Ακυρότητα Διαθήκης λόγω Αντίθεσης στα Χρηστά Ήθη

Γιώργος Κεφαλάς, L.LM. mult, M.Sc.

Χριστίνα Κολιάτου, L.LM., PgCert

Περίληψη: Πολύ συχνά οι κληρονόμοι του θανόντος διαθέτη έρχονται αντιμέτωποι με απρόσμενες καταστάσεις, όταν αποκαλύπτεται το περιεχόμενο της διαθήκης του. Μπορεί να περιορίζονται αδικαιολόγητα σε ελάχιστο τμήμα της περιουσίας ή να διαπιστώνουν ότι το σύνολο αυτής καταλείπεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, εκτός οικογενείας. Μπορεί επίσης το όλο περιεχόμενο και οι διατάξεις της διαθήκης να φανερώνουν πλήρη απαξίωση του διαθέτη προς το οικογενειακό του περιβάλλον ή ακόμη και εκδικητικές τάσεις αυτού, πολύ συχνά αδικαιολόγητες. Στις περιπτώσεις αυτές ερωτάται συχνά αν πρέπει να γίνεται δεκτή η τελευταία βούληση του θανόντος ή εάν οι κληρονόμοι δύνανται να την ανατρέψουν. Το παρόν άρθρο, λοιπόν, εξετάζει περιπτώσεις, όπου τέτοια φαινόμενα οδήγησαν σε ακύρωση της διαθήκης από τα δικαστήρια προς όφελος της στενής οικογένειας του θανόντος.

1. Εισαγωγικά

Όχι σπάνια διαθήκες ακυρώνονται από τα δικαστήριά μας ως «ανήθικες» ή κατά την οικεία νομική ορολογία ως «αντίθετες στα χρηστά ήθη». Πότε όμως μια διαθήκη είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη και ποιες συνέπειες επισύρει η αντίθεση αυτή; Οι κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής, γίνεται δεκτό από τα δικαστήριά μας, ότι μπορούν να θέσουν περιορισμούς στην ελευθερία που καταρχήν έχει ο διαθέτης να αποφασίσει πώς θα διανείμει την περιουσία του μετά θάνατον. Έτσι, για παράδειγμα, θεωρείται ανήθικο ο διαθέτης να καταλείπει όλη σχεδόν την περιουσία του στην εξώγαμη ερωτική του σύντροφο, ως αντάλλαγμα για τις σαρκικές απολαύσεις που του παρείχε εν ζωή, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη σύζυγο και τα παιδιά του στο ελάχιστο ποσοστό που θέτει ο νόμος. Τέτοιες καταστάσεις εξετάζει το παρόν άρθρο, παρουσιάζοντας ενδεικτικά περιπτώσεις διαθηκών που έχουν κριθεί ως «ανήθικες» από τα δικαστήρια, αλλά και τις συνέπειες που επιφέρει μία τέτοια κρίση. Η παρουσίαση δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτική, καθώς οι περιπτώσεις ανηθικότητας είναι σαφώς πολυποίκιλες.

2. Η έννοια των κανόνων της ηθικής και οι περιορισμοί που θέτουν στην ελευθερία του διαθέτη

Βάσει του κληρονομικού μας δικαίου, ο διαθέτης είναι καταρχήν ελεύθερος να καταλείπει την περιουσία του σε όποια πρόσωπα και με τον τρόπο που εκείνος επιθυμεί. Περιορισμοί τίθενται μόνον ως προς τα πρόσωπα της στενής του οικογένειας, όπου ο νόμος ορίζει ότι πρέπει να λαμβάνουν ένα ελάχιστο μέρος της περιουσίας του θανόντος («νόμιμη μοίρα»).

