Case study: Ανάκληση Συντηρητικής Κατάσχεσης Τραπεζικών Λογαριασμών Επιχείρησης και Αναστολή Εκτέλεσης- Βάζοντας «Φρένο» στις Καταχρηστικές Ενέργειες των Τραπεζών υπό Ειδική Εκκαθάριση – Η Προσωρινή Δικαστική Προστασία της Επιχείρησης.

Σταύρος Θεοδωρόπουλος

Η λειτουργία των Τραπεζών εντός του πλαισίου της ελεύθερης αγοράς είναι κεφαλαιώδης. Αποτελούν σημείο αναφοράς στην ρευστότητα της εθνικής οικονομίας ενώ η εύρυθμη λειτουργία τους συμβάλλει καταλυτικά στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνών. Οι Τράπεζες, ως «συν-ρυθμιστές», μαζί με τους υπόλοιπους θεσμικούς φορείς, της εθνικής οικονομίας, αναπόφευκτα χαίρουν οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής, έναντι των λοιπών παικτών της αγοράς. Εξάλλου, ως μεγάλοι «παίκτες» τείνουν, επίσης, να αντιμετωπίζουν μυωπικά καταστάσεις, επιδιώκοντας την ικανοποίηση των συμφερόντων τους με τρόπο άδικο, και, τις περισσότερες φορές, καταστροφικό για τους αντισυμβαλλομένους τους. Πως προστατεύεται λοιπόν ο πολίτης ή η επιχείρηση, του οποίου ή της οποίας τα έννομα και οικονομικά συμφέροντα παραβιάζονται κατάφωρα από σπασμωδικές και όλως επιβλαβείς ενέργειες των Τραπεζών; Η απάντηση στο ερώτημα διερευνάται μέσα από την ανάλυση της παρούσας υπόθεσης, που αντιμετώπισε με απόλυτη αμεσότητα και επιτυχία το γραφείο μας.

Λειτουργούσα Επιχείρηση/εντολέας μας, με δίκτυο καταστημάτων και προσωπικό πλέον των 100 εργαζομένων, είδε τους τραπεζικούς της λογαριασμούς «παγωμένους», εν μία νυκτί, χωρίς καμία προειδοποίηση. Η αιτία του συντηρητικού εξασφαλιστικού αυτού μέτρου βρισκόταν στα βιβλία Διαταγών Πληρωμής του Πρωτοδικείου του τόπου έδρας της Επιχείρησης: μετά από έρευνά τους προέκυψε ότι πιστώτρια Τράπεζα υπό Ειδική Εκκαθάριση είχε πετύχει την έκδοση δύο Διαταγών Πληρωμής για το συνολικό ποσό των 500.000,00€ προς το σκοπό ικανοποίησης φερόμενης απαίτησης της. Η απαξία στην συμπεριφορά της Τράπεζας έγκειται στο γεγονός ότι η εν λόγω Επιχείρηση συνεργαζόταν αγαστά και διαχρονικά με τις πλείστες όσες απαιτήσεις του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος και βρίσκονταν με δική της πρωτοβουλία σε συνεχή διαπραγμάτευση για τους όρους αποπληρωμής της οφειλής της αλλά και το ύψος της. Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης αυτής, η Επιχείρηση κοινοποιούσε αμελλητί οικονομικά και φορολογικά στοιχεία, είχε μεριμνήσει για την εκπόνηση επιχειρηματικών σχεδίων, ενώ, τέλος, κατέβαλε και σημαντικά οικονομικά ποσά ∙ όλα τα ως άνω προς τον σκοπό της ομαλής αποπληρωμής μίας οικονομικής υποχρέωσης, η οποία απέρρευσε από την αντικειμενικά δύσκολη οικονομικά δεκαετία που έχει προηγηθεί.

Για τους λόγους αυτούς, εκτός από «ηθικά μεμπτή», ήταν και νομικά προβληματική η έκδοση των εν λόγω Διαταγών Πληρωμής (δηλαδή η έκδοση δύο εκτελεστών τίτλων που υποχρεώνουν τον οφειλέτη να ικανοποιήσει μία, τουλάχιστον φαινομενικά, βέβαια και εκκαθαρισμένη απαίτηση του δανειστή, με την απειλή της σε βάρος του κινητοποίησης των αρμόδιων οργάνων της πολιτείας). Και αυτό γιατί, η φερόμενη απαίτηση της Τράπεζας, η οποία επιδικάσθηκε με τις ως άνω διαταγές πληρωμής, είχε ήδη πανηγυρικά αμφισβητηθεί ως προς το ύψος της από την Επιχείρηση/οφειλέτη με την άσκηση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής ενώπιον του αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου, λόγω καταχρηστικών όρων αφορούντων υπέρογκες χρεώσεις τόκων.

