Διεθνές Οικογενειακό Δίκαιο: Διεθνής Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο στις Περιουσιακές Σχέσεις των Διεθνών Ζευγαριών

Περίληψη: Ένα οξύ θέμα που ανακύπτει συνήθως μεταξύ των συζύγων/συντρόφων – κατά κύριο λόγο μετά τον χωρισμό τους, ενίοτε όμως και πριν από τον γάμο/τη σχέση συμβίωσης ή κατά τη διάρκεια αυτού – είναι η ρύθμιση των μεταξύ των περιουσιακών σχέσεων. Ζητήματα ανακύπτουν ιδίως στην περίπτωση που ο γάμος/η σχέση καταχωρημένης συμβίωσης παρουσιάζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, συνδέονται δηλαδή με περισσότερα από ένα κράτη. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση που οι σύζυγοι έχουν διαφορετική ιθαγένεια ή διαμένουν σε άλλο κράτος. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν πλέον συγκεκριμένοι κανόνες που ρυθμίζουν τόσο το δίκαιο που θα διέπει τις περιουσιακές τους σχέσεις όσο και το ζήτημα των δικαστηρίων που θα επιληφθούν της σχετικής διαφοράς. Έτσι οι σύζυγοι μπορούν πλέον να γνωρίζουν εκ των προτέρων πώς ρυθμίζονται οι περιουσιακές τους σχέσεις.

1. Εισαγωγή

Ήδη σε προηγούμενο άρθρο μας παρουσιάσαμε τους κανόνες που ισχύουν σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο αναφορικά με το διαζύγιο των διεθνών ζευγαριών. Στο παρόν άρθρο θα εκτεθούν οι κανόνες που ισχύουν για τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των διεθνών ζευγαριών (συζύγων ή συντρόφων). Η έννοια του όρου «διεθνή ζευγάρια» αναλύθηκε διεξοδικά στο προηγούμενο άρθρο μας. Συνοπτικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι διεθνές είναι ένα ζευγάρι, όταν οι σύζυγοι έχουν διαφορετική ιθαγένεια, ή μένουν σε άλλο κράτος αυτού που έχουν την ιθαγένεια, ή διατηρούν περιουσιακά στοιχεία σε κράτος άλλο από εκείνο που διαμένουν. Θα προηγηθεί μία ανάλυση του δικαίου που εφαρμόζεται για τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των διεθνών ζευγαριών και μετά θα εξεταστεί το ζήτημα στα δικαστήρια ποιού κράτους μέλους πρέπει να προσφύγουν οι σύζυγοι ή οι σύντροφοι σε περίπτωση διαφοράς. Τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται από τους Κανονισμούς υπ’ αριθμ. 1103/2016 και 1104/2016, εκ των οποίων ο πρώτος ρυθμίζει τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων και ο δεύτερος τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ καταχωρημένων συντρόφων.

2. Το πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών

Οι αναφερόμενοι ως άνω δύο Κανονισμοί ρυθμίζουν αποκλειστικά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων/συντρόφων. Δεν ρυθμίζουν, συνεπώς, ούτε τις προσωπικές τους σχέσεις, ούτε και τυχόν υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ τους . Ως περιουσιακές δε σχέσεις των συζύγων/συντρόφων νοούνται οι περιουσιακές σχέσεις μεταξύ τους και έναντι τρίτων προσώπων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα του γάμου/της καταχωρημένης συμβίωσης και της λύσης του. Συνήθως, οι σχετικές διαφορές αναφύονται μετά τη λύση του γάμου ή της συμβίωσης, οπότε τίθεται ζήτημα διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου. Οι δύο Κανονισμοί τέθηκαν σε εφαρμογή από τις 29 Ιανουαρίου 2019 και ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.

