Η αναδιάρθρωση των κόκκινων δανείων: από τον δικαστικό αγώνα στην υπογραφή της πολυπόθητης ρύθμισης.

Σταύρος Θεοδωρόπουλος

Γιώργος Κακουριώτης

Το ελληνικό κράτος, έχοντας αποτύχει στην λήψη όλων εκείνων των μέτρων που θα προλάμβαναν την εκδήλωση της κρίσης, έδρασε κατ’ ανάγκη πυροσβεστικά, και, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο «εξυγίανσης» των τραπεζών δια της συμμετοχής των καταθετών (το λεγόμενο «κούρεμα» καταθέσεων που επεσυνέβη στη γειτονική Κύπρο και θα συνεπάγονταν βαρύ πολιτικό κόστος), άντλησε, πλειστάκις, τα απαραίτητα κεφάλαια διάσωσης του τραπεζικού συστήματος από θεσμικούς εταίρους της Χώρας, κυρίως δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, ανακεφαλαιοποιήθηκαν οι Τράπεζες, χρηματοδοτούμενες επί της ουσίας από τους μελλοντικούς κρατικούς προϋπολογισμούς. Αποκατασταθείσης της απαραίτητης ρευστότητάς τους, τους παρασχέθηκε ο απαραίτητος χρόνος ώστε να θωρακίσουν τους προϋπολογισμούς τους και να θεραπεύσουν όλες εκείνες τις παθογένειες στη λειτουργία τους που συνέβαλαν στην παρ’ ολίγον ισοπεδωτική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητάς τους, επιτρέπει στις Τράπεζες να επιστρέψουν στην συνήθη λειτουργία τους, αυτή του «διαμεσολαβητή» της ρευστότητας, δηλαδή στην χορήγηση δανείων (από την λειτουργία αυτή προκύπτει, εξάλλου, και το μεγαλύτερο μέρος του κέρδους τους, οι προγραμματισμένες μελλοντικές χρηματορροές τόκων).

Ωστόσο, στην δυσμενή συγκυρία που πέρασε η οικονομία, οι προσδοκώμενες αυτές μελλοντικές χρηματορροές από την αποπληρωμή ήδη χορηγηθέντων δανείων, εξαϋλώθηκαν, αφήνοντας αντίστοιχα τεράστια ελλείμματα στους προϋπολογισμούς των ημεδαπών τραπεζικών ιδρυμάτων. Έτσι, δημιουργήθηκε το μείζον ζήτημα της ελληνικής οικονομίας, αυτό των κόκκινων δανείων, ήτοι της κεφαλαιακής ανεπάρκειας των ελληνικών Τραπεζών, που στραγγαλίζει ακόμη και σήμερα τις προσπάθειες ανάπτυξης. Η Πολιτεία αντέδρασε με σημαντική καθυστέρηση, η οποία ήταν απότοκος των οξύτατων πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων που διαδραματίστηκαν στη χώρα μας κατά την περασμένη δεκαετία. Το 2015 ψηφίζεται ο νόμος 4354 για την διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος «ενεργοποιείται» κάποια χρόνια αργότερα με τα προγράμματα Ηρακλής Ι & ΙΙ. Επί της ουσίας, η εισαγωγή του ως άνω θεσμικού πλαισίου πρόκειται για θεσμική παραδοχή περί ανικανότητας των Τραπεζών να διαχειριστούν οι ίδιες το πρόβλημα των κόκκινων δανείων που κρύβεται στους ισολογισμούς τους, καίτοι πολλά από αυτά τα δάνεια, όπως αποδεικνύεται τελικά, με τον κατάλληλο χειρισμό είναι δυνατόν να ρυθμιστούν και να αναβιώσει κατά αυτό τον τρόπο το περιθώριο κέρδους από την είσπραξή τους.

Οι Τράπεζες συγκρότησαν χαρτοφυλάκια «κόκκινων», μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία και πώλησαν έναντι εξαιρετικά χαμηλού τιμήματος σε σύγκριση με την ονομαστική αξία του χορηγηθέντος κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά, και σύμφωνα με το ελληνικό οικονομικό ρεπορτάζ, το χαρτοφυλάκιο Eclipse της Eurobank πωλήθηκε το 2017 στο 3% της ονομαστικής του αξίας, το χαρτοφυλάκιο Venus της Alpha Bank πωλήθηκε το 2018 στο 4,5% της ονομαστικής του αξίας, το χαρτοφυλάκιο Arctos της Τράπεζας Πειραιώς το οποίο μεταβιβάστηκε ομοίως κατά το 2018, στο 12,5%, ενώ το Mirror της Εθνικής μεταβιβάζεται το 2019 στο 7,5% της ονομαστικής του αξίας. Βέβαια, η τιμή πώλησης καθορίζεται και από την ποιότητα των δανείων που μεταβιβάζονται, ήτοι την φερεγγυότητα των δανειοληπτών και τις εξασφαλίσεις που «κρέμονται» κάτω από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Την απόδοση των μεταβιβαζόμενων χαρτοφυλακίων εγγυάται από το 2020 το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω των προγραμμάτων Ηρακλής Ι & ΙΙ και για συνολικό ποσό ήδη 18,5 δις ευρώ (που προσδοκάται να ανέλθει στο ποσό των 24 δις ευρώ), έναντι των αγοραστών αυτών, επενδυτικών εταιρειών παγκόσμιου βεληνεκούς. Αξιοποιώντας, λοιπόν, το νομοθετικό πλαίσιο του 4354/2015, συστήνονται εταιρείες διαχείρισης των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων (ή μάλλον, για την χρονολογική ακρίβεια του λόγου, οι εν λόγω εταιρείες είχαν ήδη συσταθεί πριν από τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων), οι οποίες, βέβαια, στελεχώνονται με προσωπικό το οποίο αντλείται από τις ίδιες τις Τράπεζες. Συνεπώς, θα ήταν ασφαλές να παραδεχτούμε ότι η ανικανότητα διαχείρισης που αποδόθηκε στις Τράπεζες, δεν έγκειται τόσο στην έλλειψη τεχνοκρατικών προσόντων, αλλά μάλλον στην έλλειψη βούλησης ενεργούς ανάμειξης στην επίλυση του προβλήματος, ενδεχομένως και βούλησης πολιτικής. Η εν λόγω ενδιάθετη κατάσταση, βέβαια, οδήγησε στην ως άνω περιγραφείσα εκποίηση σημαντικών περιουσιακών τους στοιχείων και κατά λογική συνέπεια σε πιο αδύναμη οικονομικά θέση, την οποία εν τέλει ενδεχομένως θα κληθούν να στηρίξουν αφενός οι φορολογούμενοι (μέσω νέων πακέτων στήριξης της ρευστότητας των Τραπεζών) αφετέρου οι ίδιοι οι δανειολήπτες (με αυξημένα επιτόκια χορηγήσεων).

Παρ’ όλα αυτά, ας δεχθούμε ότι οι ανάγκες της ελληνικής αγοράς επέβαλλαν την μεταβίβαση των κόκκινων δανείων, προκειμένου η εκμετάλλευσή τους να περάσει στα χέρια ισχυρών, παγκόσμιων επενδυτικών εταιρειών, που μικρή εμπλοκή είχαν με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας. Πλέον, κατ’ εντολή των εν λόγω εταιρειών, οι εταιρείες διαχείρισης επιδιώκουν την μέγιστη εκμετάλλευση έκαστης μεταβιβασθείσας από ελληνική τράπεζα απαίτησης. Η λογική επιτάσσει ότι η μέγιστη αυτή εκμετάλλευση διέρχεται από την εκκίνηση καταδιωκτικών μέτρων σε βάρος των οφειλετών της απαίτησης και των εγγυητών αυτής, κάτι που η πρακτική έχει επιβεβαιώσει. Έτσι, εισερχόμαστε στην φάση της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων οφειλετών και εγγυητών. Το προϊόν της ρευστοποίησης αυτής καλύπτει τα έξοδα της επένδυσης των επενδυτικών εταιρειών αλλά και το κέρδος τους. Στο σημείο όμως αυτό αναδεικνύεται ένα κρίσιμο ερώτημα, η απάντηση του οποίου, όσο παράδοξο και εάν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, δίνει στον καλόπιστο ιδιώτη την δυνατότητα να συμβάλει ο ίδιος στην εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Πώς αποκτά λόγο ο ιδιώτης στον τρόπο με τον οποίο θα διευθετηθεί η σε βάρος του απαίτηση, το δικό του «κόκκινο» δάνειο, κατά τρόπο οικονομικά βιώσιμο για τον ίδιο;

