Δεκέμβριος 2024 – Αθώωση εντολέα για παραβίαση δικαστικής απόφασης
Έγκληση της αντιδίκου μητέρας για αρπαγή του τέκνου και παραβίαση δικαστικής απόφασης από τον πατέρα εντολέα μας – άσκηση δίωξης για παραβίαση δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση – αθωωτική απόφαση του μονομελούς πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών για το αδίκημα της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση, αλλά και κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, για το αδίκημα της αρπαγής, στο οποίο εμπίπτουν νομοτυπικά οι φερόμενες πράξεις
Μητέρα ανηλίκου τέκνου, ασκούσα την επιμέλειά του, κατέθεσε έγκληση σε βάρος του πατέρα – εντολέα μας για τα αδικήματα της αρπαγής και παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση.
Οι φερόμενες πράξεις που καταλόγιζε στον εντολέα μας αφορούσαν την κατ’ εξαίρεση μη εφαρμογή της απόφασης με την οποία οριζόταν η επικοινωνία του ίδιου με το τέκνο του και σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να παραδίδει το τέκνο στην οικία της μητέρας στην καθορισμένη ώρα και συνίσταντο σε επιμέρους πράξεις (14) όπου ο πατέρας καθυστέρησε να παραδώσει το τέκνο για χρονικό διάστημα από 30’ έως 1.30 ώρα, αλλά και σε δυο πράξεις όπου ο πατέρας δεν παρέδωσε το τέκνο στην οικία της μητέρας στα Γιαννιτσά, την καθορισμένη ώρα, αλλά το παρέδωσε μετά το πέρας της ορισθείσας ώρας στον τόπο κατοικίας του στον Πειραιά, λόγω ασθένειας.
Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, προβλήθηκαν εκ μέρους μας ένσταση περί αποβολής της υποστήριξης κατηγορίας από τη δίκη, αυτοτελείς ισχυρισμοί περί συναίνεσης της εγκαλούσας, πραγματικής πλάνης, άρσης του αδίκου, κατάστασης ανάγκης, άρσης του καταλογισμού και άφεσης, καθώς και άρνηση κατηγορίας σε σχέση με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, καθόσον αφ’ ενός δεν επλήγη κάποιο ατομικό έννομο αγαθό της εγκαλούσας που προστατεύεται από το αρ. 169Α ΠΚ, αφετέρου δεν υπήρχε θέληση για παραβίαση της απόφασης ή στέρησης του δικαιώματος επιμέλειας, αφού όλες τις φορές ο εντολέας μας παρέδιδε το τέκνο χωρίς να αρνείται και πρότεινε τρόπους επίλυσης του προβλήματος, ακόμα και μέσω της επιστροφής του τέκνου νωρίτερα, εφόσον αυτό ήταν εφικτό. Η εγκαλούσα, από την πλευρά της προσπάθησε να πείσει ότι οι φερόμενες 2 πράξεις οφείλονταν σε πρόθεση του κατηγορούμενου και ότι δήθεν η ασθένεια του τέκνου και του πατέρα δεν απέτρεπαν την παράδοση του παιδιού και δεν αποδεικνύονταν από βέβαιης χρονολογίας έγγραφα ή από έγγραφα αυξημένης τυπικής ισχύς. Σε σχέση με τις 14 πράξεις, η εγκαλούσα ισχυρίσθηκε ότι οφείλονταν σε ενδεχόμενο δόλο του κατηγορούμενου, ο οποίος συνίσταντο στην αποδοχή των καθυστερήσεων, διαφορετικά θα μπορούσε να επιλέξει άλλο μέσο ή πτήση, προβάλλοντας συναφώς τον ισχυρισμό ότι ο δόλος του ενδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος όντας ασυνεπής μόνο ως προς την υποχρέωση αυτή επιστροφής του τέκνου σε σχέση με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του, είχε δόλο. Ειδικά μάλιστα σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό, από πλευράς μας προβλήθηκε ότι τελικώς κατατείνει στην αλήθεια των ισχυρισμών μας, παρά το αντίθετο, αφού ο κατηγορούμενος είναι μόνο κατ’ εξαίρεση, ασυνεπής.
Αφού αναπτύχθηκαν οι ως άνω ισχυρισμοί, μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, η Εισαγγελική Αρχή πρότεινε την αθώωση του κατηγορούμενου για τις 14 πράξεις λόγω ανωτέρας βίας, που συνίσταντο σε μικρές, ανυπαίτιες καθυστερήσεις παράδοσης του τέκνου την προβλεπόμενη ώρα, λόγω των καθυστερήσεων των πτήσεων, οι οποίες αποδεικνύονταν εξ’ εγγράφων και κυρίως από έγγραφο της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας που εξεδόθη κατόπιν Εισαγγελικής Παραγγελίας που αιτηθήκαμε. Ομοίως, πρότεινε την αθώωση του κατηγορούμενου για τις 2 πράξεις της μη παράδοσής του, που συνίσταντο σε έλλειψη δόλου, λόγω ασθένειας του ίδιου και του τέκνου τους που επίσης αποδεικνύονταν εξ’ εγγράφων. Η Εισαγγελική αρχή, δεχόμενη τον ισχυρισμό μας περί έλλειψης αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, που συνίσταντο στο γεγονός ότι, από την φερόμενη παραβίαση της απόφασης που όριζε την επικοινωνία, δεν συμπροσβαλλόταν κάποιο ατομικό αγαθό της εγκαλούσας που προστατεύεται από την εν λόγω διάταξη, αλλά ενδεχομένως από άλλη διάταξη, της οποίας όμως επίσης δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, πρότεινε τη μετατροπή του αδικήματος κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, σε αρπαγή κατ’ εξακολούθηση και την αθώωση του και για το αδίκημα αυτό, για τους ίδιους λόγους, πρωτίστως δε λόγω έλλειψης ουσιαστικής διατάραξης του δικαιώματος επιμέλειας της εγκαλούσας, όπως ισχυρισθήκαμε και αποδείξαμε.
Το Δικαστήριο αφού άκουσε και τους Πληρεξούσιους Δικηγόρους των διαδίκων και αξιολογώντας τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αλλά και όλα τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι, τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα αναγνωστέα έγγραφα και την απολογία του κατηγορούμενου, και αφού έλαβε υπ’ όψιν τα διδάγματα της κοινής πείρας, τις υποχρεώσεις της εγκαλούσας να ενισχύει τη σχέση του παιδιού με τον πατέρα και να κατανοεί τις συνθήκες που αντιμετωπίζει, όπως ορίζονται από το νόμο και την ισχύουσα απόφαση και οι οποίες υπερτερούν τυχόν άλλων υποχρεώσεων και αξιολόγησε και τις εν γένει κοινωνικά πρόσφορές συνθήκες, έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο για όλες τις πράξεις που του αποδίδονταν.