Αναγνώριση ακυρότητας όρων αναπροσαρμογής επιτοκίου σε δανειακές συμβάσεις – Διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για τον υπολογισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών

Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3979/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία, αφού εξαφάνισε απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε κρίνει εις βάρος εντολέως μας ανώνυμης εταιρείας, έκανε δεκτή την αγωγή αυτής κατά συστημικής τράπεζας με την οποία αμφισβητούσε το ύψος της οφειλής της από συμβάσεις τοκοχρεωλυτικών δανείων. Ειδικότερα, με την αγωγή της εντολέως μας ζητήθηκε η αναγνώριση της ακυρότητας συγκεκριμένων όρων των επίμαχων δανειακών συμβάσεων καθώς και πρόσθετων πράξεων τροποποίησης αυτών, οι οποίοι παρείχαν τη δυνατότητα στην τράπεζα να αναπροσαρμόζει μονομερώς το συμβατικό επιτόκιο με τρόπο αόριστο και παντελώς αδιαφανή κριτήρια. Πράγματι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο τους ισχυρισμούς της εταιρείας, έκρινε ότι: «οι όροι αυτοί, που ήταν εκ των προτέρων διατυπωμένοι από την εναγομένη στο έντυπο κείμενο των ενδίκων συμβάσεων … κατά το μέρος που ρυθμίζουν τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου με τον παραπάνω τρόπο, είναι καταχρηστικοί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2§§6 και 7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994, διότι … εμφανίζουν αοριστία, επιτρέποντας στην προμηθεύτρια τράπεζα να προσδιορίζει μονομερώς το συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή – πελάτη, και, εν προκειμένω, στην ενάγουσα – οφειλέτρια εταιρεία, κριτήρια ειδικά και εύλογα, γεγονός που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών της τελευταίας, ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεώς της με τη δανείστρια Τράπεζα … δεν διατυπώνεται, κατά τρόπο ευκρινή, η μέθοδος και τα κριτήρια, με βάση τα οποία η εναγομένη διαμορφώνει το κυμαινόμενο επιτόκιο των ενδίκων συμβάσεων, παρά μόνο γίνεται γενικόλογη αναφορά στις συνθήκες της αγοράς και στα τραπεζικά κριτήρια και στον τρόπο δημοσίευσης της ανωτέρω μονομερούς απόφασης της εναγομένης, ήτοι, αναφορά αορίστων κριτηρίων βάσει των οποίων η συμβαλλόμενη εταιρεία δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων το ύψος του επιτοκίου, που θα ισχύσει για τον υπολογισμό της σχετικής οφειλής της». Κατόπιν αναγνώρισης της ακυρότητας των όρων περί αναπροσαρμογής του επιτοκίου, το Δικαστήριο προχώρησε στη συμπληρωματική ερμηνεία των συμβάσεων προς τον σκοπό της δίκαιης επαναφοράς της συμβατικής ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των μερών χρησιμοποιώντας το παρεμβατικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως εύλογο κριτήριο για την αναδιαμόρφωση των συμβατικών επιτοκίων, τα οποία καθορίστηκαν ως άθροισμα του ανωτέρω επιτοκίου αναφοράς της Ε.Κ.Τ. πλέον ενός σταθερού περιθωρίου. Διατάχθηκε μάλιστα από το δικαστήριο, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, η διεξαγωγή λογιστικής πραγματογνωμοσύνης από πιστοποιημένο οικονομολόγο, προκειμένου να υπολογιστεί το ακριβές ύψος των ποσών που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως στην τράπεζα εκ μέρους της εντολέως μας λόγω της εφαρμογής των καταχρηστικών όρων περί του επιτοκίου. Η απόφαση αυτή έρχεται να προστεθεί στη σύγχρονη ελληνική νομολογία που αφορά την ακυρότητα αδιαφανών συμβατικών όρων για την αναπροσαρμογή του επιτοκίου, συμπορευόμενη με πληθώρα αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες εδώ και αρκετά έτη προβαίνουν σε παραδοχές ευνοϊκές για τους δανειολήπτες, υψώνοντας τείχος προστασίας απέναντι στις καταχρηστικές τραπεζικές πρακτικές.