Καταρχήν, πρέπει να σημειωθεί, ότι η σώρευση διάφορων απαιτήσεων σε χαρτοφυλάκια κόκκινων δανείων προδικάζει τον «μαζικό» τρόπο αντιμετώπισής τους, δηλαδή την με όμοιο τρόπο εκμετάλλευση ανόμοιων πραγμάτων. Ωστόσο, η επίσπευση καταδιωκτικών μέτρων με σκοπό την ρευστοποίηση των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων, δεν παρουσιάζεται πάντα, από οικονομικής άποψης, ως η βέλτιστη επιχειρηματικά λύση. Σε αυτό δύναται να συνηγορούν οι χαμηλές εξασφαλίσεις της απαίτησης, αλλά κυρίως η σθεναρή αντίσταση που μπορεί να προβάλλει ο οφειλέτης, οχυρωνόμενος πίσω από το δίκαιο των αιτημάτων του, επιζητώντας δικαστική κρίση επ’ αυτών, θέτοντας δηλαδή υπό αμφισβήτηση την σε βάρος του αξίωση (και άρα εισάγοντας τον κίνδυνο για τον επενδυτή της πλήρους απώλειας της επένδυσής του), και αυξάνοντας παράλληλα αφενός το κόστος των καταδιωκτικών μέτρων και αφετέρου τον χρόνο τυχόν απόδοσης της επένδυσης. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο οφειλέτης επιτυγχάνει την «απενεργοποίηση» της χαοτικής οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής του νέου δανειστή του. Το δίκαιο των αιτημάτων των (καλόπιστων) οφειλετών συνίσταται, ουσιαστικά, στον επαναπροσδιορισμό της οφειλής η οποία γεννήθηκε κατά τη διάρκεια χρόνων επίπλαστης οικονομικής ευμάρειας, και διογκώθηκε κατά τη διάρκεια χρόνων σκληρής λιτότητας. Η επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων επιβάλλεται να γίνει με το βλέμμα στο μέλλον, ήτοι στις προσδοκώμενες μελλοντικές οικονομικές δυνατότητες των οφειλετών, και όχι στις παρελθοντικές, αφού κατά γενική ομολογία αυτές έχουν εκ βάθρων αναιρεθεί. Κατ’ αυτό τον τρόπο επέρχεται και η απαραίτητη ανανέωση της εμπιστοσύνης των κοινωνών, μέσω, δηλαδή, της παροχής νέων υποσχέσεων. Εξάλλου η εμπιστοσύνη αυτή είναι το κύριο συστατικό της κοινωνικής συνοχής γενικότερα, διαδραματίζει, δε, ειδικότερα σημαίνοντα ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της. Τι μέλλον θα είχαν οι εμπορικές συναλλαγές εάν δεν υπήρχε η «εμπορική πίστη»;.

Σημασία έχει να καταστεί η επίσπευση και περάτωση των καταδιωκτικών μέτρων το πλέον ασύμφορη για τους νέους δανειστές προκειμένου οι τελευταίοι να αναγκαστούν να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους εκμετάλλευσης των απαιτήσεών τους. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά προσφέρει πλείστες παρόμοιες ευκαιρίες, οι οποίες είναι δυνατόν να αναδυθούν και μέσα από οικονομικές κρίσεις. Πρόσφατο παράδειγμα η παγκόσμια κρίση του κορονοϊού Covid 19, που προκάλεσε την κινητοποίηση των κεντρικών τραπεζών (ΕΚΤ, FED κλπ.) και την διοχέτευση μεγάλης ρευστότητας στις Τράπεζες, προκειμένου οι τελευταίες με την κατάλληλη οικονομική πολιτική να την κατευθύνουν στις τοπικές εθνικές αγορές, ώστε να τονωθεί η πληττόμενη από την πανδημία προσφορά και ζήτηση. Για παράδειγμα, μέχρι στιγμής στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει χορηγηθεί από την ΕΚΤ ρευστότητα έκτακτης ανάγκης ύψους 47 δις ευρώ. Η στιγμιαία και «από μηχανής θεού» αυτή ρευστότητα επενδύθηκε εν μέρει από τις ελληνικές τράπεζες σε μελλοντικές χρηματορροές, ως άλλωστε απαιτεί η λειτουργία τους: επαναγοράστηκαν κόκκινα δάνεια, τα οποία κατόπιν της αρχικής πώλησης τους, ρυθμίστηκαν. Επάνω σε αυτό το δυνητικό «κύμα» επαναγοράς των «κοκκινισμένων» απαιτήσεων που προκαλείται από την αναζήτηση τρόπων επένδυσης της έκτακτης ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων πολλοί δανειολήπτες, οι οποίοι μέχρι πρότινος σφυροκοπούνταν δικαστικά από τις τράπεζες ως «κακόπιστοι» και «μη συνεργάσιμοι», βρίσκουν την πολυπόθητη ευκαιρία να ρυθμίσουν την οφειλή τους.

Ο ρόλος του νομικού παραστάτη στην συγκυρία αυτή μεταβάλλεται: από πληρεξούσιος στις δικαστικές αίθουσες μαχόμενος για την αναγνώριση της (μερικής ή ολικής) ανυπαρξίας της οφειλής, την ακύρωση και αναστολή εκτελεστότητας διαταγών πληρωμής και, γενικότερα, για την άμυνα του οφειλέτη κατά των επισπευδόμενων καταδιωκτικών μέτρων του δανειστή, καθίσταται πλέον νομικός σύμβουλος για το «κλείσιμο» των σφοδρών αντιδικιών και την μετατροπή τους σε βιώσιμα για τους δανειολήπτες “deals”. Το γραφείο μας, επάνω στο τελευταίο κύμα επαναμεταβίβασης απαιτήσεων από τις τράπεζες, είχε την ευκαιρία να συμβάλει καθοριστικά στην σύναψη συμβάσεων ρύθμισης οφειλών με κούρεμα φερόμενης οφειλής που έφτασε έως του ποσού του ενός εκατομμυρίου ευρώ!

Ειδικότερα, επιχείρηση/οφειλέτρια την οποία το γραφείο μας εκπροσώπησε σε αίθουσες δικαστηρίων και συνεδριάσεων, πέτυχε το «κούρεμα» άνω του 1/3 της σε βάρος της απαίτησης συστημικής τράπεζας (όπως αυτή είχε μεταβιβασθεί, αναμεταβιβασθεί και «ξαναμεταβιβασθεί» σε fund). Συγκεκριμένα, ρυθμίσθηκε φερόμενη απαίτηση ύψους 2.5 εκατομμυρίων ευρώ ως εξής: αποπληρωμή 1,5 εκατομμυρίου ευρώ εντός 15ετίας και διαγραφή του υπόλοιπου 1 εκατομμυρίου με το πέρας του εν λόγω χρονικού διαστήματος τήρησης της ρύθμισης.

Στην ρύθμιση αυτή έπαιξαν ρόλο, πέρα από τις συνεχείς εξωδικαστικές προσπάθειες της επιχείρησης, με την νομική παράσταση και καθοδήγησή μας για την διαπραγμάτευση και την ρύθμιση του χρέους, η χαμηλή εξασφάλιση της απαίτησης (αναφορικά με τις εμπράγματες εξασφαλίσεις) και η μεθοδική και βάσιμη δικαστική αμφισβήτηση κάθε απόπειρας ρευστοποίησης της φερόμενης απαίτησης η οποία είχε ως αποτέλεσμα αλλεπάλληλες νίκες σε επίπεδο προσωρινής δικαστικής προστασίας, με τις οποίες μπήκε φρένο στην εκτέλεση των διαταγών πληρωμής. Πριν την ενεργό ανάμειξή μας, η οφειλέτρια εταιρεία ήταν έτοιμη να εισέλθει σε μία όλως ασύμφορη και μη βιώσιμη για την ίδια σύμβαση ρύθμισης, παραδιδόμενη στις οικονομικά παράλογες απαιτήσεις της αντιδίκου. Εν τέλει, τους όρους της ρύθμισης διαπραγματεύτηκε ισότιμα. Θέτοντας στην διαπραγμάτευση ως τρίτο «παίχτη» και κριτή την δικαστική εξουσία, η εταιρεία κατάφερε να αναγκάσει την τράπεζα στην τήρηση της νόμιμης υποχρέωσή της: την καλόπιστη επανεξέταση της οφειλής.

