Αύγουστος 2022 – Έκδοση της υπ’ αριθμ. 281/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας
Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 281/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία είχε ασκηθεί από εργαζόμενη σε βάρος της εντολέως μας εργοδότριας εταιρείας, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου άκυρη ως καταχρηστική ένεκα δήθεν αντίδρασης της εργοδότριας σε ενάσκηση νόμιμου δικαιώματός της, και συγκεκριμένα σε αίτημα της για λήψη αναρρωτικής άδειας, άλλως άκυρη λόγω μη καταβολής της προβλεπόμενης εκ του νόμου αποζημίωσης απόλυσης, αιτούμενη παράλληλα την επαναπασχόλησή της στην εταιρεία και την σε κάθε περίπτωση υποχρέωση της εργοδότριας εταιρείας σε καταβολή μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας έως και την έκδοση απόφασης επί της αγωγής.
Η εν λόγω εργαζόμενη επ’ αφορμής της ασκήσεως της εν λόγω αγωγής, και έπειτα από οκτώ χρόνια απασχόλησής της στην εργοδότρια εταιρεία, αιτήθηκε επιπλέον την καταβολή ενός υπέρογκου ποσού (περί τις 60.000 ευρώ) για υπερωρίες και υπερεργασία, τις οποίες δήθεν είχε δουλέψει δίχως να τις πληρωθεί.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας τους ισχυρισμούς μας και τις ενστάσεις μας επί του περιεχομένου της αγωγής της αντιδίκου, κατά πρώτον δέχθηκε την ένσταση αοριστίας που προβάλαμε ως προς τα κονδύλια των υπερωριών και της υπεργασίας, που αιτούνταν η αντίδικος, ένεκα μη αναφοράς των επιμέρους χρηματικών ποσών που ζητούνταν για κάθε αιτία, κατά δεύτερον δέχθηκε τους ισχυρισμούς μας (άρνηση αγωγής) περί μη καταχρηστικότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας, διαλαμβάνοντας ορθώς ότι το πρόβλημα υγείας για το οποίο η ενάγουσα πρώην εργαζόμενη, ζητούσε συνεχώς αναρρωτικές άδειες (συγκεκριμένα 3 αναρρωτικές των πέντε ημερών έκαστη, σε διάστημα 7 μηνών) δεν επρόκειτο να ιαθεί στο άμεσο μέλλον, λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε κατ’ αντικειμενική κρίση αβεβαιότητα και αρνητική πρόγνωση ως προς την εξέλιξη την υγεία της, υπό την έννοια ότι οι λιποθυμίες της ήταν επαναλαμβανόμενες, συνοδεύονταν από αναρρωτικές άδειες, διατάρασσαν εκ των πραγμάτων την ομαλή λειτουργία της παραγωγής της εταιρείας, την επιβράδυναν και επιπρόσθετα έθεταν σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα της ίδιας της εργαζόμενης, κατά τρίτον έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν άκυρη λόγω μη καταβολής του συνόλου της νόμιμης αποζημίωσης προς την εργαζόμενη, πλην όμως δέχθηκε ότι η υπερημερία της εργοδότριας εταιρείας ήρθη τέσσερις μήνες μετά την πρώτη καταγγελία σύμβασης εργασίας, με την κοινοποίηση στην αντίδικο επικουρικής καταγγελίας και την ταυτόχρονη καταβολή σε αυτήν τόσο του υπόλοιπου ποσού της νόμιμης αποζημίωσής της όσο και των μισθών υπερημερίας των μηνών που μεσολάβησαν από την πρώτη άκυρη καταγγελία έως την επικουρική (δεχόμενη την ένσταση εξόφλησης που παραδεκτά προβλήθηκε από την εντολέα μας), απορρίπτοντας παράλληλα το αίτημά της πρώην εργαζόμενης για επαναπασχόλησή της στην εταιρεία. Τέλος, απέρριψε και το αίτημα της αντιδίκου περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης του νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρείας, ένεκα ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής, καθόσον δεν έστρεψε το δικόγραφο της αγωγής της ονομαστικά κατά του εν λόγω προσώπου, το οποίο δεν κατέστη κατ’ αυτόν τον τρόπο διάδικος στην δίκη.