Τραπεζικό Δίκαιο
Συχνές ερωτήσεις (FAQ)
Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται για απαιτήσεις που κατ’ αρχήν δεν θεωρούνται αμφισβητούμενες. Συνεπώς το πρόσωπο σε βάρος του οποίου εκδίδεται η Διαταγή Πληρωμής οφείλει εντός προθεσμίας 15 εργάσιμων ημερών να αμφισβητήσει την απαίτηση που ενσωματώνεται στην διαταγή, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Εφόσον αμελήσει, το πρόσωπο το οποίο εξέδωσε την Διαταγή Πληρωμής έχει την ευχέρεια να επιδώσει, δηλαδή να κοινοποιήσει, εκ νέου την Διαταγή Πληρωμής. Εάν πάλι δεν κινητοποιηθεί ο φερόμενος οφειλέτης, τότε η απαίτηση που ενσωματώνει η Διαταγή και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία απορρέει, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων.
Η έκδοση της Διαταγής Πληρωμής κινητοποιεί επί της ουσίας διαδικασία που καταλήγει στην οριστική διάγνωση ή μη) μίας απαίτησης αλλά και εφοδιάζει τον δανειστή με την δυνατότητα αναγκαστικής ικανοποίησής της. Η αναγκαστική ικανοποίηση μίας απαίτησης είναι, όμως, μία ξεχωριστή, πολύπλοκη διαδικασία κατά την επιχείρηση της οποίας από τον δανειστή είναι δυνατόν να εμφιλοχωρήσουν λάθη, τα οποία την καθιστούν ακυρωτέα. Σε κάθε όμως περίπτωση το δίκαιο προστατεύει, με αυστηρούς μεν κανόνες, και την δικαιολογημένη αδυναμία πληρωμής η οποία όμως συνοδεύεται από καλόπιστη προσπάθεια συνεργασίας του οφειλέτη.
Στην διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ο πιστωτής πρέπει να ακολουθήσει συγκεκριμένα βήματα προκειμένου να μπορέσει να ικανοποιήσει την απαίτησή του μέσω πλειστηριασμού πράγματος που ανήκει στον οφειλέτη ή έχει δοθεί προς εξασφάλιση από τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό του οφειλέτη (π.χ. ακινήτου). Αρχικά, πρέπει να επιδώσει επιταγή προς πληρωμή, με την οποία να ζητά την εξόφληση του ποσού που χρωστάει ο οφειλέτης, και αν εκείνος δεν καταβάλει, να προχωρήσει σε κατάσχεση. Ο οφειλέτης, εφόσον διαφωνεί με την απαίτηση, ή εντοπίζει διαδικαστικά σφάλματα στην εκτελεστική διαδικασία, μπορεί να ασκήσει το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του ά. 933 του ΚΠολΔ εντός συγκεκριμένων, σύντομων προθεσμιών, που προβλέπει ο νόμος. Για τον λόγο αυτό, στην περίπτωση που δανειστής στραφεί κατά του οφειλέτη διεκδικώντας την καταβολή των οφειλομένων, ο τελευταίος πρέπει να αναζητήσει άμεσα νομική βοήθεια.
Ο νόμος, και συγκεκριμένα ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, προβλέπει στο άρθρο 954, την δυνατότητα άσκησης ανακοπής για την διόρθωση της τιμής πρώτης προσφοράς με την οποία θα βγει στον πλειστηριασμό το κατασχεμένο πράγμα (π.χ. ακίνητο). Απώτατη προθεσμία για την άσκηση του συγκεκριμένου ένδικου βοηθήματος είναι 15 εργάσιμες ημέρες πριν τον πλειστηριασμό.
Παρά το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει συγκεκριμένα χρονικά όρια για την έκδοση αποφάσεων σε τέτοιες υποθέσεις, λόγω φόρτου των δικαστηρίων παρατηρείται το φαινόμενο να κινδυνεύει να γίνει πλειστηριασμός χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση του Δικαστηρίου για την ανακοπή κατά της κατάσχεσης. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος δεν προβλέπει την δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας σε αυτό το στάδιο, γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι ο οφειλέτης, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να κριθεί άξιος προσωρινής δικαστικής προστασίας μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής που έχει ασκήσει, με βάση την πρόβλεψη του άρθρου 731 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης.