Αντίστοιχα, σε άλλη περίπτωση απευθύνθηκε σε εμάς οικογένεια δανειοληπτών/εγγυητών, οι οποίοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους σειρά εκδοθεισών διαταγών πληρωμών από καταγγελμένες συμβάσεις στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων εκ μέρους του μοναδικού δανειστή τους – πιστωτικού ιδρύματος, με ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις που ξεπερνούσαν το 1,5 εκ. ευρώ και τρεις επικείμενους πλειστηριασμούς ακινήτων συνολικής αξίας άνω του 1 εκ. ευρώ. Στις πρώτες επικοινωνίες μας με την εταιρεία που διαχειριζόταν τις επιδικασθείσες απαιτήσεις, αυτή παρουσιαζόταν ανένδοτη, καθήμενη αναπαυτικά στο μαξιλαράκι ασφαλείας που της παρείχε η μέλλουσα ρευστοποίηση των τριών προσημειωμένων ακινήτων – κατοικιών των δανειοληπτών. Η αντίσταση που προέβαλαν οι εντολείς μας ήταν δραστική· προσβολή των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που στρέφονταν εναντίον τους τόσο για ουσιαστικούς όσο και για τυπικούς λόγους και, παράλληλα, αποστολή βιώσιμων προτάσεων προς την εταιρεία διαχείρισης για τη ρύθμιση των οφειλών τους. Η συμμετοχή τους στον δικαστικό αγώνα τους δικαίωσε: μία ημέρα πριν από τον προγραμματισμένο πλειστηριασμό του πρώτου ακινήτου εκδόθηκε απόφαση επί ανακοπής των εντολέων μας, που ακύρωσε την τελευταία πράξη εκτέλεσης της εταιρείας διαχείρισης, ματαιώνοντας κατ’ ουσίαν τον πλειστηριασμό, αναγκάζοντας την επισπεύδουσα εταιρεία να εμπλακεί σε επιπλέον χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης και προσφέροντας στους δανειολήπτες μια «σωσίβια λέμβο» εν μέσω της τρικυμίας της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι εντολείς μας δεν έμειναν στάσιμοι επαναπαυόμενοι στην ευνοϊκή για εκείνους απόφαση, αλλά φρόντισαν να την αξιοποιήσουν το μέγιστο δυνατό. Στηριζόμενοι στην κρίση του δικαστηρίου, που αναγνώρισε την καταχρηστική συμπεριφορά της τράπεζας, η οποία απέρριπτε αναιτιολόγητα τις προτάσεις των δανειοληπτών χωρίς να αντιπροτείνει έναν διαφορετικό τρόπο εξυπηρέτησης των οφειλών, υπέβαλαν εκ νέου προτάσεις προς την εταιρεία διαχείρισης, η οποία άρχισε πλέον να διάκειται θετικά ως προς την κατάρτιση μιας συμφωνίας ρύθμισης, αντιλαμβανόμενη ότι και η ίδια είχε πολύ περισσότερα να κερδίσει. Αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν να επιτευχθεί τελικά συμφωνία ρύθμισης των συνολικών οφειλών των δανειοληπτών στο ύψος της αξίας της υπό πλειστηριασμό ακίνητης περιουσίας τους, όπως είχε εκτιμηθεί από την εταιρεία διαχείρισης, και διαγραφή του υπόλοιπου μέρους του χρέους, ύψους σχεδόν 400.000 €.

Όπως καθίσταται κατανοητό, οι ρυθμίσεις αυτές δεν ήταν αποτέλεσμα εφαρμογής από τις εταιρείες διαχείρισης ενός αυστηρού θεσμικού πλαισίου εκμετάλλευσης κόκκινων δανείων, που θα προέβλεπε ως εισαγωγικό, απαραίτητο στάδιο την ειλικρινή διαπραγμάτευση με τον έκαστο οφειλέτη και την εξάντληση των μέσων συμβιβασμού. Από την ελληνική πραγματικότητα, δυστυχώς απουσιάζει ένα αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο, ενώ τον ρόλο αυτό δεν δύναται, όπως φαίνεται πια, να επιτελέσει σε ικανοποιητικό βαθμό ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών, παρά την προσπάθεια που καταβάλλεται να του προσδοθεί ορθά κανονιστική ισχύς. Αντίθετα, οι επιτευχθείσες, μέχρι σήμερα, ρυθμίσεις, ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής προάσπισης δίκαιων αιτημάτων οικονομικής αξιοπρέπειας μέσω επίμονου δικαστικού αγώνα. Με αυτό τον τρόπο ο ιδιώτης πληρώνει το κενό που άφησε η ελληνική πολιτεία και συμβάλλει ο ίδιος αποφασιστικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, μέρος του οποίου αποτέλεσε και ο ίδιος.

Ο δικαστικός αγώνας εξαναγκάζει τον δανειστή να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η «συγκυρία» ευνοεί τον δανειστή να ρυθμίσει με αναδιάρθρωση και κούρεμα της οφειλής. Επέρχεται, έτσι, «φυσικά» η λύση του προβλήματος των κόκκινων δανείων διερχόμενη από όλους τους «παίκτες» που αρχικώς το δημιούργησαν: την Ελληνική πολιτεία, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και, φυσικά, τους Έλληνες δανειολήπτες, με την απαραίτητη διαμεσολάβηση της δικαιοσύνης, η οποία ως ανεξάρτητος θεσμός επιμερίζει τις ζημίες της περασμένης δεκαετίας και συμβάλλει καθοριστικά στην αποκατάσταση των τρωθέντων δεσμών εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνών.