Το δικαίωμα πρόσβασης στον μη ασκούντα την επιμέλεια γονέα, στον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας του τέκνου.
LEGAL INSIGHT
Ιανουάριος 2023
Θάνος Μακρής, Δικηγόρος
Σε περίπτωση διαζυγίου, όπου μεταβάλλονται οι σχέσεις των γονέων μεταξύ τους και με τα τέκνα τους, δύναται να υφίστανται διαφωνίες μεταξύ των διαζευγμένων γονέων που οδηγούν σε μη σύννομο περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκάστου γονέα. Δεν είναι δε σπάνιο σε τέτοιες περιπτώσεις, με όχημα τον θεσμό της αποκλειστικής επιμέλειας, ο ασκών την επιμέλεια γονέας, αλλά και οι αρμόδιοι φορείς (κρατικοί και μη-συνήθως λόγω άγνοιας του νομικού καθεστώτος) να εμποδίζουν και να αρνούνται την ενημέρωση του ετέρου γονέα για πληροφορίες που αφορούν το τέκνο, οι οποίες ως επί το πλείστο άπτονται των ζητημάτων υγείας και εκπαίδευσης. Εν προκειμένω, δέον όπως επισημανθεί ότι το παρόν άρθρο πραγματεύεται την πληροφόρηση σχετικά με ζητήματα υγείας του τέκνου. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα εάν η άρνηση πληροφόρησης (φορέων και ασκούντος την επιμέλεια γονέα) είναι επιτρεπτή, ή αποτελεί δυσμενή διάκριση που οδηγεί σε δυσανάλογο και αντισυνταγματικό περιορισμό των δικαιωμάτων του ετέρου γονέα και σε άνιση μεταχείρισή του και συνακόλουθα ο τρόπος παροχής εξωδικαστικής προστασίας, προκειμένου να ικανοποιηθεί το δικαίωμα πληροφόρησης.
Δηλαδή εξετάζεται κατά πόσο ο δικαιούχος γονέας μπορεί να ικανοποιήσει το δικαίωμα πληροφόρησης άμεσα, χωρίς να στραφεί δικαστικά είτε κατά του ετέρου γονέα είτε κατά του εκάστοτε φορέα ή έστω διά καταγγελίας στην εκάστοτε αρμόδια Αρχή. Άλλωστε δέον όπως επισημανθεί ότι η καταγγελία στην εκάστοτε Αρχή έπεται της προηγηθείσας απόρριψης της αίτησης από αυτόν στον οποίο απευθύνεται. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν γίνει δεκτές σχετικές αιτήσεις των δικαιούχων γονέων, από τους εκάστοτε αρμόδιους φορείς για ζητήματα υγείας (ΕΟΠΥΥ, ΗΔΙΚΑ), δια παροχής διαρκούς πρόσβασης στον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας των τέκνων τους, κατόπιν επεξεργασίας και νομικού ελέγχου από την οικεία υπηρεσία (εκάστοτε περιφερειακή διεύθυνση) και παρά την-σε κάποιες περιπτώσεις- συστηματική άρνηση του ετέρου ασκούντος γονέα για παροχή έγκρισης πρόσβασης.
Η δικαιολογητική βάση του δικαιώματος πληροφόρησης απορρέει πρωτίστως από τα αρ. 1510 και 1519 ΑΚ, τα οποία θέτουν το αντίμετρο σε αυθαίρετες διακρίσεις. Με το μεν πρώτο, προβλέπεται ότι η γονική μέριμνα είναι υποχρέωση και καθήκον των γονέων, με το μεν δεύτερο ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια επιφορτίζεται με το πρόσθετο καθήκον να παρέχει το σύνολο των πληροφορίων που αφορούν το τέκνο και ζητούνται από τον έτερο γονέα. Η λογική του νόμου συνάδει απόλυτα με το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου και την αναγκαία γνώση που δικαιούται ο έτερος γονέας, ώστε να δύναται να φροντίσει το τέκνο καταλλήλως και επαρκώς, κατά το χρόνο επικοινωνίας, δηλαδή, προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει επαρκώς τα δικαιώματά του και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από την γονική μέριμνα.
