Ακύρωση Διαθήκης λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής του διαθέτη.

Στελλίνα Μανδάλου, ασκούμενη δικηγόρος

Περίληψη: Δεν είναι λίγες οι φορές που ο καταμερισμός της κληρονομιαίας περιουσίας, ως αναγράφεται στη διαθήκη του αποβιώσαντος, δε συνάδει με την πραγματική του βούληση. Μία από τις αιτίες του παραπάνω φαινομένου είναι η ύπαρξη διάστασης ανάμεσα σε αυτό που πιστεύει ο διαθέτης, κατά τη σύνταξη της διαθήκης του, και στην πραγματικότητα, είτε λόγω δικής του πλάνης για ορισμένα πραγματικά περιστατικά είτε λόγω εξαπάτησής του από κάποιο τρίτο πρόσωπο. Άλλο λόγο θα μπορούσε να αποτελέσει το γεγονός ότι ο διαθέτης έχει πέσει θύμα απειλής και εξαναγκάζεται να διαμορφώσει τη διαθήκη του με ορισμένο τρόπο, ο οποίος, ωστόσο, δεν εκφράζει την ειλικρινή του επιθυμία. Τι επιπτώσεις συνεπάγονται, όμως, οι ανωτέρω καταστάσεις για το κύρος μίας διαθήκης (ή κάποιας επιμέρους διάταξης αυτής) και με ποιον τρόπο μπορούν να ενεργήσουν οι κληρονόμοι, προκειμένου να προστατεύσουν τα έννομα συμφέροντά τους;

Εισαγωγή

Πολύ συχνά τα δικαστήριά μας έρχονται αντιμέτωπα με ζητήματα αμφισβήτησης του κύρους διαθηκών λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής του διαθέτη, κατά τη σύνταξή τους. Με ποιον, όμως, τρόπο μπορούμε να επιτύχουμε την ακύρωση μίας διαθήκης ή κάποιας διάταξης αυτής μέσω δικαστικής απόφασης; Στο παρόν άρθρο εξετάζονται οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται, ούτως ώστε να λάβει χώρα η δικαστική ακύρωση διαθήκης, που αποτέλεσε προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής του διαθέτη, μέσω παράλληλης επισκόπησης της νομολογίας των δικαστηρίων μας αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα και παρατίθενται τα μέσα άμυνας που παρέχει ο νόμος στους κληρονόμους προς διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους, τόσο σε αστικό όσο και σε ποινικό επίπεδο.

1. Η περίπτωση της πλάνης.

Τρία είναι τα είδη πλάνης, βάσει των οποίων μπορεί να ακυρωθεί η διαθήκη (ή συγκεκριμένη διάταξη αυτής):

i. Η πλάνη του διαθέτη ως προς την ταυτότητα του τιμωμένου που ήθελε να συμπεριλάβει στη διαθήκη του (του προσώπου, δηλαδή, στο οποίο καταλείπει περιουσιακό του στοιχείο με τη διαθήκη του), η οποία υπάρχει, όταν ο διαθέτης από λάθος, που δεν μπορεί να διορθωθεί με ερμηνεία της διαθήκης, αναγράφει άλλον από αυτόν που ήθελε να τιμήσει.

ii. Η πλάνη του διαθέτη ως προς το αντικείμενο που ήθελε να αφήσει, όταν το αντικείμενο που αναφέρεται στη διαθήκη δεν είναι εκείνο που πράγματι είχε σκοπό να αφήσει ο διαθέτης, αλλά διαφορετικό και αναγράφηκε έτσι από λάθος του.

iii. Η πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης του διαθέτη. Πρόκειται για την πλέον σημαντική περίπτωση πλάνης του διαθέτη. Παραγωγικό αίτιο της βούλησης είναι μία πραγματική κατάσταση του παρόντος, παρελθόντος ή μέλλοντος, που υπάρχει κατά την κατάρτιση της διαθήκης και επηρέασε το σκεπτικό, βάσει του οποίου ο διαθέτης διαμόρφωσε τη διαθήκη του· είναι, δηλαδή, οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισε ο διαθέτης λ. χ. να προβεί σε έναν συγκεκριμένο καταμερισμό των περιουσιακών του στοιχείων, συμπεριλάβει ή να αποκληρώσει κάποιον/α από τη διαθήκη του κτλ.

Επομένως, όταν η ως άνω κατάσταση, που απαραίτητα πρέπει να μνημονεύεται στη διαθήκη, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και, επιπλέον, επέδρασε στη διαμόρφωση της τελευταίας διάταξης, διότι ο διαθέτης αγνοούσε την αλήθεια ή είχε εσφαλμένη γνώση γι’ αυτήν, δημιουργείται λόγος ακύρωσής της. Αντίθετα, αν τα αίτια που αναφέρονται στη διαθήκη είναι μεν ψευδή, αλλά ο διαθέτης γνώριζε την αλήθεια, δεν υφίσταται πλάνη στα παραγωγικά αίτια και τα σχετικά γεγονότα δεν έχουν επίδραση στο κύρος της διαθήκης.

Ενδεικτικές περιπτώσεις, στις οποίες έχει κριθεί νομολογιακά ότι ο διαθέτης βρισκόταν σε πλάνη είναι οι ακόλουθες:

– Πλάνη του διαθέτη ως προς ακίνητο που κατέλιπε, το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν του ανήκε κατά κυριότητα (απόφαση 1350/2014 του Αρείου Πάγου).

– Πλάνη για συγκεκριμένη συμπεριφορά της συζύγου (αδιαφορία, βιαιότητα), που, όμως, αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αλλά η εντύπωση αυτή του διαθέτη οφειλόταν στην επιβαρυμένη συναισθηματική και παθολογική του κατάσταση, κατόπιν υποβολής του σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, η οποία μετεγχειρητικά τον κατέστησε ιδιαιτέρως ευέξαπτο. Την εν λόγω κρίση του δικαστηρίου ενίσχυσε το γεγονός ότι ο διαθέτης συνέχισε να ζει μαζί με τη σύζυγό του μέχρι το θάνατό του και ότι ουδέποτε αυτός άσκησε αγωγή διαζυγίου (απόφαση 7241/2013 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης).

– Πλάνη του διαθέτη ως προς το ύψος των τραπεζικών του καταθέσεων, το οποίο αν γνώριζε, θα είχε προβεί σε διαφορετικό καταμερισμό των κατατεθέντων χρηματικών ποσών μεταξύ των κληρονόμων (απόφαση 1906/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).

– Πλάνη αναφορικά με το ποσοστό του συντελεστή δόμησης οικοδομής που κατέλιπε η διαθέτιδα. Ειδικότερα, η εν λόγω αποβιώσασα πίστευε καλόπιστα ότι δεν είχε μεταβληθεί ο συντελεστής δόμησης και ότι ήταν δυνατή η ανέγερση τρίτου ορόφου στην οικοδομή που κατέλιπε, η πλάνη δε για το εν λόγω περιστατικό είναι τόσο σημαντική, ώστε αν αυτή γνώριζε την πραγματικότητα δεν θα προέβαινε στην σύνταξη της διαθήκης και στον καταμερισμό των περιουσιακών της στοιχείων, κατά τον τρόπο που το έπραξε (απόφαση 794/2008 Εφετείου Λαρίσης).

2. Η περίπτωση της απάτης.

Η διαθήκη (ή κάποια επιμέρους διάταξη αυτής) μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, αν αποτέλεσε προϊόν απάτης, υπό την έννοια ότι χωρίς την τέλεση της εν λόγω απάτης, ο διαθέτης δε θα διατύπωνε τη διαθήκη του (ή την επιμέρους διάταξη αυτής), κατά τον τρόπο που το έπραξε. Μάλιστα, δεν απαιτείται η απάτη να υπήρξε το μοναδικό αίτιο που οδήγησε το διαθέτη στη διατύπωση της υπό ακύρωση διάταξης, αλλά αρκεί ότι χωρίς την απάτη ή χωρίς και την απάτη δε θα διατύπωνε τη διάταξη.

Απάτη μπορεί να στοιχειοθετηθεί είτε με την εκ προθέσεως δημιουργία ή διατήρηση μίας εσφαλμένης αντίληψης είτε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών είτε, τέλος, με την αποσιώπηση ή την ατελή ανακοίνωση αληθών γεγονότων, στην τελευταία, όμως, περίπτωση μόνο, αν ο αποσιωπών είχε υποχρέωση κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη για ανακοίνωση των σχετικών γεγονότων στο διαθέτη. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να πηγάζει από το νόμο, από σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργεια του υπαιτίου (π. χ. ο υπαίτιος αναφέρει κάτι αναληθές στο διαθέτη είτε εν αγνοία του είτε εκ παραδρομής και όταν αντιλαμβάνεται το σφάλμα του, δεν αίρει την πλάνη που εκείνος δημιούργησε στο διαθέτη). Είναι, μάλιστα, αδιάφορο αν την απάτη προκάλεσε ο επωφελούμενος με την ακυρώσιμη διάταξη ή άλλος που δεν προσδοκά οφέλη από τη διαθήκη.

Συνηθισμένες περιπτώσεις απάτης, κατά τη νομολογία, είναι αυτές, κατά τις οποίες με ψευδολογίες ή συκοφαντίες καλλιεργείται δολίως η αντιπάθεια, καχυποψία ή και μίσος του διαθέτη προς κληρονόμους του και επιτυγχάνεται η απομόνωση ή απομάκρυνσή του από αυτούς, με αποτέλεσμα ο διαθέτης να καταπείθεται και να παρασύρεται στην τελευταία διάταξη, την οποία χωρίς τις παραστάσεις αυτές δε θα διατύπωνε (απόφαση 682/2016 του Αρείου Πάγου).

Αντίθετα, δε στοιχειοθετούν καταρχήν την έννοια της απάτης επίμονες ή και φορτικές παρακλήσεις ούτε προσποιητές ή υπερβολικές εκδηλώσεις αφοσίωσης και αγάπης προς το διαθέτη ή η πρόκληση οίκτου, με την περιγραφή, καθ’ υπερβολή της υποτιθέμενης δυστυχίας ή αθλιότητας των συνθηκών ζωής του τιμωμένου ή άλλης παρόμοιας φύσης διαγωγής (απόφαση 705/1980 του Αρείου Πάγου). Άλλες ενδεικτικές περιπτώσεις, στις οποίες το Δικαστήριο ακύρωσε διαθήκη λόγω εξαπάτησης του διαθέτη αποτελούν οι κάτωθι:

– Διατάχθηκε η ακύρωση της συγκεκριμένης διαθήκης ως προϊόντος απάτης, καθότι ο ανιψιός της διαθέτιδος την παρότρυνε να συντάξει εκείνος για λογαριασμό της ένα σχέδιο διαθήκης δήθεν με το επιθυμητό από την ίδια περιεχόμενο και, έπειτα, εκείνη να το αντιγράψει, να το χρονολογήσει και να θέσει την υπογραφή της. Τούτο και έγινε χωρίς, ωστόσο, η διαθέτιδα να ελέγξει το κείμενο, το οποίο, παρά τη διαβεβαίωση του ανιψιού της, δεν περιελάμβανε τον αιτούμενο από εκείνη καταμερισμό των περιουσιακών της στοιχείων (απόφαση 1998/2006 του Αρείου Πάγου).

– Η εν λόγω δημόσια διαθήκη κρίθηκε άκυρη ως προϊόν απάτης, καθότι οι εναγόμενοι παρέστησαν ψευδώς στον διαθέτη ότι υπογράφει πληρεξούσιο και όχι διαθήκη και έτσι τον έπεισαν να την υπογράψει (απόφαση 6093/2001 του Εφετείου Αθηνών).

3. Η περίπτωση της απειλής.

Η διάταξη της διαθήκης μπορεί να ακυρωθεί, αν είναι προϊόν απειλής που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη. Για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης απαιτείται:

i. Απειλή σοβαρή, δηλαδή ψυχολογική βία που να προκαλεί, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, φόβο σε έμφρονα άνθρωπο.

ii. Η απειλή αυτή να εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή, την περιουσία αυτού που απειλήθηκε ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν.

iii. Η απειλή αυτή να υφίσταται εξακολουθητικώς, και μετά τη σύνταξη της διαθήκης, μέχρι τον θάνατο του διαθέτη, ώστε να μην μπορεί αυτός να την ανακαλέσει.

Στην πράξη, έχει κριθεί από τα ελληνικά δικαστήρια ότι τέτοια απειλή υπάρχει και όταν κάποιος απειλεί ασθενή ότι θα τον εγκαταλείψει μόνο και χωρίς περίθαλψη κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του (βλ. ενδεικτικά, 2174/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 1133/2002 και 677/2000 αποφάσεις του Αρείου Πάγου κ. ά.).

4. Έννομες συνέπειες ακύρωσης της διαθήκης.

Σύμφωνα με τα άρθρα 1782 έως 1784 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), η διαθήκη ή ορισμένη διάταξη αυτής που αποτελεί προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής είναι ακυρώσιμη. Αυτό σημαίνει ότι για να ακυρωθεί και να εξομοιωθεί με εξ υπαρχής μη γενομένη, απαιτείται η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (απόφασης, δηλαδή, του Εφετείου ή απόφασης κατά της οποίας δεν χωρεί πλέον έφεσης, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας άσκησής της), μέχρι την έκδοση της οποίας η διαθήκη ισχύει κανονικά και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της.

Μετά την ακύρωσή της, βέβαια, η ακυρώσιμη διαθήκη ή διάταξη αυτής, εξομοιώνεται με την εξ αρχής άκυρη (άρθρα 180, 184 ΑΚ). Έτσι, αυτή εξαφανίζεται, χωρίς να είναι επιτρεπτό να αντικατασταθεί με την εικαζόμενη βούληση του διαθέτη. Συνεπώς, είτε επέρχεται (κατά κανόνα) η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή είτε «αναβιώνει» τυχόν υπάρχουσα προγενέστερη διαθήκη.

Αναφορικά με την ακύρωση επιμέρους χωρίου της διαθήκης επισημαίνουμε ότι αποτέλεσμα της ακυρώσεως είναι, καταρχήν, η ακύρωση της συγκεκριμένης διάταξης, έτσι ώστε το κύρος της υπόλοιπης διαθήκης να μη θίγεται. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 181 ΑΚ μπορεί να λάβει χώρα και ακύρωση του συνόλου της διαθήκης, εξαιτίας ακύρωσης επιμέρους διάταξης αυτής, αρκεί ο επικαλούμενος την ολική ακυρότητα της διαθήκης να ισχυρισθεί και να αποδείξει τη συνδρομή της εξαιρετικής περίπτωσης, κατά την οποία συνάγεται ότι ο διαθέτης δε θα ήθελε την ισχύ της διαθήκης συνολικά, αν γνώριζε την ακυρότητα του συγκεκριμένου μέρους της.

5. Ένδικα βοηθήματα για την προστασία των κληρονόμων και ζητήματα παραγραφής.

Σε αστικό επίπεδο, για την ακύρωση της διαθήκης ή διάταξής της λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής του διαθέτη ο νόμος εξοπλίζει τον ωφελούμενο αμέσως από την ακύρωση με τη δυνατότητα έγερσης αγωγής ακύρωσης, προκειμένου να προστατεύσει τα έννομα συμφέροντά του.

Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 1788 ΑΚ, το δικαίωμα προσβολής της διαθήκης για τους ως άνω αναφερόμενους λόγους παραγράφεται καταρχήν μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευσή της. Για την έναρξη αυτής δεν απαιτείται γνώση του λόγου ακύρωσης από το δικαιούμενο, ούτε και της δημοσίευσης της διαθήκης.

Κατ’ εξαίρεση, η παραγραφή αρχίζει από τη γνώση του λόγου ακύρωσης, αν η ακυρώσιμη διάταξη τελευταίας βούλησης δεν υπόκειται σε δημοσίευση (όπως η περίπτωση της ακρόασης ιδιόγραφης διαθήκης, που έγινε με καταστροφή ή μεταβολή του εγγράφου της διαθήκης). Επίσης, η παραγραφή αναστέλλεται επί ανηλίκου δικαιούχου μέχρι την ενηλικίωση του.

Σε κάθε, περίπτωση, ισχύει η διάταξη του άρθρου 157 εδ. γ’ ΑΚ, κατά την οποία το δικαίωμα ακύρωσης διάταξης τελευταίας βούλησης αποσβήνεται με την παρέλευση εικοσαετίας από το θάνατο του διαθέτη.

Σε ποινικό επίπεδο, στον Ποινικό μας Κώδικα (ΠΚ) προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής έγκλησης, με σκοπό την ποινική δίωξη του υπαιτίου για το αδίκημα της απειλής (333 ΠΚ) ή της απάτης (386 παρ. 1 ΠΚ σε συνδ. με 405 ΠΚ) κατά του διαθέτη. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ. 4 ΠΚ, μετά το θάνατο του παθόντος το δικαίωμα της έγκλησης μεταβιβάζεται στον επιζώντα σύζυγο ή σε αυτόν που συμβίωνε με τον θανόντα έως τον θάνατό του, καθώς και στα τέκνα του, και αν αυτοί δεν υπάρχουν ή είναι δράστες του εγκλήματος, στους γονείς του.

Όσον αφορά δε στο αδίκημα της απειλής, στη 2η παράγραφο του άρθρου 333 ΠΚ προβλέπεται μία διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος (με επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης έως τρία έτη ή χρηματική ποινή έναντι της βασικής μορφής του εγκλήματος που επισύρει ποινή φυλάκισης έως ένα έτος ή χρηματική ποινή), με την οποία καλύπτονται απειλές, που τελούνται, κατά την αιτιολογική έκθεση, στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, σε βάρος προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του (σ. σ. όπως είναι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι), εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με αυτόν ή έχουν με αυτόν σχέση εργασίας ή υπηρεσίας και σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης.

Το έγκλημα της απειλής, καθότι πλημμέλημα, παραγράφεται σε πέντε (5) έτη από την ημέρα τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Το αυτό ισχύει και για την πλημμεληματική απάτη, της οποίας η πενταετής παραγραφή εκκινεί την ημερομηνία εκείνη που ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξ αιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών (ΑΠ 2021/2009). Αναφορικά δε με την κακουργηματική απάτη, ήτοι αυτή που τελείται με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, η παραγραφή είναι δεκαπενταετής. Συνεπώς, η έγκληση απαιτείται να ασκηθεί εντός των παραπάνω χρονικών διαστημάτων. Μάλιστα, εντός της πενταετίας θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η ποινική προδικασία και να έχει παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, συνεπώς, ο παθών συνίσταται να υποβάλει την έγκλησή του κατά το δυνατόν συντομότερα και μην εξαντλήσει την πενταετία.

6. Αντί επιλόγου

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η σύνταξη μίας διαθήκης υπό συνθήκες πλάνης, απάτης ή απειλής δεν γίνεται αποδεκτή από το κληρονομικό μας δίκαιο και, ως εκ τούτου, προβλέπεται η δυνατότητα ακύρωσης αυτής μέσω δικαστικής απόφασης. Οι ανωτέρω παραδοχές εναρμονίζονται, άλλωστε, πλήρως με τη γενικότερη αρχή που διέπει τη σχετική κείμενη νομοθεσία, όπως και την αντίστοιχη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, κατά την οποία πάντοτε αναζητείται η αληθής βούληση του διαθέτη (animus testandi). Για το λόγο αυτό, ο νόμος, τόσο σε αστικό όσο και σε ποινικό επίπεδο (για την περίπτωση της απάτης και της απειλής), μας παρέχει τα κατάλληλα μέσα, ούτως ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τέτοια φαινόμενα και να απαλείψουμε κάθε αδικία ανάμεσα στους συγγενείς και εν γένει στους κληρονόμους.