελεσθεί μέχρι και την 30 η .04.2020 και κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος ή χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές, προβλέπεται, υπό προϋποθέσεις, παραγραφή του αξιοποίνου και παύση της ποινικής δίωξης.
Ποινή που έχει επιβληθεί αμετάκλητα και δεν έχει εκτελεστεί παραγράφεται ως εξής: α) η ισόβια κάθειρξη μετά από 30 χρόνια, β) η πρόσκαιρη κάθειρξη μετά από 20 χρόνια, γ) η φυλάκιση, οι χρηματικές ποινές και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων μετά από 10 έτη και δ) η παροχή κοινωφελούς εργασίας μετά από 5 έτη. Η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση έγινε αμετάκλητη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η παραγραφή αναστέλλεται (π. χ. για όσο χρόνο δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει ή έχει ανασταλεί η εκτέλεση). Υπάρχουν, μάλιστα, και ειδικότερες διατάξεις με αντικείμενο την παραγραφή των ποινών, όπως είναι το α. 64 του Ν. 4689/2020 για την παραγραφή και μη εκτέλεση ορισμένων ποινών, υπό όρους.
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα, η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική καταργήθηκε. Έτσι, οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή εφαρμόζονται μόνο για αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν μέχρι την 30 η .06.2019, σε συνδυασμό και με την αναδρομική εφαρμογή της επιεικέστερης για τον κατηγορούμενο διάταξης. Αυτό σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ποινής φυλάκισης έως πέντε ετών που επιβάλλονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι 30.06.2019 είναι δυνατή η μετατροπή της ποινής, με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, οι οποίες θα εφαρμοστούν και ως ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο.
Σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συγκεκριμένα τα άρθρα 341 για τα πλημμελήματα και 435 για τα κακουργήματα, αν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε δεν μπόρεσε εγκαίρως να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης (κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ), μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας που πραγματοποιήθηκε χωρίς την παρουσία του ή την εκπροσώπηση του από συνήγορο.
Σύμφωνα με το ά. 405 του Ποινικού Κώδικα, αν ο δράστης ορισμένων εγκλημάτων κατά της περιουσίας (π.χ. απάτη) ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου πριν την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου (δηλαδή πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης) δεν θεωρείται καν αξιόποινος, ενώ αν το κάνει σε μεταγενέστερο χρόνο, δηλαδή μετά την εξέτασή του αλλά πριν παραπεμφθεί αμετάκλητα σε δίκη, απαλλάσσεται από κάθε ποινή. Επικουρικά, ο κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση στον εισαγγελέα για ποινική συνδιαλλαγή, δηλαδή για επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του ιδίου και του θύματος, στην οποία ο πρώτος θα αποζημιώνει πλήρως τον δεύτερο, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται τελικώς ποινή κατά πολύ μικρότερη, που δεν θα υπερβαίνει το ένα έτος (ή τα δύο αν υπάρχουν επιβαρυντικές περιστάσεις).
Σύμφωνα με το ά. 84 του Ποινικού Κώδικα, ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) ο πρότερος σύννομος βίος του δράστη (περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα), β) το ότι ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια ή η τέλεση της πράξης έγινε υπό καθεστώς σοβαρής απειλής ή εξαιτίας της επιβολής προσώπου με το οποίο ο δράστης έχει σχέση εξάρτησης/του οφείλει υπακοή ή λόγω μεγάλης ένδειας και ανάγκης, γ) το ότι ο δράστης παρασύρθηκε από έντονη οργή ή θλίψη λόγω άδικης σε βάρος του πράξης, ή τον προκάλεσε ο παθών με ανάρμοστη συμπεριφορά του, δ) η ειλικρινής μετάνοια και πρόθεση αποκατάστασης ή μείωσης της ζημίας που προκάλεσε και ε) η καλή συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, ακόμα και κατά την κράτηση.
Ο ύποπτος, πριν καταστεί κατηγορούμενος με την κίνηση ποινική δίωξης σε βάρος του, έχει τα εξής δικαιώματα: 1) δικαίωμα ενημέρωσης για την άδικη πράξη που του αποδίδεται και τα δικονομικά του δικαιώματα, 2) δικαίωμα κλήσης για παροχή εξηγήσεων, άρνησης για παροχή εξηγήσεων και λήψης προθεσμίας για την παροχή τους, 3) δικαίωμα παράστασης με συνήγορο, 4) δικαίωμα χορήγησης αντιγράφων της δικογραφίας, πρότασης μαρτύρων και προσαγωγής αποδεικτικών μέσων, 5) εφόσον είναι αλλοδαπός, δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση και 6) δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης.
Σύμφωνα με το ά. 209 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί εκτός από τις εξαιρέσεις που ρητά αναγράφονται στον Kώδικα. Σε βάρος εκείνου που δεν εκπληρώνει το καθήκον μαρτυρίας του, δηλαδή δεν εμφανιστεί στο δικαστήριο, μολονότι κλητεύθηκε νόμιμα (λιπομαρτυρία), μπορεί να εκδοθεί ένταλμα βίαιης προσαγωγής και να επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο ύψους 100-200 ευρώ. Αν, όμως, δεν εμφανίστηκε για λόγους ανωτέρας βίας ή σπουδαίου κωλύματος, μπορεί να ασκήσει ανακοπή λιπομαρτυρίας κατά της απόφασης που τον καταδικάζει, σε προθεσμία 15 ημερών από την επίδοση αυτής.