Πρέπει λοιπόν συναφώς να υπομνησθεί ότι, η μη πληροφόρηση, σε περιπτώσεις συγκρουσιακού διαζυγίου, ενδεχομένως να σκοπεί ακόμα και στην απόδοση ευθυνών σε αστικό αλλά και ποινικό επίπεδο διαμέσου κατηγοριών για πλημμελή φροντίδα, έκθεσης ανηλίκου και επίδειξη βαριάς αμέλειας, ακόμα δε και να περιορισθεί η επικοινωνία του ετέρου γονέα με το τέκνο του, εφόσον ενδεχομένως κριθεί η ανεπάρκειά του γονέα να φροντίσει το τέκνο του για λόγους όμως που ενδεχομένως δεν ανάγονται στο πρόσωπό του, αλλά σε πλημμελή ενημέρωση, και ως εκ τούτου, υφίσταται και ο συνακόλουθος και αναπότρεπτος κίνδυνος που δικαιολογεί και αιτιολογεί την πρόσθετη αυτή υποχρέωση πληροφόρησης.
Η υποχρέωση αυτή πληροφόρησης απορρέει και από τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων με τον αρ. 679/2016, του εφαρμοστικού αυτού Ν. 4624/2019 (βλ. και προγενέστερο αρ. 12 Ν. 2472/1997) και το αρ. 14 παρ. 8 εδ. (α΄) 14, 5 παρ. 3 και 13 του Ν. 3418/2005 για τον Κώδικα Ιατρικής. Περαιτέρω, η λήψη θετικών μέτρων για τον σεβασμό των δικαιωμάτων που απορρέουν από την γονική μέριμνα (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος πληροφόρησης), συμπορεύεται και επιβάλλεται κατά τα οριζόμενα στη Διεθνή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Παιδιού, η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 2101/1992 και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Περαιτέρω, υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 5, 12 παρ. 3 και 4 και 15 παρ. 1, 3 και 4 του Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθορίζεται το πεδίο προστασίας του δικαιώματος πρόσβασης, εφόσον τελείται ταυτοχρόνως παραβίαση πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα του δικαιούχου. Κατά πάγια δε νομολογία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία από το Σύνταγμα και το νόμο είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή του νόμου και είναι επιφορτισμένη με διορθωτικές εξουσίες, έχει κριθεί ότι τέτοιες παραβιάσεις υφίστανται και στην περίπτωση, όπου οι γονείς είναι διαζευγμένοι και ο έτερος γονέας αιτείται την πρόσβαση σε δεδομένα του τέκνου του. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα πρόσβασης εντοπίζεται ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος πληροφόρησης .
Μάλιστα, σε σχέση με προσωπικά δεδομένα (υγείας) τίθεται το ζήτημα ποιος φορέας/αρχή είναι αρμόδιος/α να τα παράσχει. Καταρχάς, σύμφωνα με το αρ. 24 ΓΚΠΑ καθώς και των αρ. 6,7,8 Ν. 4624/2019 οι πληροφορίες αυτές αποτελούν προσωπικά δεδομένα που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του υπευθύνου στην οικεία υπηρεσία υπευθύνου επεξεργασίας αυτών (ΑΠΔΠΧ 26/2012, 18/2018). Η δε λογοδοσία του γίνεται πλέον από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και όχι από την εκάστοτε Εισαγγελική Αρχή. Ωστόσο, και υπό το προηγούμενο καθεστώς, η Εισαγγελική Αρχή, αν τηρούνταν τα αναφερόμενα στην αίτηση, το εύλογο ενδιαφέρον και το ορισμένο της αίτησης, έπρεπε αμελητί να την κάνει δεκτή, άλλως να την απορρίψει αιτιολογημένα. Συνεπώς, εφόσον πληρούνται τα στοιχεία αυτά, έπρεπε να γίνει δεκτή και να παραγγελθούν τα αρμόδια όργανα προς τούτο (Γν. ΝΣΚ 94/2001).