Πέρα, όμως, από τις αξιολογικές κρίσεις που είναι δυνατόν να χωρέσουν επί των ως άνω γεγονότων, αρχές Δεκέμβρη, χρονικό σημείο κατά το οποίο δεσμεύθηκαν άπαντες οι λογαριασμοί της Επιχείρησης και σημείο μηδέν της παρούσας αφήγησης, η στρόφιγγα της ρευστότητάς της είχε κλείσει, με όλως άμεσο αποτέλεσμα αφενός την συσσώρευση οικονομικών υποχρεώσεων προς τους εργαζομένους της και αφετέρου να μένουν ακάλυπτες, χωρίς ευθύνη του νομικού προσώπου, μεταχρονολογημένες, ήδη εκδοθείσες επιταγές! Οι ως άνω ενέργειες πρέπει αναμφίβολα να απαντηθούν δικαστικά. Ωστόσο, οι άμεσες επιπτώσεις που ενεργοποιήθηκαν από το κλείσιμο της ρευστότητας της Επιχείρησης ήταν δυνατό να αποκρουσθούν μόνο σε επίπεδο προσωρινής δικαστικής προστασίας, προκειμένου να προστατευθεί η επιχείρηση από το «λουκέτο», οι εργαζόμενοι της από την ανεργία και η σχετική αγορά από το «κανόνι» απλήρωτων επιταγών.

Προς το σκοπό αυτό, κατατέθηκε δύο μέρες αργότερα στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση ανάκλησης συντηρητικής κατάσχεσης κατ’ άρθρο 724 παρ. 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με σκοπό να ακυρωθούν κατασχετήρια δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση. Παράλληλα συμπεριλήφθηκε στο ίδιο δικόγραφο ξεχωριστό αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, με την οποία θα «άνοιγαν» λογαριασμοί όλως απαραίτητοι για την επιχείρηση: ο λογαριασμός στον οποίο συσσωρεύονται οι εισπράξεις από τερματικά POS (ήτοι ο λογαριασμός του κεφαλαίου κίνησης της Επιχείρησης), ο λογαριασμός από τον οποίο διενεργείται η μισθοδοσία της και τρίτον ο λογαριασμός ο συνδεδεμένος με μεταχρονολογημένες επιταγές άμεσης λήξης. Ημερομηνία συζήτησης της προσωρινής αυτής διαταγής ορίστηκε η δύο μέρες αργότερα της κατάθεσης και τέσσερις της επιβολής της συντηρητικής κατάσχεσης. Ωστόσο, η αντίδικος Τράπεζα αιτήθηκε αναβολή, καθυστερώντας ακόμη περισσότερο την δικαστική κρίση. Νέα ημερομηνία συζήτησης ορίσθηκε η αμέσως επόμενη εργάσιμη, ήτοι μία εβδομάδα μετά την συντηρητική κατάσχεση. Η αντίδικος Τράπεζα, έχοντας εκμαιεύσει την έκδοση ενός εκτελεστού τίτλου, με μονομερείς ενέργειες κρατούσε την ρευστότητα μίας Επιχείρησης κλειστή για διάστημα εβδομάδας! Αυθημερόν, όμως, ήτοι τέσσερις ημέρες μετά (!) το «πάγωμα» των λογαριασμών και παρά το αίτημα αναβολής συζήτησης που μόλις είχε κατατεθεί, έγινε η πρώτη κοινοποίηση προς την Επιχείρηση: επιδίδονται προς εκτέλεση (!) οι προαναφερθείσες δύο Διαταγές Πληρωμής αλλά και τα κατασχετήρια, δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε η συντηρητική κατάσχεση σε οκτώ τραπεζικά ιδρύματα. Πλέον, εμφανίζεται ο κίνδυνος η συντηρητική κατάσχεση να τραπεί σε αναγκαστική και τα τηρούμενα στους λογαριασμούς της Επιχείρησης χρηματικά ποσά προς εξυπηρέτηση των μόνιμων αναγκών της να αντληθούν για την ικανοποίηση μίας αβέβαιης απαίτησης!