Ωστόσο, η ελευθερία αυτή του διαθέτη να ρυθμίζει την κληρονομική του διαδοχή κατά τον τρόπο που αυτός επιθυμεί, δεν είναι απεριόριστη, αλλά πρέπει να ασκείται εντός των ορίων που διαγράφουν τα χρηστά ήθη, οι κανόνες δηλαδή της ηθικής. Ποια είναι η έννοια, όμως, των χρηστών ηθών και με ποια κριτήρια αυτή προσδιορίζεται; Τα χρηστά ήθη είναι κατ’ ουσίαν οι αντιλήψεις περί ηθικής που διαμορφώνονται σε μια κοινωνία, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύει το περί ηθικής συναίσθημα που έχει, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ο, κατά γενική αποδοχή, μέσος συνετός άνθρωπος. Πρόκειται, δηλαδή, για την ηθική όχι του ίδιου του θανόντος διαθέτη, αλλά του μέσου ανθρώπου που διαβιεί στις ίδιες κοινωνικές συνθήκες με τον διαθέτη. Προκειμένου να ελέγξουν τα δικαστήρια αν μία διαθήκη είναι αντίθετη προς τους κανόνες που επιβάλλει η ηθική συνεκτιμούν πολλούς παράγοντες και, ιδίως: α) το περιεχόμενο και β) τα αποτελέσματα της διαθήκης, γ) τα αίτια που ώθησαν το διαθέτη στη σύνταξη αυτής, δ) τον σκοπό που αυτός επιδίωκε και ε) γενικά το σύνολο των περιστάσεων και συνθηκών που τη συνοδεύουν. Κατωτέρω, παραθέτουμε ποικίλη περιπτωσιολογία διαθηκών αντίθετων στα χρηστά ήθη, η οποία απαντάται στις αποφάσεις των δικαστηρίων μας και παράλληλα τον τρόπο που έκαστη περίπτωση αντιμετωπίζεται. Αναλυτικότερα:

3. Ενδεικτικές περιπτώσεις «ανήθικων» διαθηκών

α) Η συνηθέστερη, στην πράξη, περίπτωση αντίθεσης διαθήκης στα χρηστά ήθη αφορά διατάξεις υπέρ προσώπου ανήθικου ή αισχρού, με το οποίο ο διαθέτης διατηρούσε εξώγαμες ερωτικές σχέσεις. Στην περίπτωση, αυτή, η εν λόγω διαθήκη δεν κρίνεται εξαρχής «ανήθικη», αλλά απαιτείται, επιπλέον, η περιουσιακή διάθεση να πραγματοποιείται αποκλειστικά ως ανταμοιβή για τις ερωτικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ του διαθέτη και του τρίτου προσώπου, είτε για τη διατήρηση τους είτε για την επανάληψη τους, κατά τρόπο προκλητικό έναντι των γενικώς αποδεκτών ηθικών αξιών και κατά αδικαιολόγητη περιφρόνηση των προσώπων της στενής οικογένειας του διαθέτη. Έτσι, για παράδειγμα, ο διαθέτης είναι ελεύθερος να συνδεθεί στη διάρκεια της ζωής του με ένα πρόσωπο εκτός της οικογένειάς του και να αφήσει σε αυτό με τη διαθήκη του το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Μία τέτοια διαθήκη, αρχικά, δεν είναι αντίθετη προς τους κανόνες της ηθικής. Αν όμως ο θανών συνέταξε μία τέτοια διαθήκη, επειδή το πρόσωπο αυτό τον απειλούσε ότι θα τον εγκατέλειπε σε περίπτωση που δεν του άφηνε την περιουσία του, τότε η διαθήκη αυτή αντιβαίνει στα χρηστά ήθη. Σε αντίστοιχη περίπτωση, λοιπόν, όπου ο διαθέτης άφησε όλη του την περιουσία στο τέκνο του συντρόφου, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικές επαφές, αποκλειστικά και μόνο ως ανταμοιβή για τις ερωτικές υπηρεσίες που του παρείχε, προκειμένου ο εν λόγω σύντροφος να μην τον εγκαταλείψει, περιφρονώντας όμως έτσι τον εν ζωή αδελφό του, στο οποίο δεν άφησε τίποτα, το Εφετείο της Θεσσαλονίκης αναγνώρισε την ακυρότητα των σχετικών διατάξεων της διαθήκης, κρίνοντας ότι αυτές ήταν αντίθετες στα χρηστά ήθη, διότι έγιναν αποκλειστικά και μόνο ως ανταμοιβή του συντρόφου του θανόντος, προκειμένου αυτός να συνεχίσει να του προσφέρει τις σαρκικές του υπηρεσίες, εκδηλώνοντας όμως έτσι αδικαιολόγητη περιφρόνηση του διαθέτη έναντι της οικογένειας του.

