Διεθνές Οικογενειακό Δίκαιο: Η διεθνής δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο σε θέματα γονικής μέριμνας τέκνων διεθνών ζευγαριών

Ηλίας Γιαννατσής, Δικηγόρος

Περίληψη: H ευρωπαϊκή ενοποίηση διέρχεται πλέον, πέρα από την οικονομική ζώνη, μέσα από την ίδια τη σφαίρα της προσωπικής ζωής και, μεταξύ άλλων τομέων, και μέσα από τον θεσμό της οικογένειας. Οι «ευρωπαϊκές» οικογένειες – οικογένειες δηλαδή που συνδέονται με περισσότερα από ένα κράτη μέλη της Ε.Ε. – αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, το οποίο πλουτίζει με την πολυμορφία του την ιδιωτική ζωή των πολιτών των κρατών μελών. Η πολυμορφία αυτή, η ετερότητα τόπων διαμονής και ιθαγένειας, δεν μπορεί παρά να αντανακλά και στο δίκαιο, το οποίο καλείται να ρυθμίσει το τί συμβαίνει όταν η οικογένεια καταλήγει στην αίθουσα του δικαστηρίου: το δικαστήριο ποιού κράτους μέλους θα δικάσει; το δίκαιο ποιού κράτους μέλους θα εφαρμόσει; Το άρθρο αυτό επιχειρεί να σκιαγραφήσει την εκδίκαση των υποθέσεων γονικής μέριμνας στον κοινό ευρωπαϊκό χώρο.

Εισαγωγή

Το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου αποβαίνει πλέον πολύπλοκο όταν στο κέντρο της απόφασης που θα εκδώσει το δικαστήριο τοποθετείται το παιδί και η έννοια του συμφέροντός του. Ο Κανονισμός 2201/2003 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, καθώς και η Σύμβαση της Χάγης του 1996 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα ενοποιώντας τα διάφορα εθνικά δίκαια σε μία πανευρωπαϊκή ρύθμιση.

Ι. Υποθέσεις «γονικής μέριμνας»

Η έννοια της γονικής μέριμνας, για τις ανάγκες του Κανονισμού 2201/2003, «περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού» και ειδικότερα τα δικαιώματα επιμέλειας και προσωπικής επικοινωνίας.

Ως υποθέσεις γονικής μέριμνας, ο ίδιος ο ενωσιακός νομοθέτης κατονομάζει, ενδεικτικά, τις αφορώσες στο δικαίωμα επιμέλειας και προσωπικής επικοινωνίας και όσες σχετίζονται με την εκπροσώπηση του παιδιού και τη διαχείριση και προστασία της περιουσίας του (ακόμη και την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα).

Δεν εφαρμόζεται, αντίθετα, ο Κανονισμός σε υποθέσεις υποχρεώσεων διατροφής των γονέων προς τα τέκνα, καθώς επίσης και επί κληρονομικών ζητημάτων (για τα οποία εφαρμόζονται οι Κανονισμοί 4/2009 και 650/2012, αντίστοιχα (βλ. σχετικό άρθρο μας με τίτλο «Το εφαρμοστέο δίκαιο και η διεθνής δικαιοδοσία σε θέματα κληρονομικής διαδοχής μετά την θέση σε ισχύ του Κανονισμού 650/2012»).

Τέλος, προϋπόθεση εφαρμογής του Κανονισμού είναι το τέκνο να έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος κράτους μέλους κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής. Τυχόν μεταβολή δε του τόπου συνήθους διαμονής του παιδιού μετά την άσκηση της προσφυγής δεν θίγει την δικαιοδοσία του δικαστηρίου.

ΙΙ. Το αρμόδιο για υποθέσεις γονικής μέριμνας δικαστήριο στο πλαίσιο του Κανονισμού 2201/2003.

Αρμόδιο να αποφανθεί σχετικά με ζητήματα γονικής μέριμνας του παιδιού είναι το δικαστήριο του κράτους μέλους όπου το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του, του κράτους που αποτελεί, δηλαδή, το κέντρο των βιοτικών συμφερόντων του παιδιού, στο κοινωνικό περιβάλλον του οποίου αυτό είναι ενσωματωμένο, ανεξάρτητα με το αν αυτό ταυτίζεται π.χ. με το κράτος της ιθαγένειάς του ή της ιθαγένειας ενός από τους γονείς του. Το κριτήριο αυτό είναι μάλιστα ανεξάρτητο από το στοιχείο του χρόνου της διαμονής στο οικείο κράτος, εφόσον, όμως, δεν συνάγεται ότι πρόκειται για μία προσωρινή και συμπτωματική ουσιαστικά διαμονή. Το στοιχείο της διάρκειας, λοιπόν, απλώς συνεκτιμάται.

Παράδειγμα: δύο Έλληνες γονείς ζουν με το τέκνο τους στην Ελλάδα. Όταν αυτό φτάνει την ηλικία των 11 ετών αποφασίζουν να μεταναστεύσουν για οικονομικούς λόγους στην Ολλανδία, όπου διαμένουν για τρία χρόνια, το παιδί μαθαίνει την ολλανδική γλώσσα, φοιτά κανονικά στο σχολείο και εντάσσεται στην Ολλανδική κοινωνία με τρόπο που το συμφέρον του συνυφαίνεται πλέον με αυτόν τον τόπο. Σε περίπτωση τυχόν διαφωνίας των γονέων για ζητήματα που άπτονται της γονικής μέριμνας, αρμόδια να αποφασίσουν είναι τα Ολλανδικά δικαστήρια, παρά το γεγονός ότι τόσο το παιδί όσο και οι γονείς έχουν την ελληνική ιθαγένεια και ότι ζούσαν επί τόσα χρόνια στην Ελλάδα.

Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν αποτελεί η περίπτωση που το παιδί απάγεται, μετακινείται σε άλλο κράτος μέλος από τον έναν γονέα του χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου. Στην περίπτωση διεθνούς απαγωγής παιδιών, αρμόδια για την εκδίκαση υποθέσεων γονικής μέριμνας παραμένουν καταρχήν τα δικαστήρια του κράτους που αποτελούσε τον τόπο συνήθους διαμονής του παιδιού πριν την απαγωγή (βλ. αναλυτικά στο σχετικό άρθρο μας με τίτλο «Παράνομη Μετοίκηση του ενός Γονέα με το Παιδί στο Εξωτερικό: Η Διασυνοριακή Προστασία»).

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ενότητα κρίσης της διαφοράς, που προκύπτει από τη διάσπαση της συμβίωσης του «διεθνούς» ζευγαριού και τις αντανακλαστικές της συνέπειες στο συμφέρον του παιδιού, ο Κανονισμός 2201/2003 δίνει τη δυνατότητα να οριστεί αρμόδιο για την γονική μέριμνα το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή της σχέσης καταχωρισμένης συμβίωσης (βλ. σχετικό άρθρο μας με τίτλο «Διεθνές Οικογενειακό Δίκαιο: Διεθνής Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο στο Διαζύγιο των Διεθνών Ζευγαριών»).

Οι διάδικοι μπορούν να θεμελιώσουν την ανωτέρω δικαιοδοσία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εισάγεται η γαμική διαφορά τους μέσω της δυνατότητας παρέκτασης αρμοδιότητας του άρθρου 12 του Κανονισμού, εφόσον ένας από τους δύο είναι φορέας της γονικής μέριμνας και αποδέχονται την αρμοδιότητα αυτού ρητά ή σιωπηρά. Η αποδοχή της αρμοδιότητας από μέρους του εναγομένου μπορεί να συνάγεται λ.χ. από την από μέρους του άσκηση αντίθετης αγωγής στο ίδιο δικαστήριο ή την παράστασή του ενώπιον αυτού χωρίς εναντίωση στο ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας του.

Παράδειγμα: Ένας Έλληνας και μία Γαλλίδα είναι παντρεμένοι με ένα παιδί, του οποίου ασκούν από κοινού την επιμέλεια και συζούν στην Ελλάδα. Λόγω προβλημάτων στον γάμο τους η σύζυγος, με τη συναίνεση του πατέρα, διαμένει με το παιδί το διάστημα των τελευταίων έξι μηνών στη Γαλλία. Ο σύζυγος αποφασίζει να ασκήσει αγωγή διαζυγίου στην Ελλάδα, τα δικαστήρια της οποίας έχουν διεθνή δικαιοδοσία για τη λύση του γάμου τους, καθώς αποτελεί τη χώρα της τελευταίας συνήθους διαμονής τους. Εάν ο σύζυγος αποφασίσει να ασκήσει στο ίδιο δικαστήριο αγωγή για την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου στο πρόσωπό του και η εναγόμενη σύζυγος παραστεί στη δίκη κανονικά και όχι απλώς για να αρνηθεί τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (ισχυριζόμενη π.χ. ότι αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς γονικής μέριμνας είναι πλέον, τα Γαλλικά δικαστήρια, καθώς η Γαλλία αποτελεί τη χώρα συνήθους διαμονής πλέον του τέκνου), λογίζεται παρέκταση της αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων, που είναι αρμόδια για την επίλυση της γαμικής διαφοράς, και επί του ζητήματος της γονικής μέριμνας, καθώς τεκμαίρεται η ανεπιφύλακτη αποδοχή της δικαιοδοσίας τους από την εναγομένη!

Αξιοσημείωτη είναι και η δυνατότητα παραπομπής του άρθρου 15 του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο έχει δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης μπορεί, εάν κρίνει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση ή μέρος της υπόθεσης και αυτό εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού, να παραπέμψει προς εκδίκαση την υπόθεση στο δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως.

Στο τελευταίο παράδειγμά μας, η μητέρα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα Γαλλικά δικαστήρια είναι καταλληλότερα για την εκδίκαση της διαφοράς, ισχυριζόμενη ότι η Γαλλία αποτελεί πλέον τον τόπο συνήθους διαμονής του παιδιού και επομένως απόφαση που αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου θα πρέπει να εκδοθεί από τα Γαλλικά δικαστήρια και κατά το γαλλικό δίκαιο.

Αντίστοιχα θα μπορούσε να συμβεί το αντίστροφο: αν η αγωγή διαζυγίου είχε ασκηθεί ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων από τη μητέρα, επειδή διαμένει εκεί για το διάστημα έξι μηνών από την έγερση της αγωγής και έχει και τη γαλλική ιθαγένεια, και τα δικαστήρια αυτά λογίζονταν κατά παρέκταση της αρμοδιότητας ως αρμόδια για την εκδίκαση και ύστερης αγωγής ανάθεσης γονικής μέριμνας, ο Έλληνας πατέρας θα μπορούσε να αιτηθεί την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον των Eλληνικών Δικαστηρίων, ισχυριζόμενος ότι η διαμονή του παιδιού στη Γαλλία είναι μόνο παροδική και ο τόπος συνήθους διαμονής του στην πραγματικότητα δεν έχει μεταβληθεί, ενώ τα στοιχεία της ιθαγένειας και η ανατροφή του παιδιού στην Ελλάδα συνηγορούν σε κάθε περίπτωση για την παραπομπή της υπόθεσης της γονικής μέριμνας στα Ελληνικά δικαστήρια λόγω του στενότερου συνδέσμου του παιδιού με αυτήν την δικαιοδοσία.

Ως ultimum refugium για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας, σε περίπτωση που αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία από τις ανωτέρω οριζόμενες βάσεις, προβλέπεται, τέλος, η αρμοδιότητα βασιζόμενη στην παρουσία και μόνο του παιδιού. Αρμόδια για τη γονική μέριμνα θα είναι, δηλαδή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το παιδί, ανεξάρτητα από το αν αυτό αποτελεί τον τόπο συνήθους διαμονής του ή το παιδί συνδέεται με αυτόν λόγω της ιθαγένειάς του ή της συνήθους διαμονής των γονιών του.

ΙΙΙ. Το εφαρμοστέο δίκαιο και η κρίση επί της διαφοράς

Η επιλογή του δικάζοντος δικαστηρίου σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω συναρτάται άμεσα με το δίκαιο το οποίο θα εφαρμοστεί για τη διάγνωση της διαφοράς. Σύμφωνα με το άρθρο 15 τη Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης του 1996 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία ως προς τη γονική ευθύνη και τα μέτρα προστασίας των παιδιών, την οποία η Ελλάδα κύρωσε με το ν. 4020/2011, κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας τους, οι δικαστικές αρχές εφαρμόζουν το εθνικό τους δίκαιο. Αυτό στην πράξη, από τη στιγμή που διεθνή δικαιοδοσία έχουν καταρχήν τα δικαστήρια του τόπου συνήθους διαμονής του παιδιού, σημαίνει ότι σε υποθέσεις γονικής μέριμνας θα εφαρμόζεται το δίκαιο του τόπου της συνήθους διαμονής του παιδιού. Με άλλα λόγια, το αρμόδιο να δικάσει δικαστήριο δεν θα να κληθεί να εφαρμόσει άγνωστο σε αυτό δίκαιο άλλου κράτους μέλους.

Η εφαρμογή του δικαίου του δικάζοντος δικαστηρίου αποβαίνει ιδιαίτερα χρήσιμη στην περίπτωση που πρέπει να ληφθούν προστατευτικά μέτρα αναφορικά με το πρόσωπο του παιδιού ή την προστασία του. Το άρθρο 20 του Κανονισμού παρέχει τη δυνατότητα στα δικαστήρια του τόπου όπου βρίσκεται το παιδί, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας τους ή μη για την οριστική επίλυση της διαφοράς, να λάβουν τα απαραίτητα κατά το δικονομικό τους δίκαιο μέτρα, λ.χ προσωρινή ρύθμιση άσκησης της επιμέλειας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ακόμη και με τη χορήγηση προσωρινής διαταγής.

Οι αποφάσεις γονικής μέριμνας που εκδίδονται από δικαστήριο ενός κράτους μέλους της Ε.Ε. αναγνωρίζονται αυτόματα στα υπόλοιπα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται περαιτέρω διαδικασία. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση απόφασης που έχει εκδοθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, μόνον για περιορισμένους λόγους, μεταξύ των οποίων και εάν εκδόθηκε χωρίς να δοθεί στο παιδί δυνατότητα ακρόασης, κατά παράβαση των δικονομικών αρχών του κράτους αναγνώρισης, καθώς και, μετά από αίτηση του γονέα που επικαλείται παραβίαση δικαιώματός του προς άσκηση της γονικής μέριμνας, εάν δεν του δόθηκε δυνατότητα ακρόασης.

Κλείνοντας

Τόσο το δικαστήριο που θα δικάσει όσο και το δίκαιο το οποίο θα εφαρμοστεί αποτελούν στοιχεία τα οποία θα διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο στην εκδίκαση μίας υπόθεσης γονικής μέριμνας και θα συνδιαμορφώσουν μετά βεβαιότητας το τελικό αποτέλεσμα. Ο κατάλληλος νομικός χειρισμός της υπόθεσης ως προς τα δύο αυτά κεφάλαια είναι απαραίτητος για την επιδίωξη μίας δικαστικής απόφασης, η οποία θα προάγει πραγματικά και κατ’ ουσίαν το συμφέρον του τέκνου.