Ανατροπή κατάσχεσης: Η άμυνα του οφειλέτη κατά της αδικαιολόγητης αδράνειας του δανειστή

Εμμανουέλα Χατζηδάκη, Δικηγόρος (Μ.Δ.Ε.)

Σταύρος Θεοδωρόπουλος, Δικηγόρος

Ι. Εισαγωγικά.

Είναι σύνηθες πλέον το φαινόμενο, οι τράπεζες στα πλαίσια της εκτελεστικής διαδικασίας που εκκινούν σε βάρος των οφειλετών τους, να επιβάλλουν κατασχέσεις επί της ακίνητης περιουσίας τους και εν συνεχεία να προβαίνουν σε διενέργεια πλειστηριασμών με βάση μια κατασχετήρια έκθεση, η οποία μπορεί να έχει συνταχθεί και δύο έτη πριν την εκπλειστηρίαση του εκάστοτε ακινήτου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δεσμεύεται επί μακρό χρονικό διάστημα ένα ακίνητο και να μην μπορεί ο ιδιοκτήτης του να το διαθέσει ελεύθερα.

Μάλιστα το φαινόμενο αυτό εντάθηκε την τελευταία διετία ένεκα της πανδημίας covid-19, κατά την διάρκεια της σφοδρής επέλασής της οποίας ανεστάλη η λειτουργία των δικαστηρίων και κατ’ επέκταση η διενέργεια των πλειστηριασμών για συνολικό χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες να επισπεύδουν σήμερα πλειστηριασμούς με βάση κατασχέσεις οι οποίες είχαν επιβληθεί ήδη από το έτος 2019, έχοντας επί της ουσίας κατασχεμένα ακίνητα επί σχεδόν τρία χρόνια συνεχόμενα!!

Το πρόβλημα αυτό, ήτοι την αδράνεια που επιδεικνύουν οι τράπεζες (και οι σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση δανειστές), οι οποίες επιβάλλουν κατασχέσεις σε ακίνητα οφειλετών σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και με βάση τις εν λόγω κατασχέσεις επισπεύδουν πλειστηριασμούς των ακινήτων των οφειλετών τους ακόμα και σε χρονικό διάστημα δύο ετών μετά την επιβολή τους, επιλύει ο νομοθέτης μέσω του θεσμού της ανατροπής της κατάσχεσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1019 ΚΠολΔ.

Η συγκεκριμένη διάταξη θα μπορούσε κανείς να πει ότι «τιμωρεί» τον δανειστή επειδή δεν πρόλαβε (καμιά φορά και σκοπίμως) εντός του εύλογου χρονικού διαστήματος του ενός έτους από την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης, να ολοκληρώσει την διαδικασία πλειστηριασμού του ακινήτου.

Συνεπώς η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 1019 ΚΠολΔ στον οφειλέτη ώστε να ανατρέψει την επιβληθείσα από την τράπεζα (και τον εκάστοτε δανειστή) κατάσχεση, στοχεύει επί της ουσίας στο να αποτρέψει την διαιώνιση της εκτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει τον κίνδυνο ένα ακίνητο να είναι δεσμευμένο από την τράπεζα για μεγάλο χρονικό διάστημα και ειδικότερα πέραν του έτους και να μην μπορεί ο ιδιοκτήτης του να το διαθέσει ελεύθερα, ώστε να ωφεληθούν οι συναλλαγές και η οικονομία.

ΙΙ. Η ανατροπή της κατάσχεσης κατ’ άρθρο 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του.

Με λίγα λόγια η διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορίζει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον (ιδιοκτήτης ακινήτου που έχει κατασχεθεί και πρόκειται να εκπλειστηριαστεί) μπορεί στην περίπτωση κατά την οποία έχει παρέλθει χρονικό διάστημα ενός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης έως και την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού του ακινήτου του, να προβεί στην κατάθεση αίτησης ανατροπής κατάσχεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατασχεμένο ακίνητο. Την ίδια δυνατότητα έχει και στην περίπτωση που έχει παρέλθει χρονικό διάστημα έξι μηνών από τον αναπλειστηριασμό του ακινήτου έως το χρονικό σημείο διεξαγωγής του πλειστηριασμού.

Επιγραμματικά λοιπόν, οι προϋποθέσεις για να μπορέσει να καταθέσει ο οφειλέτης αίτηση ανατροπής αναγκαστικής κατάσχεσης, σύμφωνα με το άρθρο 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι οι κάτωθι:

α) ύπαρξη έγκυρης κατάσχεσης ή άκυρης που δεν ακυρώθηκε μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως ανατροπής κατάσχεσης με δικαστική απόφαση, καθώς εξακολουθεί να παράγει συνέπειες.