β) Άλλη κατηγορία συχνά απαντώμενων περιπτώσεων «ανήθικης» διαθήκης είναι όταν ο κληρονομούμενος με τη διαθήκη του εκδηλώνει αδικαιολόγητη περιφρόνηση προς τη νόμιμη οικογένεια του, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με τα λοιπά περιστατικά, μαρτυρά ηθική διαστροφή ή κατάπτωση του θανόντος. Στην περίπτωση αυτή, συνήθως, χωρίς εύλογη αφορμή, καταλείπεται πολύ μικρό μέρος της περιουσίας στα μέλη της οικογενείας του θανόντος. Έτσι, σε σχετική υπόθεση, όπου ο θανών άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε ένα γηροκομείο, περιορίζοντας τη σύζυγο και τα παιδιά του σε ένα πολύ μικρό μέρος αυτής, παρά το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του οι τελευταίοι ουδέποτε εκδήλωσαν επιλήψιμη συμπεριφορά απέναντι του, το Τριμελές Εφετείο του Ναυπλίου, αναγνώρισε την ακυρότητα της επίμαχης διαθήκης, διαπιστώνοντας την ηθική κατάπτωση και την έλλειψη φιλανθρωπικών συναισθημάτων του διαθέτη, αφού παρά το γεγονός ότι τα μέλη της οικογένειας του, ουδέποτε του είχαν δώσει οποιαδήποτε σχετική αφορμή, όσο αυτός ήταν εν ζωή – κάθε άλλο μάλιστα προσπάθησαν πολλές φορές να έρθουν σε επαφή μαζί του -, εκείνος, αφού εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία, τους περιφρονούσε αδικαιολόγητα και εν γένει ήταν δύστροπος και προσβλητικός απέναντι τους.

γ) Άλλη περίπτωση «ανήθικης» διαθήκης αφορά διατάξεις του θανόντος, ο οποίος επιδιώκει να επηρεάσει με αυτές τη βούληση του κληρονόμου σχετικά με ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα της προσωπικότητας του και να δεσμεύσει υπέρμετρα την ελευθερία του, όπως για παράδειγμα στην επιλογή του επαγγέλματος, ή κλάδου σπουδών, στην επιλογή συζύγου, ή τέλεση γάμου γενικώς, ή ακόμα και στην μόνιμη εγκατάσταση σε ορισμένο τόπο κλπ. Σε σχετική περίπτωση, όπου ο θανών, με τη διαθήκη του, άφηνε την περιουσία του στον γιο του, υπό την προϋπόθεση, όμως, αυτός να τελέσει γάμο και να αποκτήσει νόμιμο τέκνο, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας αναγνώρισε την ακυρότητα των σχετικών διατάξεων της επίμαχης διαθήκης, κρίνοντας αυτές ως αντίθετες στα χρηστά ήθη, διότι με τη συγκεκριμένη προϋπόθεση που έθετε ο θανών – διαθέτης δεσμευόταν υπέρμετρα η ελευθερία του τέκνου του, σε ζητήματα τα οποία κατά τις κρατούσες στην κοινωνία περί ηθικής αντιλήψεις, εναπόκειντο αποκλειστικά στην ελεύθερη βούληση του.

