Ακυρότητα διαθήκης λόγω έλλειψης συνείδησης πραττομένων ή ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του διαθέτη
yiannatsis2023-11-23T09:52:50+00:00Στελλίνα Μανδάλου, ασκούμενη δικηγόρος
Γιώργος Κεφαλάς, L.LM. mult., M.Sc.
Περίληψη: Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, μετά τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της διαθήκης του θανόντος στην οικογένεια αυτού, οι συγγενείς να αιφνιδιαστούν. Κατά κανόνα, αυτό συμβαίνει, όταν σε αυτήν περιλαμβάνονται διατάξεις, οι οποίες δημιουργούν απρόσμενες αδικίες ή δε συνάδουν, εν γένει, με το χαρακτήρα και τις απόψεις του εκλιπόντος. Ενδέχεται, για παράδειγμα, ο διαθέτης να αφήνει όλη την περιουσία του σε κάποιο ίδρυμα ή σε τρίτα πρόσωπα, με τα οποία δεν τον συνέδεε κάποιος ιδιαίτερος δεσμός, αποκλείοντας αδικαιολόγητα την οικογένειά του. Αυτό συχνά οφείλεται στο γεγονός ότι ο θανών κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν μπορούσε να αντιληφθεί τη σημασία της πράξεώς του, όντας εύκολο «θύμα» κακόβουλων τρίτων που θέλησαν να επηρεάσουν τη βούλησή του.
1. Εισαγωγή
Πολύ συχνά, κατά την αποκάλυψη του περιεχόμενου της διαθήκης, οι συγγενείς του θανόντος βρίσκονται προ εκπλήξεως∙ διαπιστώνουν ότι ο θανών, με τον οποίο διατηρούσαν άριστες σχέσεις μέχρι τον θάνατό του, τους έχει παραλείψει στη διαθήκη του ή τους έχει περιορίσει σε πολύ μικρό τμήμα της περιουσίας του (συνήθως για τους στενούς συγγενείς στη «νόμιμη μοίρα», δηλαδή στο ελάχιστο κατά τον νόμο ποσοστό). Αυτό μπορεί να γίνεται συνειδητά από το διαθέτη, ο οποίος είναι καταρχήν ελεύθερος να διαθέτει όπως επιθυμεί την περιουσία του – με ελάχιστες εξαιρέσεις που αφορούν τα παιδιά, τους γονείς και το σύζυγο του θανόντος -, οπότε ουδέν θέμα ακυρότητας της διαθήκης τίθεται. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις, όπου ο διαθέτης, συνήθως εξαιτίας κάποιας νόσου ή εν γένει κάποιου προβλήματος υγείας, δεν μπορεί να σχηματίσει ελεύθερα τη βούλησή του και δεν έχει συνείδηση των πράξεών του και της σημασίας των. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαθήκη που συντάσσεται πάσχει ακυρότητας, η οποία μπορεί να αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση, κατόπιν άσκησης αγωγής.
2. Έλλειψη συνειδήσεως πραττομένων και ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη
Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 1719 του Αστικού μας Κώδικα, προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, που σύμφωνα με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων αναλύονται ως εξής:
i. Η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει, όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση, εγκεφαλικό οίδημα, επιθανάτια αγωνία κλπ) δεν έχει τη δυνατότητα να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης, που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επιμέρους διατάξεών της. Δεν απαιτείται γενικά και πλήρως έλλειψη της συνειδήσεως, αλλά αρκεί η σε μεγάλο βαθμό σύγχυσή του.
ii. Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεως του διαθέτη, η οποία υφίσταται όταν ο διαθέτης βρίσκεται σε πνευματική διαταραχή που δεν του επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεως του με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές και επιρροές τρίτων και του είναι αδύνατο να αντισταθεί σε υποβολές που προέρχονται από τρίτους. Οι ασθένειες, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στη διαταραχή αυτή, είναι, για παράδειγμα, η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και η γεροντική άνοια, όταν από αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης και η ολιγοφρένεια.
Σημαντικό είναι να διευκρινιστεί ότι ο διαθέτης είναι πιθανό να μπορεί να επιχειρήσει απλές ενέργειες και να τακτοποιήσει αυτοδύναμα και με ορθό τρόπο τις καθημερινές του υποθέσεις, ωστόσο, να μην διαθέτει την απαιτούμενη από το νόμο ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης. Από την άλλη μεριά, η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση δεν δικαιολογεί, από μόνη της, τέτοια ανικανότητα.
Κρίσιμο είναι σε κάθε περίπτωση, κατά πόσον μία νόσος ή μία κατάσταση επηρέασε – και μάλιστα σημαντικά – τη συνείδηση, την αντιληπτική ικανότητα και τη βούληση του διαθέτη κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης.
3. Κρίσιμος χρόνος ύπαρξης της ικανότητας προς σύνταξη διαθήκης
Ο κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο ο διαθέτης πρέπει να έχει την ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, είναι, όταν πρόκειται για ιδιόγραφη διαθήκη (διαθήκη που γράφεται με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από τον ίδιο τον διαθέτη), ο χρόνος σύνταξής της. Στη μυστική διαθήκη (ιδιόγραφη διαθήκη που παραδίδεται προς φύλαξη σε συμβολαιογράφο) κρίσιμος είναι ο χρόνος από την παράδοση του εγγράφου της μυστικής διαθήκης στον συμβολαιογράφο έως και την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης. Τέλος, όταν η διαθήκη είναι δημόσια (διαθήκη που συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου), ικανότητα θα πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο δήλωσης της τελευταίας βούλησης του διαθέτη ενώπιον του συμβολαιογράφου, δηλαδή κατά το χρόνο σύνταξης του σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου.
4. Περιπτώσεις από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων
Περιπτώσεις, στις οποίες κρίθηκε νομολογιακά ότι δεν υπήρχε η απαιτούμενη από το νόμο ικανότητα προς σύνταξη διαθήκης λόγω έλλειψης συνείδησης των πραττομένων ή ψυχικής και διανοητικής διαταραχής του διαθέτη είναι ενδεικτικά οι ακόλουθες:
– Ανίκανη προς σύνταξη διαθήκης κρίθηκε διαθέτιδα λόγω έκπτωσης της συνείδησης και αδυναμίας επικοινωνίας, ως απότοκο βαρύτατου εγκεφαλικού επεισοδίου που υπέστη την ημέρα σύνταξης της διαθήκης και πριν τη σύνταξη αυτής (απόφαση 913/2019 του Αρείου Πάγου).
– Ιδιόγραφη διαθήκη κρίθηκε άκυρη, καθώς ο συντάξας αυτή διαθέτης έπασχε, από νεαρή ηλικία, αλλά και κατά τον χρόνο σύνταξης της, από μη ιάσιμη και ανίατο ψυχική ασθένεια και, συγκεκριμένα, ψυχωσική συνδρομή παρανοϊκού τύπου, με αποτέλεσμα να μην έχει συνείδηση των πραττομένων (απόφαση 489/2018 του Αρείου Πάγου).
– Κρίθηκε άκυρη διαθήκη λόγω πάθησης του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης από οργανικό ψυχοσύνδρομο – άνοια (γεροντική άνοια), ενώ η εν λόγω κρίση ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι ο θανών κατά τον χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης αδυνατούσε να προβαίνει σε συναλλαγές και δεν κυκλοφορούσε ποτέ μόνος του, αλλά πάντοτε με τη συνοδεία της αδελφής του, η οποία ουσιαστικά τον είχε υπό την επίβλεψή της (απόφαση 237/2017 του Αρείου Πάγου).
– Γεροντική άνοια σε συνδυασμό με εν γένει επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας και την παράλληλη συνδρομή στο πρόσωπο του διαθέτη περισσότερων νοσημάτων μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαθήκης (π.χ. βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Στερεάς Ελλάδος 75/2014, απόφαση Αρείου Πάγου 1413/2014).
– Σύμφωνα, επίσης, με την απόφαση 620/2009 του Εφετείου Αθηνών, η ύπαρξη κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης στο πρόσωπο του διαθέτη οργανικού ψυχοσυνδρόμου, νόσος που εκδηλώνεται σε ηλικιωμένα πρόσωπα που πάσχουν από πολλά νοσήματα και λαμβάνουν πλήθος φαρμάκων, με συνέπεια να διαταράσσεται η μεταβολική ισορροπία του εγκεφάλου, τον κατέστησε ανίκανο προς τη σύνταξη αυτής. Ενισχυτικά της εν λόγω κρίσης του δικαστηρίου περί ανικανότητας του διαθέτη γεγονότα ήταν ότι εκείνος ελάμβανε τα οικεία φάρμακα για καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια και υπερτροφία του προστάτη, από τις οποίες έπασχε, καθώς και ένα συγκεκριμένο αγχολυτικό φάρμακο.
– Ρηξικέλευθη, τέλος, υπήρξε η 1935/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία διέλαβε ότι η διαθέτιδα ήταν ανίκανη προς σύνταξη διαθήκης λόγω έλλειψης συνείδησης των πραττομένων, χωρίς η εν λόγω έλλειψη συνείδησης να αποδίδεται σε κάποια συγκεκριμένη ασθένεια, αλλά στην ισχυρή συναισθηματική φόρτιση που επήλθε εξαιτίας πολλών παραγόντων, διαμορφωτικών της ψυχοσύνθεσής της, όπως η επιβολή σε αυτήν από τους θρησκευτικούς κύκλους, με τους οποίους διατηρούσε στενή επαφή, της πεποίθησης ότι η διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της σε αυτούς θα συνέβαλε στην «εξασφάλιση μεταφυσικών ωφελημάτων», ο υπέρμετρος θρησκευτικός ζήλος, από τον οποίο είχε κυριευθεί, αλλά και οι εξαιρετικά περιορισμένες γραμματικές της γνώσεις, όσο και η έλλειψη κοινωνικής πείρας.
5. Αποδεικτικά στοιχεία που οδηγούν τον δικαστή στην κρίση περί ακυρότητας ή μη της διαθήκης
Τα δικαστήρια, για να αχθούν στην κρίση τους περί ακυρότητας ή μη της διαθήκης, στηρίζονται σε μία σειρά από αποδεικτικά στοιχεία, όπως ιδίως:
• Ιατρικές γνωματεύσεις
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται σε γνωματεύσεις που προέρχονται από εξειδικευμένο ως προς την εκάστοτε πάθηση ιατρό, ο οποίος παρακολουθούσε τον διαθέτη κατά το διάστημα οπότε συνέταξε τη διαθήκη και, ιδίως, εφόσον αναφέρεται ρητά ότι η συγκεκριμένη πάθηση επηρεάζει τη βούληση και τη συνείδηση του ασθενούς. Για παράδειγμα, Νευρολόγος-Ψυχίατρος είναι η ειδικότητα που μπορεί να διαγνώσει την ηπατική εγκεφαλοπάθεια και το στάδιο στο οποίο αυτή βρίσκεται (βλ. απόφαση 2169/2014 του Αρείου Πάγου). Η διάγνωση γίνεται βάσει: 1. ψυχομετρικών δοκιμασιών, 2. δοκιμασιών σύνδεσης αριθμών με γραμμές στο χαρτί, 3. μέτρησης ταχύτητας αντίδρασης σε ακουστικά ή οπτικά ερεθίσματα και 4. δοκιμασιών με ΗΕΓ (Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα).
• Φάρμακα που ελάμβανε ο διαθέτης κατά το διάστημα σύνταξης της διαθήκης
Συνήθως, προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου το βιβλιάριο υγείας του θανόντος, όπου και εμφαίνονται τα φάρμακα που του είχαν συνταγογραφηθεί, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο (βλ. λ.χ. απόφαση 1376/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας: «Περαιτέρω, εάν ο ίδιος έπασχε από πνευματική νόσο ή στερούνταν της χρήσης του λογικού, θα είχε διαπιστωθεί στα νοσοκομεία που είχε νοσηλευτεί (Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιατρικό Κέντρο Αθηνών), επιπλέον δε θα ελάμβανε και την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση του προβλήματος του»∙ ομοίως, απόφαση 2169/2014 του Αρείου Πάγου: «Δεν προκύπτει ότι λάμβανε κάποιο φάρμακο ψυχότροπο όπως π.χ. aloperidin κοκ. για να αντιμετωπίσει ζητήματα ψυχικής και διανοητικής διαταραχή»).
• Τυχόν ιατρικές εξετάσεις, στις οποίες είχε υποβληθεί ο διαθέτης κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα
Για την εκάστοτε πάθηση αντιστοιχούν συγκεκριμένες εξετάσεις. Για παράδειγμα, για την πάθηση της ηπατικής εγκεφαλοπάθειας σημαντικό είναι να υπάρχουν μετρήσεις αμμωνίας στο αίμα. Αν δεν έλαβαν χώρα οι σχετικές εξετάσεις, καθίσταται πιο δυσχερής η απόδειξη (βλ. απόφαση 727/2016 του Αρείου Πάγου: «Αφού δεν έγιναν στην αποβιώσασα κατά την διάρκεια των νοσηλειών της νευρολογικές ή ψυχιατρικές εξετάσεις για την διαπίστωση ιατρικώς της διανοητικής της κατάστασης…»).
• Μάρτυρες που είχαν επικοινωνήσει με τον διαθέτη κατά το διάστημα οπότε συντάχθηκε η διαθήκη
Κρίσιμο είναι να έχουν επικοινωνήσει με τον διαθέτη κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο και πάντως μετά την εμφάνιση της νόσου που είχε ως συνέπεια τη μείωση της αντίληψής του.
• Τυχόν υποβολή αίτησης από συγγενικά πρόσωπα του διαθέτη για υποβολή του σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης
Στενοί συγγενείς που γνώριζαν τη νόσο, από την οποία πάσχει ο διαθέτης, θα ήταν λογικό, εφόσον αυτή επηρέαζε πράγματι την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησής του, να είχαν αιτηθεί την υποβολή του σε δικαστική συμπαράσταση.
• Περιεχόμενο Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου
• Η συμμετοχή του διαθέτη στην κοινωνική ζωή κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο θανών κατά την κρίσιμη περίοδο δραστηριοποιείτο ακόμη επαγγελματικά ή συμμετείχε σε εκδηλώσεις ή παρίστατο σε γενικές συνελεύσεις ενδεικνύει ότι είχε συνείδηση των πραττομένων.
• Ακόμη και το ίδιο το κείμενο της διαθήκης – ο τρόπος γραφής και ο γραφικός χαρακτήρας του διαθέτη μπορεί να ενδεικνύουν διανοητική του έκπτωση
• Η αιφνίδια αλλαγή στάσης του διαθέτη ως προς τον τρόπο διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων
Το γεγονός ότι διαθέτης που με περισσότερες διαθήκες κατέλιπε διαχρονικά ως κληρονόμο το γιο του και, στη συνέχεια, με την τελευταία διαθήκη περιόρισε το γιο του σε μικρό μέρος της κληρονομίας, κρίθηκε από το δικαστήριο ότι ενδεικνύει επηρεασμό του διαθέτη και αδυναμία αντίληψης των πραττομένων, σε συνδυασμό πάντως και με άλλα περιστατικά (απόφαση 620/2009 του Εφετείου Αθηνών).
6. Συνέπειες ακυρότητας της διαθήκης
Διαθήκη που συντάσσεται από ανίκανο προς σύνταξη αυτής πρόσωπο είναι αυτοδικαίως άκυρη και, συνεπώς, ακόμη και χωρίς την παρεμβολή σχετικής δικαστικής απόφασης, θεωρείται ως μηδέποτε συνταχθείσα. Ωστόσο, καθένας που έχει έννομο συμφέρον – όπως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι ή δανειστές αυτών – μπορεί να ζητήσει με την άσκηση αγωγής να αναγνωρισθεί δικαστικά ότι η εν λόγω διαθήκη είναι άκυρη.
Επέρχεται, έτσι, η εκ του νόμου κληρονομική διαδοχή (άρθρο 1710 ΑΚ) στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του θανόντος, στους οποίους επάγεται αναδρομικά η κληρονομιά από το χρόνο του θανάτου του, ακριβώς, δηλαδή, όπως εάν δεν είχε συνταχθεί η διαθήκη.
Σημειωτέον ότι, το δικαίωμα για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής της ακυρότητας διαθήκης που συνετάχθη από ανίκανο προς τούτο άτομο δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό ή παραγραφή.
7. Αντί επιλόγου
Συχνά ο θανών κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης μπορεί να μην έχει συνείδηση της πράξεώς του και των συνεπειών του. Συγγενείς που θίγονται από τις διατάξεις μίας τέτοιας διαθήκης μπορούν, εφόσον αποδείξουν ότι πράγματι ο διαθέτης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρθηκαν, πράγματι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία της πράξης του και να διαμορφώσει ελεύθερα τη βούλησή του, μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο, αιτούμενοι την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης, οπότε να κληθούν στην κληρονομία σύμφωνα με την εξ αδιαθέτου διαδοχή