Με άλλα λόγια, η ειδική εκκαθάριση επιχείρησε με την μεθοδικότητα εκτελεστή να πετύχει έμμεσα αυτό που δεν μπορούσε μέσω της διαπραγμάτευσης με την επιχείρηση: να κάνει την τελευταία να υποκύψει στους δικούς της όρους, να επιτύχει την «συμφωνία» της δια του στραγγαλισμού της.

Η απάντηση της Επιχείρησης ήταν άμεση: την ημερομηνία συζήτησης της προαναφερθείσας προσωρινής διαταγής, ήτοι μία εβδομάδα μετά την επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης, δια των νομικών της παραστατών, κατατίθενται, επιπλέον, ανακοπές ακύρωσης των διαταγών πληρωμής και αιτήματα ασφαλιστικών μέτρων, περί αναστολής εκτελεστότητας τους, μέχρι την έκδοση απόφασης επί των ανακοπών. Οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, συνοδεύονται απαραιτήτως και από αιτήματα χορήγησης προσωρινής διαταγής (δηλαδή αίτηση άμεσης δικαστικής προστασίας «εδώ και τώρα»), περί αναστολής εκτελεστότητας, μέχρι την κύρια συζήτηση. Αποτέλεσμα της άμεσης και στοχευμένης κινητοποίησης.

Την ίδια αυτή ημέρα κατάθεσης των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων (ήτοι μία εβδομάδα μετά την επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης) καθώς και δύο μέρες αργότερα έκαστος Πρόεδρος Υπηρεσίας χορήγησε την αιτούμενη δικαστική προστασία: ήρθη η συντηρητική κατάσχεση από τους απαραίτητους για την λειτουργία της Επιχείρησης λογαριασμούς, ενώ «απενεργοποιήθηκαν» οι Διαταγές Πληρωμής. Η Επιχείρηση πήρε τις απαραίτητες ανάσες και κατάφερε να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις πίστωσης χρόνου που είχε παράσχει σε προσωπικό και εργαζομένους. Η ως άνω προστασία συμπληρώθηκε (επίσης δια προσωρινής διαταγής) μερικές μέρες αργότερα με την απελευθέρωση ενός ακόμη νευραλγικού λογαριασμού και με την όλως απαραίτητη απαγόρευση εμφάνισης των ως άνω Διαταγών Πληρωμής σε πληροφοριακά συστήματα αθέτησης υποχρεώσεων. Το τελευταίο διασφάλισε την οικονομική ρευστότητα της εταιρείας στο διηνεκές, η οποία θα τίθετο εν αμφιβόλω, εάν μία έωλη επί της ουσίας απαίτηση, δημοσιευόταν ως επιδικασθείσα δια Διαταγής Πληρωμής.

Η χορηγηθείσα δικαστική προστασία βασίστηκε, ως είναι απαραίτητο, στους προβληθέντες εκ μέρους μας ισχυρισμούς:

(1) Καταχρηστικότητα και κακοβουλία που έγκειται στην εκδήλωση άκρως (!) επιθετικών ενεργειών σε βάρος αντισυμβαλλομένου της Τράπεζας που αποτελεί καθ’ όλα συνεργάσιμο δανειολήπτη εν μέσω μάλιστα διαπραγματεύσεων με αυτόν. Συγκεκριμένα, οι ενέργειες της Τράπεζας «τράβηξαν» την πρίζα της Επιχείρησης, η οποία κατάφερε να λειτουργήσει την κρίσιμη εβδομάδα αναμονής της προσωρινής δικαστικής προστασίας, χάριν της προοπτικής λύτρωσης της μέσα από τον δικαστικό αγώνα και της εμπιστοσύνης που απολαμβάνει από τους εμπορικούς της συνεργάτες και τους εργαζομένους της. Στον αντίποδα, όπως συνοπτικά παρατέθηκε και ανωτέρω, η Επιχείρηση προς τον σκοπό συμβιβασμού με την Τράπεζα είχε αφενός καταβάλλει σημαντικά ποσά έναντι, αφετέρου είχε «ανοίξει» όλα τα οικονομικά της στοιχεία, είχε διαθέσει σημαντικά ποσά σε εγνωσμένες εταιρείες συμβούλων επιχειρήσεων για την εκπόνηση επιχειρηματικών σχεδίων και είχε προτείνει σαφές και βιώσιμο πλάνο αποπληρωμής.

