Αναγνώριση ακυρότητας όρων αναπροσαρμογής βασικού επιτοκίου, μεταβολής περιθωρίου προσαύξησης και υπολογισμού τόκων με βάση έτος 360 ημερών
yiannatsis2023-11-28T14:23:09+00:00Εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 209/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή αγωγή εντολέα μας σχετικά με την αναγνώριση της ακυρότητας καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών που ενυπήρχαν σε σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που είχε συνάψει με τραπεζική εταιρεία. Ειδικότερα το δικαστήριο αναγνώρισε την ακυρότητα:
α) Του όρου της αρχικής σύμβασης και πρόσθετης αυτής πράξης που παρείχε το δικαίωμα στην τράπεζα να μεταβάλει το κυμαινόμενο επιτόκιο σε περίπτωση μεταβολής του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προς την ίδια κατεύθυνση και έως το διπλάσιο της μεταβολής αυτής, κρίνοντας ότι «παρόλο που προβλέπει ως κριτήριο αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου τις μεταβολές του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επιτρέπει στην εναγομένη να μην μειώνει το επιτόκιο της πίστωσης όταν το ως άνω επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ακολουθεί καθοδική πορεία [.] Με τη διαφύλαξη εκ μέρους της τράπεζας για τον εαυτό της της δυνατότητας να μην προβαίνει σε μείωση του συμβατικού επιτοκίου, όταν, αντίστοιχα, μειώνεται το παρεμβατικό επιτόκιο, ο πιστολήπτης ενδέχεται να αναλάβει όλους τους κινδύνους από τη δυσμενή μεταβολή του κόστους του χρήματος και την αντίστοιχη αύξηση του συμβατικού επιτοκίου, χωρίς ο κίνδυνος αυτός να αντισταθμίζεται από την ωφέλεια της μείωσης του συμβατικού επιτοκίου σε περίπτωση ευνοϊκής μεταβολής του κόστους του χρήματος. Έτσι, όμως, διαταράσσεται σημαντικά η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του πιστολήπτη, διότι με τον όρο αυτό η εξάρτηση του επιτοκίου από τις εκάστοτε συνθήκες στην αγορά αναχρηματοδότησης μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε όφελος της τράπεζας, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 2 παρ. 6 και 7 περ. ε του ν. 2251/1994 [.]».
β) Του όρου μεταγενέστερης πρόσθετης πράξης που εξαρτούσε την αναπροσαρμογή του συμβατικού επιτοκίου από τη στάθμιση του κόστους του χρήματος, όπως διαμορφώνεται από τη διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων, που ανακοινώνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το επιτόκιο EURIBOR, τη διακύμανση του πληθωρισμού, τον γενικό και ειδικό πιστωτικό κίνδυνο και διάφορους άλλους παράγοντες, κρίνοντας ότι «παραβιάζεται η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των ΓΟΣ, διότι [.] δεν διατυπώνεται κατά τρόπο ευκρινή η μέθοδος και τα κριτήρια με βάση τα οποία η τράπεζα διαμορφώνει το κυμαινόμενο επιτόκιο της σύμβασης [.] Ως εκ τούτου, με τον όρο αυτό επέρχεται σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή [.]».
γ) Του όρου της ως άνω πρόσθετης πράξης, δυνάμει του οποίου η τράπεζα μπορούσε να αναπροσαρμόζει το περιθώριο προσαύξησης του επιτοκίου κατόπιν αξιολόγησης των οικονομικών στοιχείων του πιστούχου, του πιστωτικού κινδύνου και της συνεργασίας του με την ίδια, κρίνοντας ότι «εμφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην προμηθεύτρια Τράπεζα – εναγόμενη να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή πελάτη, εν προκειμένω τον ενάγοντα, κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, πράγμα που οδηγεί στη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών».
δ) Του όρου της αρχικής σύμβασης περί υπολογισμού των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, κρίνοντας ότι δημιουργεί «μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη [.] χωρίς αυτή η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας».
Περαιτέρω, προς κάλυψη του κενού που δημιουργήθηκε εξαιτίας της ακυρότητας των ανωτέρω όρων, το δικαστήριο προέβη σε συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης, έτσι ώστε, αφενός, το συμβατικό επιτόκιο να μεταβάλλεται, εφόσον υπάρξει μεταβολή του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, «προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση) αντίστοιχα και κατά το ύψος της μεταβολής αυτής (ισόποσα)» και, αφετέρου, η χρονική βάση υπολογισμού των τόκων να
είναι ο λόγος των πραγματικών ημερών προς το έτος των 365 ημερών. Η κατά τα ως άνω συμπλήρωση της σύμβασης έχει ως συνέπεια την εφαρμογή χαμηλότερων επιτοκίων σε σύγκριση με εκείνα που μέχρι σήμερα εφαρμόζονταν στο πλαίσιο της επίμαχης πίστωσης και την αναδιαμόρφωση του οφειλόμενου εκ μέρους του εντολέα μας ποσού σε ύψος πολύ μικρότερο από αυτό που υπολογίζει η τράπεζα.