3. Το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων/συντρόφων

Όπως ισχύει και στην περίπτωση του διαζυγίου, αλλά και στην περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής, έτσι και αναφορικά με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων/συντρόφων το άρθρο 22 των Κανονισμών 1103/2016 και 1104/2016, αντίστοιχα, δίνει τη δυνατότητα επιλογής του δικαίου που θα εφαρμοστεί για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων. Όπως και στις άλλες περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, έτσι και εν προκειμένω η ελευθερία επιλογής δεν είναι απεριόριστη. Έτσι, οι σύζυγοι/σύντροφοι μπορούν να επιλέξουν το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχουν (ή θα έχουν εφόσον δεν έχει ήδη συναφθεί ο γάμος ή καταχωρηθεί η συμβίωση) τη συνήθη διαμονή τους κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας ή το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας ενός εξ αυτών. Ειδικά στην περίπτωση της καταχωρημένης συμβίωσης δίνεται μία επιπλέον δυνατότητα, ήτοι οι σύντροφοι μπορούν να επιλέξουν ως εφαρμοστέο και το δίκαιο του κράτους δυνάμει του οποίου δημιουργήθηκε η σχέση καταχωρημένης συμβίωσης.

Έτσι, εάν δύο σύντροφοι, ιταλικής και ισπανικής ιθαγένειας, συνάψουν στην Ελλάδα σύμφωνο συμβίωσης και, κατόπιν, εγκατασταθούν στην Γαλλία, θα μπορούν να επιλέξουν ως εφαρμοστέο στις περιουσιακές τους σχέσεις δίκαιο, το ιταλικό (δίκαιο της ιθαγένειας του ενός συντρόφου), το ισπανικό (δίκαιο της ιθαγένειας του άλλου συντρόφου), το ελληνικό (δίκαιο του κράτους όπου καταχωρήθηκε η σχέση συμβίωσης) ή, τέλος, το γαλλικό (δίκαιο της συνήθους διαμονής).

Η συμφωνία επιλογής δικαίου μπορεί να υπογραφεί και να μεταβληθεί οποτεδήποτε, η μεταβολή της, όμως, έχει καταρχήν αποτελέσματα μόνον για το μέλλον, εκτός εάν οι σύζυγοι/σύντροφοι αποφασίσουν διαφορετικά και προσδώσουν αναδρομική ενέργεια στη συμφωνία τους, χωρίς πάντως να θίγονται από την τυχόν μεταβολή τα δικαιώματα τρίτων.

Όπως και στην περίπτωση του διαζυγίου, η συμφωνία διατυπώνεται εγγράφως και φέρει ημερομηνία και υπογραφή αμφοτέρων των μερών, ενώ αρκεί και η διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού, εφόσον εξασφαλίζεται μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας π.χ. μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Αν, ωστόσο, το κράτος της συνήθους διαμονής των συζύγων/συντρόφων προβλέπει πρόσθετες τυπικές προϋποθέσεις, θα πρέπει να πληρούνται και αυτές.

Σε περίπτωση που τα μέρη δεν έχουν επιλέξει το εφαρμοστέο στις περιουσιακές τους σχέσεις δίκαιο, τότε αυτό θα κριθεί βάσει του άρθρου 26 των Κανονισμών. Έτσι, στην περίπτωση των συζύγων εφαρμοστέο θα είναι το δίκαιο του κράτους:

– Όπου οι σύζυγοι είχαν την πρώτη κοινή συνήθη διαμονή τους μετά την τέλεση του γάμου, ή, εάν δεν είχαν κοινή συνήθη διαμονή,

– Της κοινής ιθαγένειας των συζύγων

– Με το οποίο οι σύζυγοι έχουν αμφότεροι τον στενότερο δεσμό κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου.

Αντίθετα, στην περίπτωση της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης, εφαρμοστέο, ελλείψει επιλογής, είναι το δίκαιο του κράτους δυνάμει του οποίου δημιουργήθηκε η σχέση καταχωρημένης συμβίωσης.

Περαιτέρω, πολύ σημαντικό είναι το εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 20 των Κανονισμών, το δίκαιο που ορίζεται ως εφαρμοστέο εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους της Ε.Ε. Έτσι, για παράδειγμα, ένα ζευγάρι Έλληνα και Αμερικανίδας, που κατοικούν στην Ιταλία, μπορούν να επιλέξουν ως εφαρμοστέο στις περιουσιακές τους σχέσεις το αμερικανικό δίκαιο. Επίσης, στην περίπτωση δύο Ελλήνων συζύγων που κατοικούν στις Ηνωμένες Πολιτείες και δεν έχουν συνάψει συμφωνία επιλογής δικαίου, εφαρμοστέο θα είναι ομοίως το αμερικανικό δίκαιο ως το δίκαιο της πρώτης μετά τον γάμο συνήθους διαμονής τους. Άλλωστε, σύμφωνα με το δίκαιο που θα κριθεί τελικώς εφαρμοστέο, θα ρυθμιστεί το σύνολο των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων/συντρόφων, ήτοι το δίκαιο αυτό εφαρμόζεται για το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων ανεξαρτήτως της τοποθεσίας τους.

4. Η διεθνής δικαιοδοσία

Όταν λέμε ότι ένα δικαστήριο κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία εννοούμε ότι το δικαστήριο αυτό έχει την εξουσία να δικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση περιουσιακής διαφοράς. Το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας συνυφαίνεται με τον λόγο που γεννά την περιουσιακή διαφορά μεταξύ των συζύγων/συντρόφων. Έτσι:

– Σε περίπτωση που η περιουσιακή διαφορά προκύψει εξ αιτίας του θανάτου ενός εκ των συζύγων/συντρόφων, διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους που ορίζεται από τον Κανονισμό 650/2012 (που αφορά την κληρονομική διαδοχή), ήτοι τα δικαστήρια όπου ο θανών είχε τη συνήθη διαμονή του πριν από τον θάνατό του.

Σε περίπτωση που η περιουσιακή διαφορά προκύπτει εξ αιτίας διαζυγίου, διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους που ορίζεται από τον Κανονισμό 2201/2003, εκτενής αναφορά στον οποίο έγινε σε προηγούμενο άρθρο μας. Θα πρόκειται για το κράτος μέλος της κοινής συνήθους διαμονής, της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής (εφόσον ένας εκ των συζύγων εξακολουθεί να διαμένει εκεί), της συνήθους διαμονής του εναγομένου, της κοινής ιθαγένειας ή και της συνήθους διαμονής του ενάγοντος υπό ορισμένες επιπλέον προϋποθέσεις.

– Στην περίπτωση της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης, διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της λύσης της εν λόγω σχέσης, εφόσον συμφωνούν σχετικά και τα δύο μέρη. Σε αντίθεση με το διαζύγιο, όπου εφαρμόζεται ο Κανονισμός 1259/2010, η λύση της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης δεν έχει ρυθμιστεί μέχρι σήμερα από κάποιον ευρωπαϊκό κανονισμό, οπότε κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει τους δικούς του κανόνες.

– Στις λοιπές, πέραν του θανάτου και του διαζυγίου ή της λύσης της σχέσης καταχωρημένης συμβίωσης, περιπτώσεις, δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια της κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων/συντρόφων, ή της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής εφόσον ο ένας εξ αυτών τη διατηρεί, ή της συνήθους διαμονής του εναγομένου, ή τέλος, της κοινής τους ιθαγένειας, ενώ η διεθνής δικαιοδοσία μπορεί να τύχει και αντικείμενο συμφωνίας των συζύγων.

5. Η ρήτρα της δημόσιας τάξης

Σύμφωνα με το άρθρο 31 των Κανονισμών, η εφαρμογή μίας διάταξης του δικαίου οποιουδήποτε κράτους που ορίζεται ως εφαρμοστέο μπορεί να αποκλειστεί μόνον εάν η εφαρμογή αυτή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη του δικάζοντος δικαστή. Η διάταξη γίνεται πιο εύκολα αντιληπτή μέσα από ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ένα ζευγάρι Ελλήνων διαμένει μετά τον γάμο του σε ένα ισλαμικό κράτος, η νομοθεσία του οποίου ορίζει ότι σε περίπτωση διαζυγίου ο άνδρας λαμβάνει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου. Το ελληνικό δικαστήριο που θα δικάσει τη διαφορά (έχει διεθνή δικαιοδοσία λόγω της κοινής ελληνικής ιθαγένειας των συζύγων), δεν θα εφαρμόσει τη σχετική διάταξη του δικαίου του ισλαμικού κράτους, καθώς έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση με την αρχή της ισότητας των φύλων που είναι θεμελιώδης αρχή για την ελληνική έννομη τάξη.

Τίθεται εν προκειμένω και το εξής ζήτημα• έστω ζευγάρι Ελλήνων που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου επιτρέπεται τόσο το προγαμιαίο όσο και το μεταγαμιαίο συμβόλαιο. Το ζευγάρι έχει περιουσιακά στοιχεία τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα. Αν το ζευγάρι επιλέξει ως εφαρμοστέο το αμερικανικό δίκαιο και συνάψει ένα μεταγαμιαίο συμβόλαιο, όπου θα ρυθμίζεται η τύχη των περιουσιακών στοιχείων του ζευγαριού μετά τον γάμο, το συμβόλαιο αυτό θα είναι έγκυρο για τα ελληνικά δικαστήρια; Στην περίπτωση αυτή το ελληνικό δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει εάν οι σχετικές διατάξεις του αμερικανικού δικαίου που επιτρέπουν το μεταγαμιαίο συμβόλαιο θίγουν πρόδηλα την ελληνική δημόσια τάξη, δηλαδή τις πολύ θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ελληνικής κοινωνίας. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει σχετική απόφαση που να έχει κρίνει επί του εν λόγω ζητήματος. Δύσκολα δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μία τέτοια διάταξη που αφήνει τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων στην αυτονομία των μερών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θίγει τις θεμελιώδεις αξίες της ελληνικής έννομης τάξης. Μένει να αποδειχθεί αυτό και στο πλαίσιο της εφαρμογής του Κανονισμού από τα ελληνικά δικαστήρια.

6. Ειδικά η προστασία των ομόφυλων ζευγαριών στο πλαίσιο των Κανονισμών 2016/1103 και 2016/1104

Παρά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει κρίνει επανειλημμένως ότι οι σχέσεις μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών συμπεριλαμβάνονται στην προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνει το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ο Κανονισμός 1103/2016 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν «άγνωστους» σε αυτά θεσμούς. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση ενός γάμου ομοφύλων, και επομένως, και τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων. Τέτοια είναι η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία θέτει την ύπαρξη διαφορετικού φύλου μεταξύ των συζύγων ως προϋπόθεση για την εγκυρότητα του γάμου.

Η πρώτη λύση που προτείνεται στη θεωρία, χωρίς να έχει κριθεί όμως στην δικαστική πράξη, είναι να θεωρήσουν τα εθνικά δικαστήρια τον γάμο μεταξύ ομοφύλων ως «γεγονός», το οποίο επισύρει ορισμένες περιουσιακού δικαίου συνέπειες, χωρίς να εισέλθουν στο ζήτημα της αναγνώρισής του ως γάμου ή μη. Επιχείρημα για την ερμηνεία αυτή μπορεί να αντληθεί και από το άρθρο 22 του Κανονισμού 4/2009 για τις αξιώσεις διατροφής, το οποίο ορίζει ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση μιας απόφασης διατροφής δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί την αναγνώριση της οικογενειακής σχέσης ή της σχέσης συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας στην οποία βασίζεται η υποχρέωση διατροφής που αποτελεί το αντικείμενο της απόφασης. Από τη στιγμή που κατά το δίκαιο ενός κράτους μέλους υφίσταται μία ένωση δύο ανθρώπων, η οποία επισύρει ανάμεσά τους περιουσιακές συνέπειες και υποχρεώσεις, ο δικαστής πρέπει να αναγνωρίσει αυτή την έννομη συνέπεια, χωρίς να ενδιαφερθεί για το status της ένωσης αυτής. Διαφορετική προσέγγιση θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων στη βάση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εναλλακτικά, μπορούν να αντιμετωπίσουν τον γάμο ως σύμφωνο καταχωρισμένης συμβίωσης, για να τον αναγνωρίσουν τεχνικά στο πλαίσιο της έννομης τάξης τους.