(2) Ακυρότητα Διαταγών Πληρωμής: η έκδοση των δύο Διαταγών Πληρωμής ήταν εξόχως προβληματική. Πέραν από το στοιχείο της κακοπιστίας, με την εκδήλωση επιθετικών ενεργειών σε βάρος καλόπιστου αντισυμβαλλομένου, αναδείχθηκαν πλημμέλειες και αντιφάσεις που απέρρεαν αφενός από τα σχετικά έγγραφα στα οποία στηρίχτηκε η έκδοση των δύο εκτελεστών τίτλων και αφετέρου από το γεγονός ότι εκκρεμούσε η έκδοση δικαστικής απόφασης επί αμφισβήτησης της Επιχείρησης αναφορικά με το πραγματικό ύψος της οφειλής.

(3) Πλήρης απουσία κινδύνου για την Τράπεζα που να δικαιολογεί την επίσπευση των όλως καταστρεπτικών ενεργειών που περιγράφηκαν. Χαρακτηριστικά, η Επιχείρηση όπως ήδη εκτέθηκε λειτουργούσε κανονικά, προετοιμαζόταν, δε, για την αγορά των εορτών, περίοδο με αυξημένους τζίρους και καθαρά έσοδα. Τα έσοδα αυτά συντηρούν την βιωσιμότητα της Επιχείρησης και στηρίζουν τις οικονομικές δυνατότητες αποπληρωμής οιουδήποτε χρέους. Αντιθέτως, η προσπάθεια βίαιης ρευστοποίησης της όποιας κινητής και ακίνητης περιουσίας, θα είχε ως αποτέλεσμα τον βέβαιο οικονομικό «θάνατο» μίας παραγωγικής σε βάθος χρόνου επιχείρησης με μοναδικό αντάλλαγμα περιορισμένο οικονομικό όφελος για τον δανειστή, το οποίο άλλωστε θα έπρεπε να το μοιραστεί με τους δικαιούχους των νέων αξιώσεων σε βάρος της Επιχείρησης, που αναπόφευκτα θα γεννιόνταν από την εξέλιξη αυτή (λ.χ. εκκρεμής οικονομικές υποχρεώσεις σε εργαζομένους, ακάλυπτες επιταγές).Συνεπώς, σε σύγκριση με την εξαΰλωση του άυλου Κεφαλαίου της Επιχείρησης (εμπορικές συνεργασίες, εμπιστοσύνη τελικού καταναλωτή, «αέρας») που στήριζε την βιωσιμότητά της, ο ισχυριζόμενος από την Τράπεζα κίνδυνος, που δήθεν προέκυπτε από τις μειωμένες ικανότητες εξυπηρέτησης της φερόμενης οφειλής, ήταν αμελητέος. Εξ ου και το Δικαστήριο χορήγησε την αναγκαία για την επιχείρηση δικαστική προστασία.

Η μυωπική συμπεριφορά, που μόλις περιγράφηκε, δεν αποτελεί παρά ένα παράδειγμα αφενός της αλαζονείας που επιδεικνύουν τα πιστωτικά ιδρύματα και δη οι ειδικοί εκκαθαριστές αυτών, λόγω του θεσμικού χρηματοδοτικού ρόλου που απολαμβάνουν, αφετέρου των νομικών «ατοπημάτων» στα οποία εξαιτίας αυτής περιέρχονται. Τα ατοπήματα αυτά, δε, συχνά έχουν όλως καταστρεπτικές συνέπειες για παραγωγικές επιχειρήσεις και τις τοπικές κοινωνίες. Η δικαστική εξουσία, με την κατάλληλη κινητοποίηση, παρουσιάζεται ως επαρκές αντίβαρο, που οριοθετεί την ως άνω φαινόμενη αυθαίρετη συμπεριφορά, συμβάλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, στην εξυγίανση του τραπεζικού τοπίου στην Ελλάδα.