β) πάροδος προθεσμίας ενός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης και ειδικότερα από την σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης.

γ) μη διενέργεια πλειστηριασμού εντός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης ή μη διενέργεια αναπλειστηριασμού εντός εξαμήνου από τον πλειστηριασμό και

δ) δικαστική απόφαση που απαγγέλει την ανατροπή.

ΙΙΙ. Χρονικά διαστήματα που δεν υπολογίζονται στην προθεσμία του ενός έτους (1019 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ωστόσο στην προθεσμία του ενός έτους που ορίζει το άρθρο 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν συνυπολογίζονται ορισμένα «νεκρά» χρονικά διαστήματα απροσδιόριστης διάρκειας, που ενδεχομένως να παρεμποδίζουν ή να ακινητοποιούν εκ του νόμου, την εκκρεμή διαδικασία του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού. Στα χρονικά διαστήματα αυτά, ο εκάστοτε δανειστής ουσιαστικά δεν μπορεί να προχωρήσει στον πλειστηριασμό ενός ακινήτου για νομικούς η πραγματικούς λόγους.

Τους λόγους αυτούς τους ορίζει ρητά το άρθρο 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Έτσι στην ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ από την επιβολή της κατάσχεσης έως την διενέργεια του πλειστηριασμού, δεν συνυπολογίζεται κατ’ άρθρο 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ :

α) το χρονικό διάστημα από την έκδοση δικαστικής απόφασης, η οποία διατάσσει κατ’ άρθρο 966 παρ. 3 & 4 ΚΠολΔ νέο πλειστηριασμό, μέχρι την ορισθείσα από αυτήν ημέρα διεξαγωγής του νέου πλειστηριασμού,

β) ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση,

γ) το χρονικό διάστημα αναστολής του πλειστηριασμού, που επήλθε με κοινή συμφωνία επισπεύδοντος και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη, εφόσον όμως γνωστοποιήθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού,

δ) το χρονικό διάστημα από την 1η έως 31η Αυγούστου, κατά το οποίο απαγορεύεται η διενέργεια πλειστηριασμού .

Ωστόσο, παρά την ανωτέρω απαρίθμηση των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 1019 παρ. 2 υπάρχουν επιπρόσθετοι λόγοι που έχουν επικρατήσει στην θεωρία και την νομολογία και δικαιολογούν την εξαίρεση επιπλέον χρονικών διαστημάτων που δεν προβλέπονται από την ανωτέρω παράγραφο.

Ειδικότερα, δεν υπολογίζεται στο χρόνο της προθεσμίας του ενός έτους:

– το χρονικό διάστημα από την πτώχευση μέχρι την παύση της διαδικασίας της πτώχευσης του οφειλέτη,

– το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που ακύρωσε την κατάσχεση, έως την δημοσίευση της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου που δέχθηκε την έφεση και εξαφάνισε την Πρωτοβάθμια απόφαση,

– το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ανεστάλησαν νομοθετικά οι πλειστηριασμοί, για παράδειγμα λόγω διενέργειας εκλογών, λόγω αποχής των συμβολαιογράφων, λόγω πανδημίας covid-19 κλπ

και γενικά για κάθε χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δανειστής βρισκόταν σε νομική ή πραγματική αδυναμία συνεχίσεως της εκτελεστικής διαδικασίας.

IV.Το ζήτημα κατά πόσον υπολογίζεται ή όχι στον χρόνο της ανατροπής (ενιαύσια προθεσμία) το χρονικό διάστημα των επτά (7) ή οκτώ (8) μηνών που μεσολαβεί από την περάτωση της κατάσχεσης μέχρι την ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού (954 παρ. 2 ΚΠολΔ).

«Νομική αδυναμία» συνιστούν όλες οι προθεσμίες που θέτει ο νόμος προκειμένου να διενεργηθούν ορισμένες διαδικαστικές πράξεις, και οι οποίες δεν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθούν ακόμη και εάν ο διάδικος που επιθυμούσε να τις επιχειρήσει έδειχνε άκρα επιμέλεια. Μία τέτοια προθεσμία τίθεται από το άρθρο 954 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπου συγκεκριμένα ορίζεται ότι η ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται υποχρεωτικά επτά μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ μηνών. Άρα το κατασχεμένο ακίνητο εκπλειστηριάζεται υποχρεωτικά μετά την πάροδο επτά μηνών από την ημέρα της κατάσχεσης ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη διαφορετική βούληση της τράπεζας/δανειστή.