δ) Πέραν των ανωτέρω κατηγοριών, αξίζει να επισημανθεί ότι κάθε περίπτωση κρίνεται από τα δικαστήρια ξεχωριστά, καθώς αποτελεί, πάντα, μια διαφορετική αλληλουχία πραγματικών περιστατικών, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση μια διαθήκης που υπό άλλες συνθήκες θα χαρακτηριζόταν ως έγκυρη. Ενδεικτικά, σε χαρακτηριστική υπόθεση, όπου σε πρώτο επίπεδο το περιεχόμενο της διαθήκης της θανούσας δεν παρέπεμπε σε κρίση περί της αντίθεσης αυτής στα χρηστά ήθη, τελικώς κατόπιν ελέγχου των λοιπών συγκυριών και περιστάσεων που συνόδευαν την υπό κρίση περίπτωση, η επίμαχη διαθήκη χαρακτηρίστηκε ως ανήθικη. Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή η θανούσα αρχικώς μοίρασε την περιουσία της μεταξύ μιας γυναίκας που την φρόντιζε έως το τέλος της ζωής της, ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος, καθώς και δύο προσώπων με τα οποία ήταν συνδεδεμένη ηθικά (επειδή είχαν φυγαδεύσει τον σύζυγο της μετά τον πόλεμο). Εν συνεχεία, με επόμενη διαθήκη της, η θανούσα ανέτρεψε την προηγούμενη αφήνοντας το σύνολο της περιουσίας της αποκλειστικά στη γυναίκα που τη φρόντιζε έως το τέλος της ζωής της. Εν προκειμένω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Τρίπολης έκρινε την τελευταία αυτή διαθήκη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, βάσει του περιεχομένου της και των αιτιών που ώθησαν τη διαθέτιδα στη σύνταξή της. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι τα πρόσωπα, στα οποία είχε αφήσει αρχικά η διαθέτιδα μέρος της περιουσίας της, είχαν συνδράμει το σύζυγό της να διαφύγει την αιχμαλωσία, με αποτέλεσμα να νιώθει γι’ αυτά ευγνωμοσύνη, ενώ παράλληλα κατά τη διάρκεια της ζωής της η διαθέτιδα ασκούσε φιλανθρωπικό έργο, το δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των ανωτέρω περιστάσεων και ιδίως την επιρροή που ασκήθηκε στην διαθέτιδα από τη γυναίκα που την φρόντιζε, αναγνώρισε την ακυρότητα της τελευταίας διαθήκης, λόγω αντίθεσής της στους κανόνες της ηθικής, επικυρώνοντας κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο της αρχικής.

4. Συνέπειες από τον χαρακτηρισμό μίας διαθήκης ως αντίθετης προς τα χρηστά ήθη

Στις περιπτώσεις που τα δικαστήρια κρίνουν μία διαθήκη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, αναγνωρίζουν την ακυρότητας αυτής, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η εν λόγω διαθήκη ουδέποτε συντάχθηκε και άρα δεν υπάρχει. Έτσι, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου περί εξ αδιαθέτου διαδοχής (εκτός κι αν υπάρχει προγενέστερη έγκυρη διαθήκη, οπότε και ισχύει αυτή). Με απλά λόγια, στην περίπτωση αυτή, η κληρονομία του θανόντος θα διανεμηθεί στα πρόσωπα της οικογενείας του, κατά τον τρόπο που ορίζει ο Αστικός μας Κώδικας, ήτοι θα κληρονομήσουν η νόμιμη σύζυγος και τα παιδιά του θανόντος το σύνολο της περιουσίας του, ενώ αν δεν υπάρχουν τέκνα, αντί των τέκνων, οι γονείς του.

5. Αντί επιλόγου

Από το νομικό μας σύστημα κατοχυρώνεται η ελευθερία του διαθέτη να καταλείπει την περιουσία του όπως εκείνος επιθυμεί, με κάποιους περιορισμούς ως προς ένα ελάχιστο ποσοστό που πρέπει να κληρονομούν ο/η σύζυγος και τα τέκνα του («νόμιμη μοίρα»). Ωστόσο, η ελευθερία αυτή δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις, όπου ο τρόπος με τον οποίο ο θανών κατέλειπε την κληρονομία του έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους κρατούντες στην κοινωνία κανόνες της ηθικής, με αποτέλεσμα η έννοια της ηθικής, μία έννοια κατ’ ανάγκη ρευστή, πολλές φορές, να ανατρέπει πλήρως τη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας.