Διεθνές Οικογενειακό Δίκαιο: Διεθνής Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο στο Διαζύγιο των Διεθνών Ζευγαριών

Αλεξάνδρα Γιάκη, Διαχειριστής Εταίρος 

Περίληψη: Η αύξηση της κινητικότητας των προσώπων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει οδηγήσει στον πολλαπλασιασμό των γάμων και των διαζυγίων που εμφανίζουν κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας, δηλαδή συνδέονται με περισσότερα κράτη. Αυτό συμβαίνει όταν για παράδειγμα οι σύζυγοι έχουν διαφορετική ιθαγένεια ή όταν έχουν την ίδια ιθαγένεια αλλά διαμένουν σε κράτος του οποίου δεν έχουν την ιθαγένεια. Στις περιπτώσεις αυτές κρίθηκε ότι οι σύζυγοι θα πρέπει να γνωρίζουν από το δικαστήριο ποιού κράτους και με βάση ποιες διατάξεις θα κριθούν οι μεταξύ τους σχέσεις, όπως για παράδειγμα το διαζύγιο, οι μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις, τα ζητήματα γονικής μέριμνας και διατροφής των παιδιών που τυχόν έχουν αποκτήσει. Στο παρόν άρθρο εξετάζεται το πρώτο εξ αυτών των ζητημάτων, ήτοι το διαζύγιο μεταξύ διεθνών ζευγαριών.

1. Εισαγωγή

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, κάθε κράτος εφάρμοζε τις δικές του διατάξεις αναφορικά με τη διεθνή δικαιοδοσία (δηλαδή το δικαστήριο ποιου κράτους έχει την εξουσία να δικάσει την υπόθεση διαζυγίου) και το εφαρμοστέο δίκαιο (δηλαδή με βάση τις διατάξεις ποιού κράτους θα κριθεί το διαζύγιο) σε θέματα διαζυγίου διεθνών ζευγαριών. Τι εννοούμε όμως με τον όρο διεθνή ζευγάρια; Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα προς διασαφήνιση του όρου. Έτσι, διεθνή ζευγάρια είναι π.χ.:

• Ένας Έλληνας και μία Ιταλίδα (υπήκοος κράτους μέλους της Ε.Ε.) που διαμένουν στην Ελλάδα.

• Ένας Έλληνας και μία Αμερικανίδα (υπήκοος τρίτου – εκτός της Ε.Ε. κράτους) που διαμένουν στην Ελλάδα.

• Ζευγάρι Γάλλων (υπήκοοι κράτους μέλους) που διαμένουν στην Ελλάδα.

• Ζευγάρι Αμερικανών (υπήκοοι τρίτου κράτους) που διαμένουν στην Ελλάδα.

• Ζευγάρι Ελλήνων που διαμένουν στην Αμερική (σε τρίτο κράτος).

• Ζευγάρι Ελλήνων που διαμένουν στην Γαλλία, αλλά έχουν περιουσιακά στοιχεία στην Αμερική.

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, τα ζητήματα του διαζυγίου των ζευγαριών θα κριθούν βάσει των οικείων Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, συγκεκριμένα, του Κανονισμού 2201/2003 ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία και του Κανονισμού 1259/2010 ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο. Όπως προκύπτει από την ως άνω αναφορά στον όρο διεθνή ζευγάρια, οι δύο ως άνω Κανονισμοί εφαρμόζονται εφόσον υπάρχει συνήθης διαμονή σε κράτος μέλος της Ε.Ε., ιθαγένεια κράτους μέλους της Ε.Ε. ή περιουσιακά στοιχεία σε κράτος μέλος της Ε.Ε.

2. Διεθνής δικαιοδοσία

Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι τα δικαστήρια ποιού κράτους μέλους έχουν διεθνή δικαιοδοσία να δικάσουν μία τέτοια υπόθεση. Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μας δίνουν οι διατάξεις του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 2201/2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του Κανονισμού, διεθνή δικαιοδοσία για υποθέσεις διαζυγίου με στοιχεία αλλοδαπότητας έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο:

Βρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων. Για παράδειγμα για το διαζύγιο μεταξύ Έλληνα και Ισπανίδας που διαμένουν στην Ιταλία, δικαιοδοσία έχουν (και) τα ιταλικά δικαστήρια.

Βρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών διαμένει ακόμη σε αυτό το κράτος μέλος. Εάν δηλαδή στο ως άνω παράδειγμα, ένας εκ των συζύγων – έστω η σύζυγος – μετακόμισε, εξαιτίας του χωρισμού, από την Ιταλία στην Ισπανία, αλλά ο άλλος εξακολουθεί να διαμένει στην Ιταλία, και πάλι (και) τα ιταλικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την υπόθεση του διαζυγίου.

Βρίσκεται η συνήθης διαμονή του εναγομένου. Στο αμέσως ανωτέρω παράδειγμα, εάν την αγωγή διαζυγίου ασκήσει η σύζυγος, θα μπορεί ομοίως να απευθυνθεί στα ιταλικά δικαστήρια, όπου διαμένει ο σύζυγος. Αντίστοιχα, ο σύζυγος θα μπορεί να στραφεί και στα ισπανικά δικαστήρια (πέραν των ιταλικών κατά το αμέσως ανωτέρω παράδειγμα).

Βρίσκεται η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων, σε περίπτωση κοινής αίτησης. Έτσι, οι ως άνω σύζυγοι θα μπορούν να προσφύγουν είτε στα ισπανικά είτε στα ιταλικά δικαστήρια, εφόσον όμως υποβάλλουν από κοινού την αίτηση διαζυγίου.

Βρίσκεται η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε τη διαμονή αυτή για τουλάχιστον ένα έτος πριν από την έγερση της αγωγής διαζυγίου. Έτσι, σε περίπτωση διαζυγίου μεταξύ Έλληνα και Ισπανίδας που ζούσαν στην Ιταλία, εάν η σύζυγος μετακόμισε μετά τον χωρισμό στη Γαλλία, μπορεί να προσφύγει στα γαλλικά δικαστήρια, εφόσον έχει συμπληρώσει έναν χρόνο διαμονής στη Γαλλία.

Βρίσκεται η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε τη διαμονή αυτή για τουλάχιστον έξι μήνες πριν την έγερση της αγωγής διαζυγίου και είναι υπήκοος του κράτους μέλους όπου διαμένει. Στο παραπάνω παράδειγμα εάν η σύζυγος μετακόμισε όχι στη Γαλλία αλλά στην Ισπανία θα μπορεί μετά από έξι μήνες από την εγκατάστασή της να προσφύγει στα ισπανικά δικαστήρια.

Τέλος, δικαιοδοσία για το διαζύγιο έχουν και τα δικαστήρια του κράτους της κοινής ιθαγένειας των δύο συζύγων. Έτσι, σε περίπτωση διαζυγίου μεταξύ Ελλήνων που διαμένουν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής διεθνή δικαιοδοσία θα έχουν (και) τα ελληνικά δικαστήρια.

Όπως προκύπτει από τα ως άνω παραδείγματα, συνήθως θα προκύπτουν περισσότερα κράτη μέλη, στα δικαστήρια των οποίων θα μπορούν να προσφύγουν οι σύζυγοι για το διαζύγιό τους και εναπόκειται στη βούλησή τους σε ποιο από τα περισσότερα δικαστήρια τελικώς θα απευθυνθούν.

3. Το εφαρμοστέο δίκαιο

Το επόμενο βήμα, αφού βρεθεί το δικαστήριο που θα δικάσει, είναι να αναζητηθεί ποιο δίκαιο θα εφαρμόσει το δικαστήριο αυτό. Κάθε κράτος έχει τις δικές του διατάξεις σχετικά με το διαζύγιο. Ποιού κράτους τις διατάξεις, λοιπόν, θα εφαρμόσει το δικαστήριο που θα δικάσει την υπόθεση διαζυγίου;

Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μας δίνει ο Κανονισμός υπ’ αριθμ. 1259/2010 για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, γνωστός στους νομικούς κύκλους και με την ονομασία «Ρώμη ΙΙΙ». Σημειωτέον, ότι δεν δεσμεύονται όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον εν λόγω Κανονισμό, αλλά μόνον 15 εξ αυτών (Βέλγιο, Βουλγαρία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Λουξεμβούργο, Ουγγαρία, Μάλτα, Αυστρία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία και Ελλάδα).

Η βασική πρόβλεψη του Κανονισμού είναι ότι οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν το δίκαιο που θα εφαρμοστεί για το διαζύγιό τους. Η επιλογή τους βέβαια δεν είναι απεριόριστη. Ειδικότερα, μπορούν να επιλέξουν ένα από τα ακόλουθα δίκαια:

Το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας. Στο ως άνω, λοιπόν, παράδειγμα του Έλληνα και της Ισπανίδας, που διαμένουν στην Ιταλία, μπορεί να επιλεγεί καταρχάς το ιταλικό δίκαιο, εφόσον οι σύζυγοι κατά τη σύναψη της συμφωνίας διαμένουν αμφότεροι στην Ιταλία.

Το δίκαιο του κράτους της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, εφόσον, όμως, ο ένας από αυτούς εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας. Αν, λοιπόν, στο ως άνω παράδειγμα, η σύζυγος επιστρέψει μετά τον χωρισμό στην Ισπανία, και πάλι θα μπορεί να επιλεγεί το ιταλικό δίκαιο, εφόσον ο σύζυγος εξακολουθεί να μένει στην Ιταλία.

