Τα όρια της νομικής προσωπικότητας – Πρακτικές περιπτώσεις άρσης της αυτοτέλειας εταιρειών

Τα όρια της νομικής προσωπικότητας – Πρακτικές περιπτώσεις άρσης της αυτοτέλειας εταιρειών

LEGAL INSIGHT

Δεκέμβριος 2022

Εμμανουέλα Χατζηδάκη, Δικηγόρος

Ι.ΕΙΣAΓΩΓΗ

Συχνά στον εταιρικό κόσμο συναντάμε το φαινόμενο φυσικά πρόσωπα και επιχειρηματίες, στην προσπάθεια τους να προστατεύσουν την προσωπική τους περιουσία έναντι των δανειστών τους είτε αυτοί είναι προμηθευτές είναι εργαζόμενοι να προβαίνουν σε δραστηριοποίηση μέσω εταιρικού σχήματος (κυρίως ΙΚΕ, ΕΠΕ ή Α.Ε.). Το ίδιο φαινόμενο συναντάται και σε ομίλους εταιρειών, όπου η μητρική εταιρεία δραστηριοποιείται επί της ουσίας μέσω των θυγατρικών, τις οποίες φορτώνει με τεράστια χρέη καταλήγοντας να τις θέτει σε εκκαθάριση, αποφεύγοντας την καταβολή των οφειλόμενων προς τους δανειστές της.

Πλην όμως, στον δανειστή μιας τέτοιας επιχείρησης, χορηγείται η δυνατότητα, με βάση κριτήρια που έχουν οριστεί από την ίδια την νομολογία, να επικαλεστεί και να αποδείξει ποιος είναι ο αληθινός κύριος του εταιρικού σχήματος επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο να αρθεί η περιουσιακή αυτοτέλεια είτε του εταιρικού σχήματος είτε του ομίλου εταιρειών, και να ικανοποιηθεί από τον πραγματικό υπόχρεο.

II.ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Αρχικά, στα εταιρικά σχήματα (ΙΚΕ, ΕΠΕ και ΑΕ), η αρχή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας υποχωρεί όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση εταιρικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών δυνατοτήτων.

Τα κριτήρια που είναι ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι  τα κάτωθι:

α. η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα,

β. η συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους ή και του συνόλου της εταιρικής συμμετοχής σε ένα πρόσωπο ή μικρό αριθμό στενά συνδεδεμένων, ιδίως συγγενικών μεταξύ τους προσώπων,

γ. η ταύτιση των συμφερόντων του νομικού προσώπου με εκείνα του κυρίαρχου φυσικού προσώπου-φορέα,

δ. η συμμετοχή μόνο του τελευταίου στα όργανα διοίκησης του νομικού προσώπου ή και η με οποιοδήποτε τρόπο καθοριστική επιρροή του στη διαχείριση και λήψη των αποφάσεων που αφορούν το νομικό πρόσωπο και

ε. η αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που πραγματοποιείται με τον τεμαχισμό μιας επιχείρησης σε περισσότερα νομικά πρόσωπα, χωρίς να υπάρχει σύνδεση της δομής με την κατανομή δραστηριοτήτων.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης επιβάλλεται η άρση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σε αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης.

Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους.

ΙΙΙ.ΟΜΙΛΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

 Όμιλος εταιρειών είναι ένα σύνολο νομικά αυθύπαρκτων εταιριών, οι οποίες όμως αποτελούν μία οικονομική ενότητα. Σε κάθε όμιλο υπάρχει μία μητρική ή κυρίαρχη εταιρία και μία ή περισσότερες θυγατρικές ή εξαρτημένες εταιρίες. Το κύριο δε χαρακτηριστικό των συνδεδεμένων επιχειρήσεων είναι το γεγονός πως ενώ πρόκειται τυπικά για αυτοτελή νομικά πρόσωπα, εντούτοις η οικονομική τους αυτοτέλεια είναι χαλαρή ή ανύπαρκτη.

Πιο συγκεκριμένα στους ομίλους εταιριών, ενώ τις επιχειρηματικές αποφάσεις τις λαμβάνει η μητρική εταιρία, η ευθύνη κατακερματίζεται σε περισσότερα νομικά πρόσωπα και πολύ συχνά μάλιστα, η μητρική εταιρεία προωθεί αποκλειστικά τα δικά της επιχειρηματικά σχέδια σε βάρος των επιδιώξεων όλων των υπολοίπων θυγατρικών εταιρειών. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των δανειστών από τη μία πλευρά της μητρικής και από την άλλη των θυγατρικών της, δηλαδή τη διακινδύνευση των απαιτήσεων των δανειστών των τελευταίων.

Η ανισότητα αυτή προσκρούει στο αίσθημα δικαίου, το οποίο απαιτεί την ύπαρξη κοινωνίας συμφερόντων, κινδύνων, εξουσιών και ευθυνών όλων των εταιριών ενός ομίλου, και θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα τρίτων, όπως είναι κυρίως αυτά των δανειστών των θυγατρικών εταιριών λ.χ. των εργαζομένων.