Τα ίδια λοιπόν ισχύουν και σήμερα, με τη διαφορά ότι σε περίπτωση άρνησης του υπεύθυνου επεξεργασίας δεδομένων, αρμόδια είναι η ΑΠΔΠΧ, η οποία θα κρίνει αν έχουν τηρηθεί οι όροι που προβλέπονται στο αρ. 6 παρ. 1 ΓΚΠΔ περί χορήγησης ΄η μη των εγγράφων (ΑΠΔΠΧ 4/2020) και αν υπάρχει τεκμηριωμένη απόφαση του υπευθύνου στα πλαίσιά της βασικής αρχής της λογοδοσίας του αρ. 5 παρ. 2 ΓΚΠΔ.
Η δυνατότητα παροχής του συνόλου των πληροφοριών παρέχεται όπου υπάρχει η γονική μέριμνα και εφόσον δεν έχει αφαιρεθεί. Εφόσον λοιπόν, ο γονέας φέρει την ιδιότητα του νομίμου αντιπροσώπου του τέκνου του, ως εκ τούτου έχει δικαίωμα πρόσβασης στο σύνολο των δεδομένων υγείας του (βλ. αποφάσεις ΑΠΔΠΧ υπ’ αριθμ. 130/2013, 53/2010 και 18/2018). Δηλαδή, η τελευταία δεν νοείται ως προσβαλλόμενο δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς μέσω των διατάξεων του νόμου περί προσωπικών δεδομένων, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση, η έλλειψη της οποίας οδηγεί σε συνακόλουθη έλλειψη οιασδήποτε παραβίασης. Το δικαίωμα λοιπόν πρόσβασης εμφανίζεται ως μερικότερο δικαίωμα αυτού της εκπροσώπησης που απορρέει από την άσκηση της γονικής μέριμνας. Η δικαιολογητική βάση της άποψης αυτής, εδράζεται στο γεγονός ότι υπάρχει ταύτιση των υποκειμένων, δηλαδή δικαιούχου γονέα και τέκνου για τα επίμαχα προσωπικά δεδομένα. Δηλαδή το δικαίωμα πρόσβασης του δικαιούχου τέκνου καλύπτεται δια της μετάθεσης πρόσβασης, στον νόμιμό αντιπρόσωπό του.
Από την άλλη, η πλήρωση της προϋπόθεσης αυτής, έχει ως αποτέλεσμα την απάλειψη της πρόσθετης προϋπόθεσης ύπαρξης ειδικού εννόμου συμφέροντος. Ομοίως, δεν απαιτείται επίκληση των λόγων για τους οποίους το υποκείμενο ασκεί το δικαίωμα, αφού η ικανοποίηση του δικαιώματος δεν εξαρτάται από τυχόν λόγους που δικαιολογούν την άσκησης του δικαιώματος αυτού (ΑΠΔΠΧ 26/2001). Αυτό επίσης σημαίνει ότι άρνηση στον γονέα για να λάβει γνώση των ιατρικών δεδομένων του τέκνου του είτε επειδή δεν ασκεί την επιμέλεια είτε για λόγους τάχα προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν υφίσταται, δηλαδή η απλή άρνηση σε συνδυασμό με την έλλειψη δυσμενούς επίδρασης στα δικαιώματα άλλων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσκομμα στην ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης (ΑΠΔΠ 4/2020).
Περαιτέρω, πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο η απομακρυσμένη πρόσβαση με διαρκή χαρακτήρα, πληροί τους όρους περί πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα του άρθρου 5 παρ. 1,2 του Ν. 2690/1999. Για να είναι η αίτηση ορισμένη και να μην ασκείται καταχρηστικά, θα πρέπει στην αίτηση να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα αιτούμενα έγγραφα. Γίνεται δεκτό, ότι το αίτημα είναι σαφώς ορισμένο, όταν τα έγγραφα είναι προσδιορίσιμα βάσει κριτηρίου ικανού να τα κατατάξει σε μια ομάδα ή κατηγορία (λ.χ. υγεία). Στην κατηγορία των δημοσίων εγγράφων, άλλωστε ανήκουν και τα ηλεκτρονικά έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 4727/2020, με το οποίο καθορίζεται το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες του δημοσίου. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι δια της παροχής διαρκούς πρόσβασης στο σύνολο των πληροφοριών, καλύπτεται το αιτούμενο και οδηγεί στην μη απασχόληση της διοίκησης, με αποτέλεσμα η εν λόγω πρόσβαση να κρίνεται ανάλογη και αναγκαία, αφού ο ενδιαφερόμενος δεν θα επανέρχεται συνεχώς με ανάλογα αιτήματα.