Το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας ενός των συζύγων κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, στο ως άνω παράδειγμα θα μπορεί να επιλεγεί, αντί του ιταλικού, και το ελληνικό ή το ισπανικό δίκαιο.

Το δίκαιο του δικαστηρίου που δικάζει.

Η συμφωνία επιλογής δικαίου καταρτίζεται εγγράφως και φέρει χρονολογία και υπογραφή, ενώ κατά τον Κανονισμό αρκεί και η διαβίβαση δια της ηλεκτρονικής οδού (εφόσον εξασφαλίζεται η εκ των υστέρων πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας) λ.χ. με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Αν όμως το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής των συζύγων – στο παράδειγμά μας της Ιταλίας – απαιτεί κάποια επιπλέον τυπική προϋπόθεση, λ.χ. τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου, θα πρέπει να πληρούται και η προϋπόθεση αυτή.

Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που τα μέρη δεν έχουν καταρτίσει σχετική συμφωνία περί επιλογής του δικαίου που θα διέπει το διαζύγιό τους; Τότε, σύμφωνα με το άρθρο 8 θα εφαρμοστεί το δίκαιο του κράτους μέλους:

Της κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων κατά τον χρόνο υποβολής της αγωγής ή, αν δεν έχουν πλέον κοινή συνήθη διαμονή,

Της τελευταίας συνήθους διαμονής των, εφόσον ο ένας εξ αυτών εξακολουθεί να διαμένει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, ή, εάν κανείς δεν διαμένει πλέον στο εν λόγω κράτος μέλος,

Της κοινής ιθαγένειας των συζύγων κατά τον χρόνο υποβολής της αγωγής, ή, αν οι σύζυγοι έχουν διαφορετική ιθαγένεια,

Του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της υπόθεσης του διαζυγίου σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω υπό 2.

Εν προκειμένω η παράθεση των δυνατών λύσεων είναι ιεραρχική και όχι διαζευκτική και, επομένως, μόνον εάν αποκλεισθεί η προηγούμενη μπορεί να εφαρμοστεί η επόμενη.

4. Η ρήτρα της δημόσιας τάξης

Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης μπορεί πάντως να αποκλείσει κάποια διάταξη του δικαίου που τυγχάνει εφαρμοστέο στο διαζύγιο, εφόσον είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη του οικείου κράτους. Με την έννοια της δημόσιας τάξης νοούνται οι πολύ θεμελιώδεις αρχές μίας κοινωνίας εκ των οποίων δεν χωρεί παρέκκλιση.

Περαιτέρω, το άρθρο 13 του Κανονισμού ορίζει ότι το δικαστήριο κράτους μέλους, το δίκαιο του οποίου δεν αναγνωρίζει ως έγκυρο το συγκεκριμένο γάμο, δεν υποχρεούται να εκδώσει διαζύγιο. Έτσι, για παράδειγμα, το ελληνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να εκδώσει διαζύγιο μεταξύ ομοφύλων, αφού το ελληνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει ως έγκυρο τον μεταξύ τους γάμο. Στην περίπτωση, λοιπόν, αυτή, το ελληνικό δικαστήριο θα απορρίψει την αγωγή διαζυγίου.

5. Η αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ένωσης

Τελευταίο κρίσιμο ζήτημα είναι το εάν και με ποιους όρους μία απόφαση περί διαζυγίου που έχει εκδοθεί από δικαστήριο ενός κράτους μέλους αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ένωσης.

Σχετικά με το εν λόγω ζήτημα η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κανονισμού 2201/2003 ορίζει ότι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία. Συνεπώς, η απόφαση του ελληνικού π.χ. δικαστηρίου που έλυσε τον γάμο μεταξύ του Έλληνα και της Ισπανίδας του παραδείγματος θα ισχύει αυτόματα και στην Ισπανία (κράτος διαμονής της συζύγου) αλλά και στην Ιταλία (κράτος διαμονής του συζύγου), καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε..

6. Αντί επιλόγου

Εκτέθηκε ανωτέρω σε αδρές γραμμές το ισχύον νομικό πλαίσιο σχετικά με τη λύση του γάμου, στις περιπτώσεις που η υπόθεση εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας υπό την έννοια που εκτέθηκε στην εισαγωγή. Πλέον οι σύζυγοι θα μπορούν να γνωρίζουν με ασφάλεια εκ των προτέρων τόσο ενώπιον ποιού δικαστηρίου θα απευθυνθούν για το διαζύγιό τους όσο και βάσει ποιων διατάξεων αυτό θα ρυθμιστεί. Αυτό ακριβώς, άλλωστε, – η ασφάλεια δικαίου – ήταν και ο στόχος των συντακτών των σχετικών Κανονισμών.