Πρόβλημα ανακύπτει πάλι στην περίπτωση που η έννομη τάξη του κράτους μέλους δεν αναγνωρίζει ούτε το σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων, καθώς πάλι δεν είναι υποχρεωμένο να «ανεχθεί» τον άγνωστο στο εθνικό Σύνταγμά του θεσμό. Ας φανταστούμε ένα ζευγάρι Ελλήνων, οι οποίοι συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης μετά τη θέσπιση στην Ελλάδα του νόμου 4356/2015, αλλά ζουν στη Ρουμανία, η οποία δεν αναγνωρίζει την ένωσή τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, και με βάση όσα αναλύθηκαν ανωτέρω, η προστασία τους διαγράφεται ως εξής: καταρχάς, οι σύντροφοι μπορούν δυνάμει του Κανονισμού 1104/2016 να επιλέξουν ως εφαρμοστέο δίκαιο για να ρυθμίσουν τις περιουσιακές τους σχέσεις το δίκαιο βάσει του οποίου συστάθηκε εξ αρχής η ένωσή τους, στο παράδειγμά μας το ελληνικό (το οποίο ταυτίζεται άλλωστε και με το δίκαιο της ιθαγένειάς τους). Δεύτερον, μπορούν να συμφωνήσουν ότι αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση της υπόθεσής τους θα είναι επίσης τα δικαστήρια της χώρας κατά το δίκαιο της οποίας συστάθηκε η σχέση τους. Η διαφορά θα κριθεί από τα Ελληνικά δικαστήρια και κατά το ελληνικό δίκαιο.

Αντίστοιχη δυνατότητα έχουν και τα έγγαμα ομόφυλα ζευγάρια. Λόγου χάρη μια Ολλανδή και μία Ελληνίδα, οι οποίες συνήψαν γάμο στην Ολλανδία αλλά ζουν στην Ελλάδα μπορούν να επιλέξουν ως εφαρμοστέο για τη ρύθμιση των σχέσεών τους το Ολλανδικό δίκαιο, ως δίκαιο της ιθαγένειας μίας εξ αυτών. Επίσης, μπορούν να συμφωνήσουν σε παρέκταση της αρμοδιότητας ούτως ώστε αρμόδια για την εκδίκαση της διαφοράς να είναι τα δικαστήρια της Ολλανδίας, ως χώρας όπου τελέστηκε ο γάμος.

Παρέχεται δηλαδή στα ομόφυλα ζευγάρια μία μορφή «έμμεσης» προστασίας και αναγνώρισης της ένωσής τους απέναντι στο νόμο.

7. Η αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται από το δικαστήριο ενός κράτους μέλους στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε.

Όπως αναφέρθηκε και αναφορικά με την αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου, η απόφαση που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους αναγνωρίζεται αυτόματα στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ένωσης, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί κάποια διαδικασία αναγνώρισης. Το κράτος που καλείται να αναγνωρίσει την απόφαση δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους μπορεί μόνον για πολύ περιορισμένους λόγους να αρνηθεί την αναγνώριση, ήτοι εάν η απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη του, αν εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου ή αν είναι ασυμβίβαστη με προηγούμενη απόφαση που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και εκδόθηκε είτε από το κράτος της αναγνώρισης ή από άλλο κράτος και πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να αναγνωριστεί από το κράτος της αναγνώρισης.

8. Αντί επιλόγου

Με την πάροδο των ετών φαίνεται ότι σταδιακά διαμορφώνεται ένα ολόκληρο πλαίσιο κανόνων που ρυθμίζουν με συγκεκριμένο τρόπο τις οικογενειακές σχέσεις σε διεθνές επίπεδο. Τελευταία πράξη αυτής της προσπάθειας υπήρξαν οι Κανονισμοί για τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων μεταξύ των συζύγων/συντρόφων. Πλέον στις σχέσεις αυτές που εμφανίζουν στοιχείο αλλοδαπότητας, οι σύζυγοι/σύντροφοι θα μπορούν να διαμορφώσουν κατά το δοκούν τις μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις ήδη πριν ανακύψει η σχετική διαφορά και πάντως να γνωρίζουν με ασφάλεια εκ των προτέρων ποιο δίκαιο θα εφαρμοστεί όταν ανακύψει μία τέτοια διαφορά.