Δικαιολογητική βάση του δικαιώματος πρόσβασης με διαρκή χαρακτήρα μπορεί να αποτελέσει και το γεγονός ότι σε περίπτωση μερικής πρόσβασης, τα αρχεία αυτά είναι αποσπασματικά και δεν αντανακλούν το σύνολο όλων των δεδομένων/πληροφοριών, ενώ από την άλλη, η πρόσβαση του δικαιούχου γονέα μέσω εξακολουθητικών αιτήσεων, λήψης εισαγγελικών παραγγελιών κλπ, πέραν από το γεγονός ότι τυγχάνει αρκετά χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία, αντιτίθεται σφόδρα στην ευχερή άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του δικαιούχου. Δηλαδή, η αναγκαστική επιλογή του τρόπου αυτού δεν καλύπτει την προσήκουσα λήψη γνώσης, για τον απλούστατο λόγο ότι λαμβάνεται έκτακτα και σε μη εύλογα χρονικά διαστήματα, εμποδίζοντας την απρόσκοπτη και συνεχή ενημέρωση που δικαιούται, ενώ μάλιστα δεν είναι σπάνιο η αποσπασματική αυτή γνώση να υφίσταται έπειτα από ενεργειών του δικαιούχου γονέα που ενδεχομένως έπονται της συστηματικής έκνομης παράλειψης του ετέρου γονέα, γεγονός που οδηγεί σε άνιση μεταχείριση.
Συνεπώς, το δικαίωμα αυτό του δικαιούχου καλύπτεται, μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων (εν προκειμένω του τέκνου, δια του νόμιμου αντιπροσώπου του), μπορεί να ασκεί το εν λόγω δικαίωμα ευχερώς και σε εύλογα χρονικά διαστήματα, προκειμένου να έχει επίγνωση και να επαληθεύει τη νομιμότητα της επεξεργασίας. Ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να δύναται να παρέχει πρόσβαση εξ αποστάσεως σε ασφαλές σύστημα, μέσω του οποίου το υποκείμενο των δεδομένων αποκτά άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που το αφορούν (βλ. αιτ. σκ. 63 του ΓΚΠΔ και ΑΠΔ 23/2020). Η δε ικανοποίηση του δικαιώματος είναι καθολική, δηλαδή αφορά σε όλες τις πληροφορίες που αφορούν στο υποκείμενο των δεδομένων, χωρίς μάλιστα να απαιτείται επίκληση των λόγων για τους οποίους το υποκείμενο επιθυμεί την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος (16/2017). Μέσω της δυνατότητας αυτής, καλύπτεται ο σκοπός να βεβαιώνεται το υποκείμενο για την επεξεργασία και το σύννομο της επεξεργασίας των δεδομένων του. Συνυφασμένη λοιπόν με την προστασία αυτή, είναι η πραγμάτωση της διαφάνειας της επεξεργασίας ως προϋπόθεση κάθε περαιτέρω ελέγχου της νομιμότητας της εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων (2/2020, 23/2020, 16/2017).
Το δικαίωμα πρόσβασης του συνασκούντος τη γονική μέριμνα γονέα, στα δεδομένα του τέκνου του, μπορεί να περιορισθεί και συνεπώς να απαγορευθεί, μόνο αν επηρεάζονται δυσμενώς τα δικαιώματα και οι ελευθερίες άλλων-εν προκειμένω του έτερου γονέα- σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ 4 του Ν. 4624/2019. Όμως βάσει του άρθρου 6 παρ 1 ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ 2, μεταφέρεται στον υπεύθυνο επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, στο πλαίσιο της αρχής λογοδοσίας, η υποχρέωση να εξετάσει αν πράγματι τίθενται τέτοια ζητήματα, προκειμένου αιτιολογημένα να μην ικανοποιήσει το υπό κρίση δικαίωμα. Όμοια διάταξη είχε τεθεί και στο άρθρο 5 παρ 3 Ν. 2690/1999.