Το ελληνικό δίκαιο, δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για το εάν υπάρχει και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη της μητρικής εταιρείας για τα χρέη της θυγατρικής. Ωστόσο, έχουν αναδυθεί μηχανισμοί δικαίου, προκειμένου να καλυφθεί αυτό το κενό, προκειμένου να αρθεί η αυτοτέλεια συγκεκριμένου νομικού προσώπου ώστε να αναλάβει ευθύνες στενά συνδεδεμένου με αυτό προσώπου. Για παράδειγμα είναι δυνατός ο καταλογισμός ευθύνης στη μητρική εταιρεία όταν από τη σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ θυγατρικής και τρίτου είναι εφικτό να θεωρηθεί ότι δεσμεύεται και η μητρική, όταν διαφορετικά θα ματαιωνόταν ο σκοπός της σύμβασης.

Φυσικά δεν μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή της ως άνω παγιωμένης νομολογιακά συνθήκης στον ιδιαιτέρως ευαίσθητο από κοινωνική άποψη χώρο του εργατικού δικαίου. Είναι δηλαδή δυνατόν σε ομίλους επιχειρήσεων να προωθούνται είτε τα κοινά συμφέροντα του ομίλου, είτε τα υπέρτερα επιχειρηματικά σχέδια της μητρικής επιχείρησης σε βάρος των επιδιώξεων της θυγατρικής, με αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση των δανειστών της τελευταίας και στην προκειμένη περίπτωση των εργαζομένων αυτής καθώς και τη διακινδύνευση των απαιτήσεων τους.

Για την εξασφάλιση δε των τελευταίων και γενικότερα για τη ρύθμιση και αποκατάσταση της αρμονίας στις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων επιβάλλεται κατ` αποτέλεσμα η θεώρηση των ως άνω εταιριών ως νομικής ενότητας. Έτσι, εφόσον συντρέχουν οι ως άνω περιστάσεις, σε περίπτωση οφειλών της θυγατρικής εταιρίας προς τους εργαζομένους από την παροχή της εργασίας τους, η μητρική αυτής εταιρία ως «εν τοις πράγμασι» εργοδότης αυτών, είναι συνυπεύθυνη εις ολόκληρον με την πρώτη, για την καταβολή των οφειλών αυτών.

       ΙV. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Πρόσφατα, το γραφείο μας χειρίστηκε με απόλυτη επιτυχία αντίστοιχη περίπτωση όπου εργοδότρια εταιρεία – της οποίας τα κέρδη εν τέλει απεδείχθη ότι απομυζούσε η μητρική του ομίλου των εταιρειών στον οποίο ανήκε- τέθηκε εν μία νυκτί σε εκκαθάριση, αφήνοντας το σύνολο του προσωπικού της άνεργο, καταγγέλλοντας μεν τις συμβάσεις εργασίας, πλην όμως μη καταβάλλοντας τους ούτε ένα ευρώ από την δικαιούμενη αποζημίωση απόλυσης, κλείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε δίοδο ικανοποίησης των εργαζομένων της. Ιδιαιτερότητα λοιπόν της εν λόγω υπόθεσης αποτέλεσε η αδιαμφισβήτητη αφερεγγυότητα της Εργοδότριας και των φανερών πραγματικών ιδιοκτητών της με άμεση συνέπεια την πλήρη αδυναμία ικανοποιήσεως οιουδήποτε ποσού απαίτησης της εργαζομένης, την οποία και εκπροσωπούσε η εταιρεία μας.

Για τον λόγο αυτό ασκήσαμε αίτηση προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων και εν συνεχεία αντίστοιχη τακτική αγωγή, αίτημα των οποίων ήταν και η αναγνώριση της εις ολόκληρον ευθύνης της μητρικής εταιρείας του ομίλου – πλην της εργοδότριας-  και της υποχρέωσής αμφότερων, περί ικανοποίησης της εργαζομένης.