Το εν λόγω ζήτημα, εάν δηλαδή στο χρόνο της ανατροπής, και συγκεκριμένα στην προθεσμία ενός έτους που προβλέπεται (1019 παρ. 1), πρέπει να συνυπολογίζεται και το χρονικό διάστημα των επτά (7) ή οκτώ (8) μηνών που μεσολαβεί αναγκαστικά από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι την ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού (954 παρ. 2) έχει απασχολήσει συχνά την νομολογία και τη θεωρία.. Το ίδιο ζήτημα υφίσταται και ως προς την περίπτωση υποβολής δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 973 παρ. 1 β’ ΚΠολΔ όπου η νέα ημερομηνία διεξαγωγής του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού υποχρεωτικά εντός δύο (2) και πάντως όχι μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της ανωτέρω δήλωσης.

Η ελληνική νομολογία έχει πλέον υιοθετήσει μέσω της έκδοσης πληθώρας αποφάσεων επί αιτήσεων ανατροπής αναγκαστικών κατασχέσεων, την άποψη ότι στην ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνυπολογίζονται τα χρονικά διαστήματα τόσο των επτά (7) μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης έως την διενέργεια του πλειστηριασμού (αρ. 954 παρ. 2 ΚΠολΔ) όσο και των δύο έως τριών μηνών από την δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού έως την διενέργεια αυτού (973 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Το γραφείο μας μάλιστα προσφάτως κλήθηκε να αντιμετωπίσει δύο αντίστοιχες περιπτώσεις όπου η τράπεζα επρόκειτο να εκπλειστηριάσει ακίνητα εντολέων μας τον Ιούλιο του έτους 2021, με βάση κατασχέσεις τις οποίες είχε επιβάλει σε αυτά τον Απρίλιο του έτους 2019, ήτοι δύο ολόκληρα χρόνια πριν!! Με βάση όμως την νεότερη θέση της θεωρίας αλλά και της νομολογίας που συνηγορούν υπέρ της προσμέτρησης των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων στην ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ πετύχαμε την έκδοση των υπ’ αριθμ. 529/2021 και 530/2021 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), οι οποίες ανέτρεψαν τις επιβληθείσες κατασχέσεις σε βάρος των ακινήτων των εντολέων μας, κρίνοντας ότι θα πρέπει να συνυπολογίζεται στην ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, το χρονικό διάστημα των επτά (7) μηνών από την επιβολή της κατάσχεσης έως την διενέργεια του πλειστηριασμού (αρ. 954 παρ. 2 ΚΠολΔ) και των δύο έως τριών μηνών από την δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού έως την διενέργεια του πλειστηριασμού (973 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Ειδικότερα οι ως άνω αποφάσεις αναφέρουν: «Ο ισχυρισμός της καθ’ ης είναι ότι μετά την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον ν. 4335/2015, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 954 παρ. 2 εδ. ε ΚΠολΔ, με την οποία η ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή, ενώ μέχρι τότε μπορούσε να ακολουθήσει ο πλειστηριασμός εντός 40 ημερών και ότι το υποχρεωτικό διάστημα των επτά έως οκτώ μηνών, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως νεκρό χρονικό διάστημα και αναλογικά να εφαρμοστεί ως λόγος νομικός που εμποδίζει την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας και να αφαιρείται ο χρόνος αυτός από την ετήσια προθεσμία του 1019 ΚΠολΔ, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς ο νομοθέτης με τον ν. 4335/2015 που ίσχυσε από 1-1-2016 όρισε υποχρεωτικά το διάστημα που πρέπει να περάσει από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης έως την ημέρα του πλειστηριασμού, δεν επενέβη και δεν τροποποίησε αντιστοίχως και την παράγραφο 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί νεκρό χρονικό διάστημα και δη απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας, όπως προεκτέθηκε στην μείζονα σκέψη της απόφασης, η υποχρεωτική νομική επιταγή για τον χρόνο ορισμού του πλειστηριασμού, ούτε νομικός λόγος αδυναμίας συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον δεν πρόκειται για έκδοση απόφασης ή άσκηση ενδίκου μέσου ή ακόμη περί κάποιας έκτακτης ή μεταγενέστερης νομοθετικής πρόβλεψης (πχ αναστολής πλειστηριασμών), που να επιφέρει αδυναμία του δανειστή, αλλά για θεσμοθετημένο χρονικό διάστημα, που ορίζεται από τον νόμο, και το οποίο ο νομοθέτης, δεν θέλησε να το αλλάξει, χωρίς επομένως να χωρεί νομική αναλογία. Τέλος, ομοίως απορριπτέος ο ισχυρισμός της καθ’ ης περί καταχρηστικής άσκησης της, καθώς ο αιτών ασκεί νόμιμο το δικαίωμά του, ενώ σε κάθε περίπτωση από τα έγγραφα που προσκομίζει και επικαλείται αυτός πιθανολογήθηκε ότι ο ίδιος είχε προσπαθήσει πολλές φορές να ρυθμίσει την οφειλή που είχε απέναντι στην αρχική πιστώτρια και στην καθ’ ης».

Επί του ως άνω θέματος έκρινε όμως και η υπ’ αριθμ. 272/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών αναφέροντας τα κάτωθι : ..«..δεν θα αφαιρεθεί το χρονικό διάστημα από 8.6.2018 μέχρι και 8.1.2019 (χρονικό διάστημα επτά μηνών ή διακοσίων δέκα ημερών), κατά το οποίο σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ε’ ΚΠολΔ, οι καθ’ ων αδυνατούσαν να ορίσουν τον πλειστηριασμό, διότι το χρονικό διάστημα αυτό δεν αναφέρεται στην διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά ούτε μπορεί να αφαιρεθεί κατ’ αναλογία της παραπάνω διατάξεως, εφόσον ο νομοθέτης κατά την αντικατάσταση του άρθρου 954 του ΚΠολΔ με το άρθρο 207 παρ. 4 του ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α’ 5/17.1.2018) γνώριζε τις προθεσμίες του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν επιμήκυνε την οριζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, ετήσια προθεσμία, αλλά ούτε καθόρισε την έναρξή της μετά το πέρας της προθεσμίας του άρθρου 954 του ίδιου κώδικα, που ευχερώς θα το έπραττε εάν το επιθυμούσε (βλ. γνωμοδότηση Γεώργιου Διαμαντόπουλου, Καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας στην Νομική Σχολή ΑΠΘ όπως και ΕιρΑθ 443/2019 δημ. Νομοραμα)».

Αντίστοιχα έχουν επίσης κρίνει η υπ’ αριθμ. 443/2019 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) και η υπ’ αριθμ. 807/2020 ΜΠρΑΘ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων):

Με την ως άνω διαμορφωθείσα στάση της νομολογίας, άνοιξε ουσιαστικά ο δρόμος της επιτυχούς ανατροπής κατασχέσεων, οι οποίες δέσμευαν ακίνητα επί μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο η τράπεζα αδυνατούσε να πετύχει την οικονομική εκμετάλλευση τους. Το γεγονός δε ότι έχει γίνει και ένα σοβαρό πρώτο βήμα μέσω των ανωτέρω αποφάσεων για τον συνυπολογισμό του χρονικού διαστήματος των 7 μηνών που μεσολαβεί αναγκαστικά από την επιβολή της κατάσχεσης έως την διενέργεια του πλειστηριασμού και των 6 μηνών από τον αναπλειστηριασμό έως την διενέργεια του πλειστηριασμού, αυτομάτως δημιουργεί περαιτέρω πλεονεκτήματα και πιθανότητες ευδοκίμησης αντίστοιχων αιτήσεων ανατροπής κατάσχεσης. Μάλιστα, οι σημαντικές καθυστερήσεις στις εκτελεστικές διαδικασίες που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας αναμένεται να δημιουργήσουν συσσώρευση φόρτου εργασίας σε Τράπεζες και funds διαχείρισης απαιτήσεων, που αναμφίβολα θα οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστερήσεις στους πλειστηριασμούς. Ανοίγει, λοιπόν, ένα παράθυρο για τους οφειλέτες να επιχειρήσουν το πάγωμα των σε βάρος τους ενεργειών και μέσω αυτής της δικαστικής διελκυστίνδας να επιδιώξουν την προσαρμογή των απαιτήσεων του δανειστή τους στις πραγματικές τους δυνατότητες.

V. Αντί επιλόγου.

Ανακεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε ότι η ανατροπή της κατάσχεσης, ως θεσμός της αναγκαστικής εκτέλεσης, αποτελεί ένα ένδικο βοήθημα, το οποίο δύναται να λειτουργήσει ως «από μηχανής θεός» σε πιεσμένες χρονικά καταστάσεις για τον οφειλέτη, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με επικείμενο πλειστηριασμό. Με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να μετατεθεί για τουλάχιστον οκτώ μήνες μετά η διενέργεια του πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας του, δίνοντας του πολύτιμο χρόνο να διαπραγματευτεί με τους δανειστές του την ενδεχόμενη ρύθμιση της οφειλής του.

Η νομολογία εφοδιάζει σήμερα με ένα ακόμη πλεονέκτημα τον οφειλέτη, καθώς απαιτεί την ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας αποκλειστικά εντός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης, αποτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την διαιώνιση των κατασχέσεων επί ακινήτων και την θέση αυτών εκτός συναλλαγής. Ο οφειλέτης έχει, συνεπώς, την δυνατότητα να αντιμετωπίσει ευκολότερα ανάλογες καταχρηστικές τραπεζικές πρακτικές και να απαιτήσει μία λύση ρύθμισης που να ανταποκρίνεται περισσότερο στις δυνατότητες και στις ανάγκες του.