Ο νόμος, σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση επί ανακοπής κατά της κατάσχεσης που δεν δικαιώνει τον οφειλέτη, προβλέπει την δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κατά της πρωτόδικης απόφασης (π.χ. έφεσης). Η άσκηση όμως ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει από μόνη της την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό, ο νόμος προβλέπει περαιτέρω την δυνατότητα άσκησης αναστολής της εκτέλεσης, η οποία για να γίνει δεκτή προϋποθέτει ότι νωρίτερα θα έχει ασκηθεί ένδικο μέσο (π.χ. έφεση). Το Δικαστήριο που θα κληθεί να αποφασίσει θα πρέπει να πιθανολογήσει ότι τουλάχιστον ένας από τους προβαλλόμενους λόγους θα γίνει δεκτός από το Δικαστήριο που θα δικάσει (στο μέλλον) το ασκηθέν ένδικο μέσο και ότι ο οφειλέτης θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη αν δεν του χορηγηθεί αναστολή. Στην περίπτωση που ζητείται αναστολή πλειστηριασμού, το ένδικο βοήθημα της αναστολής πρέπει να ασκηθεί τουλάχιστον 5 εργάσιμες ημέρες προ του πλειστηριασμού προκειμένου να εξεταστεί από το Δικαστήριο, σε διαφορετική περίπτωση το σχετικό αίτημα θα απορριφθεί.
Εφόσον υπάρχουν σφάλματα στην ίδια την διαδικασία του πλειστηριασμού, ή εφόσον έχει ασκηθεί και σε προγενέστερο σημείο ανακοπή κατά πρότερης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή του άρθρου 933 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με την οποία να ζητάει την ακύρωση του πλειστηριασμού που διενεργήθηκε. Στην περίπτωση εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, η προθεσμία ανακοπής κατά του πλειστηριασμού είναι 30 ημέρες από την ημέρα διενέργειάς του αν πρόκειται για κινητά, και 60 ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αν πρόκειται για ακίνητα. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δικαιωθεί, το πράγμα (π.χ. ακίνητο) θεωρείται ότι ποτέ δεν έφυγε από την κυριότητά του.
Στην περίπτωση που ο προγραμματισμένος πλειστηριασμός δεν γίνει ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, ο δανειστής μπορεί να ζητήσει να γίνει αυτός εντός 40 ημερών από την αρχική ημερομηνία κατά την οποία είχε οριστεί να πραγματοποιηθεί. Αν αδρανήσει, μπορεί να επανέλθει κάνοντας Δήλωση Συνέχισης Πλειστηριασμού. Σε αυτήν την περίπτωση ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα νωρίτερο των 2 μηνών και αργότερο των 3 μηνών από την Δήλωση Συνέχισης. Ο οφειλέτης σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 973 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μπορεί να ασκήσει ανακοπή με την οποία θα προβάλλει αντιρρήσεις για οποιονδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της Δήλωσης Συνέχισης, που υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αφορά και την ίδια την απαίτηση. Το ειδικό αυτό ένδικο βοήθημα πρέπει να ασκηθεί σε προθεσμία 30 ημερών από την ημερομηνία ανάρτησης της Δήλωσης Συνέχισης στην ειδική σελίδα των πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ).
Εκείνος που θα αναδειχθεί υπερθεματιστής στην διαδικασία του πλειστηριασμού (αυτός δηλαδή που θα υποβάλει την καλύτερη προσφορά για να αποκτήσει το πράγμα), αν διαπιστώσει ότι το πλειστηριαζόμενο ακίνητο δεν έχει τις ιδιότητες που πίστευε μπορεί να υπαναχωρήσει, προτού καταβάλει το τίμημα. Στην περίπτωση όμως που η απόφασή του αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων του ακινήτου (π.χ. το ακίνητο εμφανιζόταν να είναι 100 τ.μ., ενώ τελικά ήταν 90 τ.μ.), δεν μπορεί να πάρει πίσω τα χρήματα που είχε δώσει ως εγγύηση, καθώς αυτά θα χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν την διαφορά μεταξύ της δική του προσφοράς και της προσφοράς του επόμενου υποψήφιου πλειοδότη. Αν δεν υπήρχε τέτοιος, αυτά τα χρήματα θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας του αναπλειστηριασμού (νέου πλειστηριασμού για την ανάδειξη νέου υπερθεματιστή). Στην περίπτωση όμως που το ακίνητο βαρύνουν νομικά ελαττώματα (π.χ. το ακίνητο βάραιναν δουλείες που δεν εξαφανίζονται παρά την διαδικασία του πλειστηριασμού), ο υπερθεματιστής μπορεί να υπαναχωρήσει και να διεκδικήσει και τα χρήματα της εγγύησης που είχε ήδη καταβάλει για να μετάσχει στην διαδικασία του πλειστηριασμού.
Είναι δυνατόν στην περίπτωση κατά την οποία έχει παρέλθει χρονικό διάστημα ενός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης έως και την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού του ακινήτου του, να κατατεθεί αίτηση ανατροπής κατάσχεσης (1019 ΚΠολΔ) ενώπιον του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατασχεμένο ακίνητο. Με αυτόν τον τρόπο εφόσον έχει παρέλθει το έτος, η κατάσχεση αίρεται.