Κατά την ακροαματική διαδικασία προβλήθηκαν και αποδείχθηκαν, οι στενότατοι διοικητικοί, οικονομικοί και εν γένει επιχειρηματικοί δεσμοί της Εργοδότριας Επιχείρησης με την κύρια Προμηθεύτριά της, της οποίας η Εργοδότρια Επιχείρηση αποτελούσε επί της ουσίας υποφαινόμενο όχημα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, με σκοπό η Προμηθεύτρια Εταιρεία να καταστήσει εν τέλει την ικανοποίηση των κάθε είδους σε βάρος της απαιτήσεων, αδύνατη. Έτσι, σύμφωνα με την απόφαση: «(…) πιθανολογήθηκε ότι η πρώτη των καθ’ ων η αίτηση ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με την επωνυμία « (…) Group», με την τρίτη τέταρτη και πέμπτη των καθ’ ων η αίτηση εταιρειών, οι οποίες έχουν την έδρα τους στον νομό (…), έχουν το ίδιο αντικείμενο εργασιών σχετικά με την παραγωγή και εμπορία ειδών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής και την εκμετάλλευση καταστημάτων εστίασης και ψυχαγωγίας καθώς και υπηρεσιών catering και τελούν υπό την αποκλειστική διεύθυνση, εκπροσώπηση και εκμετάλλευση του δεύτερου των καθ’ ων, (…), καθώς και του (*), γιου του δευτέρου των καθ΄ων (…) Πιθανολογήθηκε ακόμα ότι η αιτούσα προσέφερε την εργασία της (…) και για λογαριασμό της τέταρτης των καθ’ ων η αίτηση εταιρείας με την επωνυμία (…) εφόσον οι πιο πάνω εταιρείες μόνο φαινομενικά είχαν αυτοτέλεια μεταξύ τους, αφού στην πραγματικότητα εμφάνιζαν στενή διοικητική και οικονομική ενότητα. Ειδικότερα, η πρώτη των καθ’ ων αποτελούσε το όχημα της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στην Τρίπολη της τέταρτης των καθ’ ων, η οποία απορροφούσε το σύνολο της οικονομικής της δραστηριότητας και καρπωνόταν τα κέρδη της, δεδομένου ότι το σύνολο των εισπράξεων του καταστήματος της πρώτης των καθ΄ων η αιτούσα το κατέθετε καθημερινά σε τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε στο όνομά της η τέταρτη των καθ’ ων στην (…) Τράπεζα. Έτσι, το κατάστημα της Τρίπολης, όπου εργαζόταν η αιτούσα αποτελούσε στην πραγματικότητα υποκατάστημα της τετάρτης των καθ’ ων, η οποία προμήθευε καθημερινά με πρώτες ύλες την πρώτη των καθ’ ων και προκαλούσε τη συσσώρευση υπέρογκων χρεών σε βάρος της, που ανέρχονταν στις (…), προκειμένου να εκμεταλλεύεται σε αντάλλαγμα και προς απόσβεση των ως άνω χρεών, που σκόπιμα είχαν δημιουργηθεί, το σύνολο του ημερήσιου τζίρου της, αποστερώντας αυτήν παντελώς από έσοδα και καθιστώντας την έτσι αφερέγγυα έναντι των δανειστών της και εν προκειμένω έναντι των εργαζομένων της, στους οποίους η πρώτη των καθ΄ ων όφειλε μισθούς υπερημερίας μετά την άκυρη καταγγελία (…) των συμβάσεων εργασίας τους. Επομένως πρέπει να θεωρηθούν ως εργοδότες της αιτούσας (…), δεδομένου ότι ο διαχωρισμός μεταξύ τους ως αυτοτελών νομικών προσώπων προσκρούει στο αίσθημα δικαίου και δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, απορριπτομένης της ένστασης (…) περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης (…) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης.

Κατά τούτο το Δικαστήριο αφού δεν είχε καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και άρα είχε πιθανολογήσει την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, υποχρέωσε τόσο την αφερέγγυα Εργοδότρια Επιχείρηση, όσο και την φερέγγυα Προμηθεύτρια, να καταβάλλουν προσωρινά στην εργαζόμενη μισθούς υπερημερίας έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ήδη ασκηθείσας αγωγής, και μάλιστα από χρονικό σημείο προγενέστερο της υποβολής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων λόγω της δεινή οικονομικής κατάστασης της εντολέως μας.

Σημειωτέον δε, ότι κατά την συζήτηση της αίτησης προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων, υποβλήθηκε επί της έδρας για λογαριασμό της εντολέως μας, αίτημα περί χορήγησης προσωρινής διαταγής (κατ’ άρθρο 691Α) για καταβολή μισθών υπερημερίας έως την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως, και πράγματι το Δικαστήριο – λαμβάνοντας υπόψη του τα όσα περίτρανα αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία – χορήγησε προσωρινή διαταγή υποχρεώνοντας όχι μόνο την Εργοδότρια αλλά ήδη από το στάδιο αυτό και την μητρική της και Προμηθεύτρια εταιρεία – να καταβάλουν μέρος των μισθών υπερημερίας προς την εργαζόμενη (!).

V. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εκ των ανωτέρω αναφερθέντων τόσο σε θεωρητικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο, είναι εμφανές ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που είτε ένα φυσικό πρόσωπο- επιχειρηματίας είτε ένας όμιλος εταιρειών, χρησιμοποιεί άλλες εταιρείες – στην περίπτωση δε του ομίλου η μητρική χρησιμοποιεί τις θυγατρικές- ως οχήματα επιχειρηματικής δραστηριότητας, εισπράττοντας επί της ουσίας όλα τα κέρδη τους, και φορτώνοντάς τις με χρέη, με την σωστή διαπίστωση και αξιοποίηση των οριζόμενων στην νομολογία κριτηρίων και την ορθή χρήση των διαθέσιμων ένδικων βοηθημάτων (κατ’ αρχήν της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και εν συνεχεία  της τακτικής αγωγής)είναι εφικτό να αρθεί η οικονομική αυτοτέλεια των εταιρειών αυτών και οι δανειστές της οφειλέτιδας εταιρείας να ικανοποιηθούν από την εταιρεία είτε το φυσικό πρόσωπο, που στην ουσία φέρει και την πραγματική ευθύνη.