Έκδοση της υπ’ αριθμ. 78/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου- Ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού ακινήτου – Παράλειψη Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων να κοινοποιήσει στους οφειλέτες τα πλήρη κείμενα των συμβάσεων μεταβίβασης από τον αρχικό δανειστή στην Εταιρεία Απόκτησης Απαιτήσεων

Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 78/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία ακυρώθηκαν αφενός η ένδικη επιταγή προς πληρωμή, αφετέρου η ένδικη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης δηλαδή επί τη βάσει των οποίων επισπευδόταν αναγκαστικός πλειστηριασμός ακινήτου εις βάρος εντολέων μας. Η ως άνω απόφαση, δέχθηκε ότι η επισπεύδουσα την εκτέλεση εταιρία ουδέποτε κοινοποίησε στους οφειλέτες και εντολείς μας, ολόκληρη τη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αλλά μόνο την περίληψη αυτής, όπως δημοσιεύθηκε στο ειδικά τηρούμενο προς τούτο δημόσιο βιβλίο, κρίνοντας παράλληλα ότι ούτε η συγκοινοποίηση του αποσπάσματος από το παράρτημα που έχει επισυναφθεί στην περίληψη της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αρκεί, δεδομένου του ότι από τα στοιχεία του αποσπάσματος αυτού του παραρτήματος εξακολουθεί να μην θεραπεύεται η έλλειψη γνωστοποίησης στους εντολείς των όρων της σύμβασης μεταβίβασης.

Ειδικότερα, έκρινε τα κάτωθι: «Προκύπτει ωστόσο ότι η επισπεύδουσα την εκτέλεση εταιρία ουδέποτε κοινοποίησε στους ανακόπτοντες ολόκληρη τη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, από την τρίτη των καθ’ ών η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι δανείστρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, στη δεύτερη των καθ’ ων η ανακοπή και πρόσθετοι λόγοι, αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, την οποία επικαλείται στην ένδικη επιταγή προς εκτέλεση, στο πρωτότυπο ή σε επίσημο αντίγραφο αυτής, αλλά μόνο την περίληψη αυτής, όπως δημοσιεύθηκε στο ειδικά τηρούμενο προς τούτο δημόσιο βιβλίο. Ούτε άλλωστε αρκεί η συγκοινοποίηση του αποσπάσματος από το παράρτημα που έχει επισυναφθεί στην περίληψη της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, από το οποίο προκύπτει ότι μεταξύ άλλων, μεταβιβάστηκε και η ένδικη απαίτηση της τρίτης των καθ’ ών η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, στην δεύτερη των καθ’ ών η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, δεδομένου του ότι από τα στοιχεία του αποσπάσματος αυτού του παραρτήματος εξακολουθεί να μην θεραπεύεται η έλλειψη γνωστοποίησης στους ανακόπτοντες των όρων της σύμβασης μεταβίβασης. Η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 925 ΚΠολΔ, να μην μπορεί ο ειδικός διάδοχος του δικαιούχου να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον, κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν και μάλιστα δίχως την απαίτηση δικονομικής βλάβης του καθ’ ού η κατάσχεση, η οποία ωστόσο είναι προφανής στην προκείμενη περίπτωση, καθώς οι ανακόπτοντες αδυνατούν να ελέγξουν την ύπαρξη όρων, που ενδεχομένως περιέχουν ποσοτικούς ή χρονικούς περιορισμούς αναφορικά με την μεταβίβαση ή την δικαστική επιδίωξη της απαίτησης, αιρέσεις σχετικά με αυτή, ακόμα και να ελέγξουν τα εξωτερικά στοιχεία νομιμότητας της σύμβασης μεταβίβασης. Ας σημειωθεί ότι η απαίτηση κοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων του επισπεύδοντος, στον καθ’ ού η εκτέλεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κείμενο της σύμβασης μεταβίβασης και στην σελίδα του παραρτήματος, που αφορά στην εκάστοτε επισπευδόμενη απαίτηση και όχι σε ολόκληρο το παράρτημα της σύμβασης, στο οποίο αναφέρονται ατομικά στοιχεία όλων των απαιτήσεων , που μεταβιβάζονται, των ασφαλειών αυτών κ. α (…). Σε κάθε περίπτωση δε ακόμα και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν το περιεχόμενο του εντύπου δημοσίευσης της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων να αποτελεί ταυτόχρονα και το ελάχιστο αναγκαίο υλικό που συγκοινοποιείται στον καθ’ ού η εκτέλεση προς ενημέρωσή του, για την επιγενόμενη ειδική διαδοχή, τότε το περιεχόμενο του εντύπου θα πρέπει να περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία, που αναφέρονται στις διατάξεις του ν. 2844/2000 και στην ισχύουσα, ανάλογα με τον χρόνο δημοσίευσης της σύμβασης, υπουργική απόφαση»