Σεπτέμβριος 2022 – Ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης με την οποία επισπευδόταν πλειστηριασμός ακινήτων – Παραβίαση της αρχής της έγγραφης απόδειξης στην διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως
Εκδόθηκε πρόσφατα η υπ’ αριθμ. 959/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκαν οι ένδικες επιταγές προς πληρωμή και η στηριζόμενη σε αυτές ένδικη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης επί τη βάσει των οποίων επισπευδόταν αναγκαστικός πλειστηριασμός 2 ακινήτων εις βάρος εντολέων μας. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση αναγνωρίζοντας την αξία της τήρησης της αρχής της έγγραφης απόδειξης στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως αυτή θεσπίζεται στα άρθρα 924 και 925 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ακύρωσε τις ως άνω ανακοπτόμενες πράξεις ακυρώνοντας την εις βάρος των εντολέων μας εκτελεστική διαδικασία. Αναλυτικότερα, στην ως άνω απόφαση αναφέρονται τα εξής: «Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 924 § ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 925 § ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρ. 919 § 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης […] Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται στο πρωτότυπο ή σε επίσημο αντίγραφο. Η απλή μνεία τους στην επιταγή προς εκτέλεση δεν αρκεί. Η παράβαση του άρθρ. 925 § 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου ‘δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση’ είναι ισοδύναμη με την απειλή της ακυρότητας […] Τα έγγραφα αυτά ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να κοινοποιούνται στον καθ’ ου η εκτέλεση στο πρωτότυπο ή σε επίσημο αντίγραφο, όπως άλλωστε ισχύει για όλα τα έγγραφα του άρθρ. 925 § 1 ΚΠολ (βλ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟ, Γ., σε ΚΕΡΑΜΕΑ/ΚΟΝΔΥΛΗ/ΝΙΚΑ, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2000, άρθρ. 925 αριθμ. 3, ΜΑΖΗ, Π., σε ΚΕΡΑΜΕΑ/ΚΟΝΔΥΛΗ/ΝΙΚΑ, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. 2021, άρθρ. 925 αριθμ. 1). Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου των πρόσθετων λόγων ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στη συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν από την αρχική επισπεύδουσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ‘…’ στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία ‘…’, διότι τα νομιμοποιητικά έγγραφα που τους κοινοποίησε την 16.11.2021, όταν τους επέδωσε τις από 12.11.2021 δύο επιταγές προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής και της υπ’ αριθμ. … διαταγής πληρωμής αντίστοιχα, τα οποία αφορούν τη μεταβίβαση των ένδικων απαιτήσεων και την ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στην καθ’ ης, αποτελούν απλά φωτοαντίγραφα, και όχι πρωτότυπα, ούτε νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα των πρωτότυπων εγγράφων. Με το πιο πάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός που είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των ά. 919 και 925 § 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, είναι και ουσιαστικά βάσιμος, όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι […] Προς απόδειξη δε της νομιμοποίησής της κοινοποίησε στους ανακόπτοντες και τα συνημμένα στις ως άνω επιταγές προς πληρωμή έγγραφα, τα οποία όμως στο σύνολό τους, ανεξαιρέτως, είναι ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα και συγκεκριμένα απλά φωτοτυπικά αντίγραφα προηγουμένως επικυρωμένων εγγράφων. Η καθ’ ης ωστόσο όφειλε να κοινοποιήσει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, τα πρωτότυπα έγγραφα ή νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων αυτών, κάτι το οποίο δεν έπραξε, με αποτέλεσμα την ακυρότητα της εκ μέρους της συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας, ανεξάρτητα από βλάβη, λόγω της αυστηρότητας στη διατύπωση του άρθρ. 925 § 1 ΚΠολΔ, που ισοδυναμεί με απειλή ακυρότητας. Με βάση τα ανωτέρω, τόσο οι από 12.11.2021 δύο επιταγές προς πληρωμή, όσο και η μετέπειτα υπ’ αριθμ. …………. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, στις οποίες τούτο προέβη συνεχίζοντας την αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να αποδεικνύει την ενεργητική νομιμοποίησή της προς τούτο, είναι επίσης άκυρες και πρέπει να ακυρωθούν […].». Από τα παραπάνω αναδεικνύεται η σημασία της αυστηρής τήρησης της αρχής της έγγραφης απόδειξης, όπως θεσπίζεται από τον νομοθέτη, και αναγνωρίζεται η σπουδαιότητά της από την νομολογία, γεγονός που καταδεικνύει περαιτέρω ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι μια αυστηρή-τυπική διαδικασία, η ορθή τήρηση της οποίας είναι εκ των ων ουκ άνευ για την εξασφάλιση της νομιμότητας της όλης εκτελεστικής διαδικασίας. Η ενδελεχής έρευνα σχετικά με την τήρηση των νόμιμων-τυπικών όρων διενέργειάς της, πέραν των ιδιαίτερων άλλων λόγων ανακοπής που μπορεί να θεμελιώνονται σε μία συγκεκριμένη υπόθεση, είναι απαραίτητη για την αποτελεσματικότερη άμυνα και την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη.