Ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης με την οποία επισπευδόταν πλειστηριασμός ακινήτου – Μη συνδυαστική εφαρμογή του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων και του ν. 4354/2015 για την διαχείριση των «κόκκινων» δανείων

Εκδόθηκε όλως προσφάτως η υπ’ αριθμ. 51ΕΙΔ/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, με την οποία ακυρώθηκαν αφενός η ένδικη επιταγή προς πληρωμή, αφετέρου η ένδικη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης δηλαδή επί τη βάσει των οποίων επισπευδόταν αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτου εις βάρος εντολέως μας. Αναλυτικότερα, η ως άνω απόφαση δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμο τον πρώτο προβαλλόμενο λόγο της ανακοπής μας, σύμφωνα με τον οποίο αιτούμασταν την αναγνώριση του ανυποστάτου, άλλως την ακύρωση, των ένδικων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης διενέργειάς τους από την φερόμενη ως διαχειρίστρια των ένδικων απαιτήσεων εταιρεία.

Πιο συγκεκριμένα, ενώ η μεταβίβαση των φερόμενων απαιτήσεων της τράπεζας προς την εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων (fund) εναντίον της εντολέως μας είχε πραγματοποιηθεί με χρήση του νόμου για την τιτλοποίηση απαιτήσεων (ν. 3156/2003), νόμος που θέτει ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο εξουσιών στον διαχειριστή της απαίτησης, μέσα στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται και η δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων, η φερόμενη ως διαχειρίστρια της απαίτησης εταιρεία (servicer), κάνοντας χρήση του θεσμικού πλαισίου του ν. 4354/2015, εμφάνιζε τον εαυτό της ως μη δικαιούχο-μη υπόχρεο διάδικο, επικαλούμενη ότι βάσει του ανωτέρω πλαισίου (του ν. 4354/2015) νομιμοποιείται ενεργητικά να επιδιώκει ακόμα και δικαστικά (με την διενέργεια δηλαδή ακόμα και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι κατάσχεση και πλειστηριασμό) την είσπραξη των φερόμενων απαιτήσεων της εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων, για λογαριασμό της οποίας φερόταν να ενεργεί.

Μετά από ενδελεχή ανάλυση του θεσμικού πλαισίου, της θεωρίας και της νομολογίας, την παραπάνω άκρως εσφαλμένη θέση της επισπεύδουσας απέκρουσε με πλήρη, εκτενή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η ως άνω, υπ’ αριθμ. 51ΕΙΔ/2022, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, ακυρώνοντας τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, αποφαινόμενη ότι «στην ελληνική έννομη τάξη υφίστανται δύο νομικά εργαλεία για τη ρύθμιση των εξυπηρετούμενων ή μη δανείων, τα οποία παρά την ύπαρξη ομοιοτήτων, διαφοροποιούνται εγγενώς ως προς το σκοπούμενο αποτέλεσμα, καθώς και τους επιμέρους όρους και προϋποθέσεις, ώστε, καίτοι προβλέπεται η παράλληλη ισχύς τους στο Ελληνικό δικαιϊκό σύστημα, να μην είναι δυνατή η σωρευτική εφαρμογή τους…». Περαιτέρω, συνεχίζει στο σκεπτικό της η ως άνω απόφαση, «δοθέντος: 1) Ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων από την αρχική δανείστρια εταιρεία προς την εταιρεία ειδικού σκοπού ‘…’ διέπεται από το ν. 3156/2003 περί ‘τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων’ (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003) και συνακόλουθα από το ίδιο νομοθετικό καθεστώς διέπεται και η από 17.07.2020, μετά των διαδοχικών συμφωνητικών παρατάσεων της διάρκειάς τους, ως εκτίθεται ανωτέρω, σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων προς την καθ’ ης η ανακοπή, 2) ότι δεν δύναται να εφαρμοστεί ο ν. 4354/2015 και συνακόλουθα οι διατάξεις περί της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης, καθόσον η μεταβίβαση απαιτήσεων, καθώς και η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών έχει χωρήσει βάσει του ν. 3156/2003, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην νομική σκέψη της παρούσης, 3) ότι στο ν. 3156/2003, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης, δεδομένου ότι απαγορεύεται ρητώς η σύναψη καταπιστευτικής εκχώρησης, διέπεται από το νομικό μόρφωμα της εξουσιοδότησης προς είσπραξη και, εν αντιθέσει με τις ρυθμίσεις των άρθρων 1-3 ν. 4354/2015, δεν απονέμεται ρητώς ή εμμέσως στο πρόσωπο του διαχειριστή απαιτήσεων η ιδιότητα του μη δικαιούχου/μη υπόχρεου διαδίκου, 4) ότι στο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται η δυνατότητα συμβατικής θεμελίωσης της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης του μη δικαιούχου/μη υπόχρεου διαδίκου, παρά πρέπει να προβλέπεται και ρητή διάταξη νόμου, γεγονός που δεν επισυμβαίνει στην περίπτωση του ν. 3156/2003 και 5) ότι η ελληνική έννομη τάξη αποκρούει στο δικονομικό χώρο και ιδίως στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης το θεσμό της εκούσιας αντιπροσώπευσης, συνάγεται ότι η καθ΄ης η ανακοπή εταιρεία δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να προβαίνει σε διαδικαστικές ενέργειες ενώπιον των δικαστηρίων, καθώς επίσης και σε ενέργειες εκκίνησης ή συνέχισης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως εν προκειμένω, στη σύνταξη και επίδοση της προσβαλλομένης επιταγής προς εκτέλεση και η επιβολή της προκείμενης κατάσχεσης, στο όνομά της και για λογαριασμό της εταιρείας απόκτησης των απαιτήσεων, στην οποία έχει μεταβιβαστεί η επίμαχη απαίτηση, μέσω του νόμου τιτλοποίησης απαιτήσεων. Τούτο καθόσον, η καθ’ ης η ανακοπή αφενός δεν τυγχάνει δικαιούχος της επίμαχης απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας έχει εκκινήσει η εκτελεστική διαδικασία, αλλά, τουναντίον, της έχει ανατεθεί συμβατικά η εξουσία είσπραξης αυτής, ούτε, άλλωστε, ενεργεί υπό την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αφετέρου δε, δεν νοείται ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσώπευσης στο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο.».

H παραπάνω απόφαση, υιοθετώντας την παραπάνω, νομικά ορθή, θέση, δίνει ξεκάθαρη απάντηση στην καταχρηστική πρακτική των τραπεζών, των εταιρειών απόκτησης και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, οι οποίες προκειμένου να αποφύγουν την τήρηση των αυξημένων εγγυήσεων που θέτει ο νόμος 4354/2015 σχετικά με την μη χειροτέρευση της ουσιαστικής και δικονομικής θέσης του οφειλέτη (δανειολήπτη και εγγυητή), προχωρούν στην μεταβίβαση των φερόμενων απαιτήσεων με βάση τον ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων, στον οποίο δεν προβλέπονται αυξημένες εγγυήσεις προστασίας των οφειλετών και η υποχρέωση τήρησης του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, ενώ παράλληλα αξιοποιούν το πλαίσιο που θέτει ο ν. 4354/2015, ο οποίος και αποδίδει υπερεξουσίες (δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, κλπ.) στον φερόμενο ως διαχειριστή της απαίτησης, και όλα αυτά εις βάρος του κατά κανόνα αδύναμου μέρους, ήτοι του δανειολήπτη και του εγγυητή. Η περαιτέρω υιοθέτηση από την νομολογία της ανωτέρω ορθής νομικά θέσης, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ακύρωση πληθώρας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι στην πλειονότητά τους οι μεταβιβάσεις των απαιτήσεων από τις τράπεζες προς τις αποκτώσες εταιρείες πραγματοποιούνται με αξιοποίηση του νομοθετικού πλαισίου που θέτει ο ν. 3156/2003.