Καταρχάς, όπως αποτυπώνεται και στην υπ’ αριθ. 1/2005 Γνωμοδότηση Εισ. ΑΠ, ακόμα και υπό το πρίσμα του παλαιότερου Ν. 2472/1997 περί προσωπικών δεδομένων, η εισαγγελική παραγγελία για τη χορήγηση εγγράφων ήταν δεσμευτική για την υπηρεσία, έστω και αν στην τελευταία περιλαμβάνονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του προαναφερθέντος νόμου, καθόσον στο άρθρο 5 παρ 3 του Ν. 2690/1999 δεν θεσπίζεται εξαίρεση συνδεόμενη με το αντικείμενο του Ν. 2472/1999, όπως στην περίπτωση του φορολογικού απορρήτου, το οποίο αν ο νομοθέτης ήθελε να το θεσπίσει ως προς την εισαγωγή εξαιρέσεων στην πρόσβαση στα έγγραφα, θα το είχε ρητά θεσπίσει στον μεταγενέστερο νόμο (Γνωμ. ΝΣΚ 94//2011). Ανάλογη είναι και η αντιμετώπιση από την ΑΠΔΠΧ, υπό τον όρο τήρησης της αρχής της αναλογικότητας (ΑΠΔΠΧ 72/2014).
Εντούτοις, υπό το πρίσμα των ανωτέρω, σε σχέση με την απευθείας πρόσβαση σε ιατρικές πληροφορίες του τέκνου από τον μη ασκούντα την επιμέλεια γονέα, ήδη έχει ξεπερασθεί ο ως άνω σκόπελος, διότι οι αρμόδιοι φορείς (ΗΔΙΚΑ, ΕΟΠΥΥ), τεχνικά παρέχουν τη δυνατότητα αυτοτελούς πρόσβασης στην πλατφόρμα αυτή. Στο πλαίσιο αυτό και με σκοπό την αναβάθμιση των υπηρεσιών που προσφέρονται προς τους ασφαλισμένους και τους παρόχους υγείας, ο ΕΟΠΥΥ και ο ΗΔΙΚΑ διαθέτουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται ηλεκτρονικά οι ασφαλισμένοι για όλες τις υπηρεσίες που έχουν λάβει και θα συνεχίσουν να λαμβάνουν από τις υπηρεσίες τους και τους συμβεβλημένους παρόχους. Η πληροφορία έχει συγκεντρωθεί ιστορικά από τα στοιχεία που καταθέτουν οι πάροχοι και οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι, προκειμένου να αποδοθούν αντίστοιχες παροχές σε εφαρμογή του Ενιαίου Κανονισμού Παροχών Υγείας (ΕΚΠΥ). Ο προσωπικός φάκελος ασφάλισης υγείας, περιέχει στοιχεία για το σύνολο των νοσηλειών, των υπηρεσιών υγείας, των υλικών, των νόσων και διαγνώσεων που υπάρχουν καταγεγραμμένες στο μηχανογραφικό σύστημα. Η είσοδος στο σύστημα γίνεται είτε με κωδικούς taxis, είτε με κωδικούς φαυ (φάκελος ασφάλισης υγείας).
Οι πλατφόρμες αυτές παρέχουν τη δυνατότητα παροχής εξουσιοδότησης/έγκρισης πρόσβασης του ΑΜΚΑ του δικαιούχου στον εξουσιοδοτημένο ΑΜΚΑ (δηλαδή του τέκνου), από τον χρήστη ο οποίος έχει τη δυνατότητα πρόσβασης (εν προκειμένω ο ασκών την επιμέλεια γονέας), διαρκώς και για συνεχόμενο διάστημα ενός (1) έτους, χωρίς ταυτόχρονα να εξουσιοδοτείται και να παρέχεται και η πρόσβαση στον ατομικό φάκελο υγείας του χρήστη που παρέχει την εξουσιοδότηση, παρά μόνο στον ατομικό φάκελο για τον οποίο δόθηκε η εξουσιοδότηση και πάντα μέσω του ατομικού φακέλου υγείας του εξουσιοδοτούμενου, χωρίς να γίνεται χρήση η διαρροή προσωπικών δεδομένων ή κωδικών τρίτων.
Προς επίρρωση των ανωτέρω, η ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτήματος του δικαιούχου γονέα, δεν οδηγεί σε απώλεια της εκ μέρους του έτερου γονέα παροχής πρόσβασης, καθώς η πρόσβαση εκάστου θα γίνεται αυτοτελώς, ενώ το τέκνο παραμένοντας έμμεσα ασφαλισμένο μέλος στην ασφαλιστική μερίδα του ασκούντος την επιμέλεια γονέα θα παραμείνει συνδεδεμένο με τον δικό του ατομικό φάκελο, μέσω του οποίου θα εξακολουθεί να διαθέτει πρόσβαση αυτοτελώς. Συνεπώς, η παροχή πρόσβαση στον έτερο γονέα σε κάθε περίπτωση δεν θέτει σε διακινδύνευση οποιοδήποτε δικαίωμα του ασκούντος την επιμέλεια γονέα και δη τα προσωπικά του δεδομένα.
Βάσει δε των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η συναίνεση του ασκούντος την επιμέλεια γονέα, δεν είναι απαραίτητη για την ευδοκίμηση του αιτήματος του δικαιούχου γονέα, διότι το αίτημα μπορεί να ικανοποιηθεί και αυτοτελώς δια σχετικής αιτήσεως στον εκάστοτε Υπεύθυνο Επεξεργασίας Προσωπικών Δεδομένων, δηλαδή την οικεία Υπηρεσία, ενώ το αίτημα κατά τα ως άνω τυγχάνει ορισμένο, βάσιμο και νόμιμο, όχι μόνο υπό όρους νομιμότητας και σκοπιμότητας, αλλά και υπό όρους προσφορότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας προς τις εφαρμοζόμενες διατάξεις. Μόνη προϋπόθεση αποτελεί η άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου από τον δικαιούχο γονέα και κατάθεση σχετικής αίτησης σε αυτόν όπου επισυνάπτονται τας σχετικά δικαιολογητικά (που αποδεικνύουν την σχέση γονέα και παιδιού και τη άσκηση της γονικής μέριμνας, λχ. Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, απόφαση/συμβολαιογραφικό έγγραφο ρύθμισης επικοινωνίας).
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ο κατακερματισμός-ενδεχομένως και το κενό- των νομικών κανόνων, δημιουργούν ζητήματα ως προς την εντελή ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης/πληροφόρησης (βλ. αντίθετη Σύνοψη Διαμεσολάβησης Συνηγόρου του Παιδιού Ιανουαρίου 2022). Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω Αρχή υιοθετεί την άποψη ότι υπερέχει το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης του τέκνου και το δικαίωμα της ανατροφής από τον υπεύθυνο γι’ αυτή γονέα και κατ’ επέκταση στην υγεία και ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι καλύπτεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα υγείας του τέκνου (ειδικότερα στην πλατφόρμα του ΗΔΙΚΑ) διά πρόσβασης του γονέα στην ασφαλιστική μερίδα του οποίου είναι έμμεσα εξαρτημένο μέλος το τέκνο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει εξάρτηση της ασφαλιστικής ικανότητας από την επιμέλεια και ως εκ τούτου, το πρόσωπο του άμεσα ασφαλισμένου γονέα, δύναται να συμπίπτει και με το πρόσωπο του μη ασκούντα την επιμέλεια γονέα.
Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν λαμβάνει υπ’ όψη ότι, τα ως άνω δικαιώματα δεν έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, αλλά μπορούν να ιδωθούν ως αλληλοσυμπληρούμενα, ούτε όμως διαλαμβάνει ότι με τον τρόπο αυτό δεν καλύπτεται το άμεσο και καθολικό δικαίωμα πρόσβασης βάσει προσωπικών δεδομένων, το δικαίωμα πληροφόρησης και το δικαίωμα-υποχρέωση προς άσκηση της γονικής μέριμνας που αιτιολογεί τη λήψη άμεσης γνώσης της υγείας του τέκνου, εκάστου γονέα, ανεξαρτήτως της άσκησης της επιμέλειας αυτού ή του προσώπου στο οποίο ασφαλίζεται έμμεσα το τέκνο. Εξάλλου, σκοπός της σύστασης του ανωτέρω φακέλου, είναι αυτοί που έχουν τεθεί σύμφωνα με το αρ. 90 παρ. 6 του Ν. 4368/2018 με ευθεία μάλιστα παραπομπή στον ΓΚΠΔ και ως εκ τούτου τα δικαιώματα ασφάλισης και ανατροφής δεν εμποδίζονται με κανένα τρόπο, αντίθετα, πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση κατά τα ως άνω, προκειμένου ο δικαιούχος γονέας να επισκοπεί τη λήψη παροχών υγείας, πάντα με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου.
Πολλώ δε μάλλον δεν λαμβάνεται υπ’ όψη σε σχέση με το γεγονός ότι πρέπει να παρέχεται ως δυνατότητα η αυτοτελής πρόσβαση εκάστου γονέα, το γεγονός ότι τεχνικά παρέχεται η δυνατότητα πρόσβασης στις εν λόγω πλατφόρμες από διαφορετικό, εξουσιοδοτούμενο ΑΜΚΑ, αλλά και το γεγονός ότι δεν απαγορεύεται να μεταβληθεί ακόμα και μονομερώς από τον ασκούντα την επιμέλεια γονέα η ασφαλιστική ικανότητα του τέκνου. Πράγματι, όπως αναφέρεται και στην παρούσα διαμεσολάβηση, δεν είναι σπάνιο μετά το διαζύγιο ο ασκών την επιμέλεια γονέας να ασφαλίσει μονομερώς το τέκνο του στη δική του ασφαλιστική μερίδα. Εντούτοις αυτό που δεν αξιολογείται αρνητικά είναι το γεγονός ότι ενόσω υπάρχει αυτή η δυνατότητα μονομερούς αλλαγής, ο κίνδυνος της εξάρτησης του δικαιώματος πρόσβασης από την σύνδεση του ΑΜΚΑ του τέκνου από τον ασφαλιστικό φορέα του άμεσα ασφαλισμένου μέλους/γονέα, όπου το τέκνο είναι εξαρτώμενο μέλος, δύναται να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση.
Τούτο δε διότι, ως αναφέρθηκε, υπό το πλέγμα των ανωτέρω διατάξεων προστατεύονται αυτοτελώς τα δικαιώματα της άμεσης πρόσβασης-πληροφόρησης-γονικής μέριμνας, ενώ και τεχνικά παρέχεται η δυνατότητα αυτή και νομικά δεν αποκλείεται (αντιθέτως επιβάλλεται) και ως εκ τούτου δεν υφίσταται και σύγκρουση δικαιωμάτων. Η άποψη αυτή, εναρμονίζεται πλήρως με το καθεστώς μετά το διαζύγιο, όπου οι σχέσεις μεταξύ των γονέων μεταξύ τους και με το τέκνο τους μεταβάλλονται και οδηγεί σε πληρέστερη άσκηση των δικαιωμάτων εκάστου γονέα χάριν του συμφέροντος του τέκνου τους.
Αντί επιλόγου:
Συνεπώς, το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και η αξιοποίηση της τεχνολογίας, παρέχουν όλα τα εχέγγυα, προκειμένου να ικανοποιείται άμεσα το δικαίωμα πληροφόρησης του δικαιούχου γονέα, με την επισήμανση ότι η πρόσβαση αφορά καταγεγραμμένες πληροφορίες (είναι πιθανόν να μην είναι όλες καταγεγραμμένες) και ότι με αυτόν τον τρόπο πρόσβασης δεν αίρεται η υποχρέωση του ετέρου γονέα για παροχή των αιτούμενων πληροφοριών.