Η Απαλλαγή του Εγγυητή λόγω Καθυστερημένης Καταγγελίας της Τράπεζας (ΑΚ 868)
yiannatsis2023-11-23T09:49:37+00:00Δημήτρης Βεζυρίδης, LL.M.
Περίληψη: Στο παρόν ενημερωτικό σημείωμα θα αναλύσουμε έναν από τους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να απαλλαγεί ο εγγυητής (συνήθως σε τραπεζική σύμβαση) από την εγγυητική του ευθύνη. Ειδικότερα, θα εξετάσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων είναι δυνατή η αποτελεσματική προβολή της λεγόμενης «ενστάσεως ελευθερώσεως», κατ’ άρθρο 868 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), το οποίο προβλέπει: «Αν απαιτείται καταγγελία του δανειστή για να γίνει απαιτητή η κύρια οφειλή, ο εγγυητής μπορεί, αφού περάσει ένα έτος αφότου εγγυήθηκε, να αξιώσει από τον δανειστή να καταγγείλει και να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα, και να συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την διαδικασία. Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί με την αξίωση του εγγυητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται».
Ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας το έντονο κοινωνικό και οικονομικό ενδιαφέρον της εγγύησης, θέσπισε την διάταξη του άρθρου 868 του Αστικού Κώδικα για να προστατεύσει τον εγγυητή, ώστε να μην καταστεί εσαεί έρμαιο των όποιων (δόλιων ή από αμέλεια) καθυστερήσεων είσπραξης (πολλές φορές ακόμα και για αρκετά έτη) της απαίτησης εκ μέρους λ.χ της Τράπεζας, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον τελευταίο (σε σχέση λ.χ. με τους τους πιθανώς υπέρογκους τόκους του μεσολαβούντος χρονικού διαστήματος που αυξάνουν εκθετικά την οφειλή κοκ).
Έτσι, η ύπαρξη της εν λόγω διάταξης υπαγορεύεται αφενός από την ανάγκη της μη διαιώνισης της ευθύνης του εγγυητή, αφετέρου από την ανάγκη να κατανεμηθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ισότιμο και δίκαιο. Δηλαδή, αναγνωρίζεται από την μια μεριά το εύλογο συμφέρον του δανειστή να διατηρεί κάποια ασφάλεια για τα χρήματα που έχει δανείσει στον πιστούχο μέχρις ότου αυτά του επιστραφούν, από την άλλη μεριά όμως, αναγνωρίζεται και το εύλογο συμφέρον του εγγυητή να μην παραμένει για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα δεσμευμένη η περιουσία του, ευρισκόμενη υπό την «δαμόκλειο σπάθη» του δανειστή του. Παράλληλα, σκοπός θέσπισης της διάταξης του άρθρ. 868 ΑΚ αποτέλεσε, εκτός των ανωτέρω, και η ανάγκη ύπαρξης ενός αντισταθμίσματος στην έλλειψη δυνατότητας άμεσης αποδεσμεύσεως (δικαίωμα καταγγελίας) του εγγυητή από την σύμβαση εγγύησης.
Στο πλαίσιο αυτό, προϋποθέσεις εφαρμογής της 868 ΑΚ, τυγχάνουν οι εξής:
α) Ύπαρξη εγγύησης αορίστου χρόνου. Η εγγύηση θεωρείται αορίστου χρόνου όταν από τη σχετική σύμβαση απουσιάζει η ρητή και σαφής συμφωνία των μερών για χρονικό περιορισμό της ευθύνης του εγγυητή. Σε κάθε περίπτωση, αν από το κείμενο της σύμβασης δεν εξάγεται σαφώς τι είδους εγγύηση έχει αναληφθεί, θεωρείται ότι αυτή είναι αορίστου χρόνου . Οι εγγυήσεις, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων απαντώμενων συνήθως σε παλαιές τραπεζικές συμβάσεις, είναι αορίστου χρόνου. Αντιθέτως, αν η σύμβαση εγγύησης είναι ορισμένου χρόνου (λ.χ συμφωνήθηκε ότι θα ισχύει μόνο για 6 μήνες ή 1 χρόνο), τότε δεν εφαρμόζεται το άρθρο 868 ΑΚ, αλλά το άρθρο 866 ΑΚ. Σύμφωνα με το τελευταίο, θα πρέπει ο δανειστής εντός μηνός από την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου για τον οποίο ισχύει η σύμβασης εγγύησης, να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του και να την συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, άλλως ελευθερώνεται ο εγγυητής.
β) Εξάρτηση του απαιτητού της πρωτοφειλής από καταγγελία του δανειστή. Για να καταστεί απαιτητή και δικαστικώς επιδιώξιμη η οφειλή για την οποία ευθύνεται και ο εγγυητής, θα πρέπει πρώτα να καταγγελθεί λ.χ η σύμβαση δανείου από τον δανειστή. Άρα εφαρμογή θα βρει η εν λόγω διάταξη και στο δανεισμό μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού αλλά και μέσω σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου (π.χ. στεγαστικού) βάσει της οποίας απαιτείται για να καταστούν οι μελλοντικές δόσεις απαιτητές, καταγγελία. Αντιθέτως, αν η εγγύηση είναι ορισμένου χρόνου, τότε δεν απαιτείται να καταγγελθεί η σύμβαση. Τούτο διότι, ως προβλέπεται στο άρθρο 866 ΑΚ, για την έναρξη της μηνιαίας προθεσμίας εντός της οποίας θα πρέπει ο δανειστής να διώξει δικαστικώς τις απαιτήσεις του, αρκεί μόνο η πάροδος του χρόνου για τον οποίο συμφωνήθηκε να ισχύει η σύμβαση εγγύησης.
γ) Πάροδος έτους από την εγγύηση. Μεταξύ της υπογραφής της σύμβασης εγγύησης και της επίκλησης του δικαιώματος που παρέχεται στο άρθρο 868 ΑΚ, θα πρέπει να έχει μεσολαβήσει τουλάχιστον ένα (1) έτος.
δ) Αξίωση του εγγυητή να καταγγείλει ο δανειστής τη σύμβαση και να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του. Αποτελεί ίσως την σημαντικότερη προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 868 ΑΚ. Ο εγγυητής θα πρέπει να αξιώσει/ζητήσει σαφώς από τον δανειστή (συνήθως μέσω μιας εξώδικης δήλωσης, αλλά αρκεί και μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας κοκ) να καταγγείλει την σύμβαση και να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του. Η «παγίδα» που κρύβεται στην εν λόγω προϋπόθεση, εξαιτίας της οποίας δεν εφαρμόζεται συχνά στην πράξη το άρθρο 868 ΑΚ, έγκειται ακριβώς στο ότι ο εκάστοτε εγγυητής δεν θα μπει εύκολα στην διαδικασία να ζητήσει από την Τράπεζα να εκκινήσει δικαστικές ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησής της. Τούτο για τον απλό λόγο ότι καταγγέλλοντας την σύμβαση η τράπεζα, ενδέχεται να στραφεί δικαστικώς και κατά του ιδίου του εγγυητή. Έτσι, όμως, ο εγγυητής, στερούμενος νομικών γνώσεων και φοβούμενος την αντίδραση της Τράπεζας, χάνει ένα σημαντικό «όπλο» που δύναται να τον οδηγήσει στην οριστική και ολοσχερή απεμπλοκή του από την σύμβαση εγγύησης.
ε) Η συμμόρφωση του δανειστή στην παραπάνω πρόσκληση του εγγυητή θα πρέπει να λάβει χώρα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός. Για να μην επέλθει η απαλλαγή του εγγυητήκατά την ΑΚ 868, πρέπει ο δανειστής να καταγγείλει την σύμβαση και παράλληλα να επιδιώξει δικαστικά την απαίτησή του μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός, ο οποίος (μήνας) αρχίζει από την επόμενη της παραπάνω πρόσκλησης του εγγυητή προς τον δανειστή να καταγγείλει τη σύμβαση.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι με τον όρο «δικαστική επιδίωξη της απαίτησης», νοείται μόνο η άσκηση αγωγής ή η έκδοση διαταγής πληρωμής εκ μέρους της Τράπεζας και όχι η αποστολή μιας απλής εξώδικης δήλωσης, πιθανώς ως απάντηση στην προηγούμενη εξώδικη δήλωση που της απηύθυνε ο εγγυητής. Έτσι, αν ο εγγυητής προσκαλέσει την τράπεζα να καταγγείλει και επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή της, αλλά η τράπεζα αρκεστεί στο στάδιο αυτό απλώς σε μια εξώδικη όχληση του πρωτοφειλέτη, και πάλι έχουμε απαλλαγή του εγγυητή. Γιατί η εξώδικη όχληση δεν είναι αρκετή∙ έπρεπε να είχε προχωρήσει σε άσκηση αγωγής για παράδειγμα.
Ακόμα, όμως, και αν ο δανειστής μετά την παραλαβή της εξώδικης δήλωσης από τον εγγυητή, πράγματι καταγγείλει την δανειακή σύμβαση και καταθέσει αγωγή μέσα στην νόμιμη μηνιαία προθεσμία, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι η Τράπεζα «μπλόκαρε την δίοδο διαφυγής» του εγγυητή και ότι ο τελευταίος έχασε δια παντός την δυνατότητα ελευθέρωσής του. Τούτο διότι, ο νόμος τάσσει και μια επιπλέον προϋπόθεση: Θα πρέπει η διαδικασία δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης να συνεχιστεί από τον δανειστή, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν η Τράπεζα ενεργήσει τα δέοντα εντός της μηνιαίας προθεσμίας, παραλείψει όμως να τα συνεχίσει όπως αναλόγως θα έπραττε κάθε δανειστής που πραγματικά θέλει να εισπράξει την απαίτησή του (λ.χ υπαίτια αναστολή ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρέλκυση της εκκρεμούς δίκης), τότε ο εγγυητής ελευθερώνεται διότι ο δανειστής «παρέλειψε να συνεχίσει την διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση».
στ) Παράλειψη του δανειστή να συμμορφωθεί στην πρόσκληση του εγγυητή. Σε περίπτωση που ο δανειστής δεν πράξει τα ως άνω εκτιθέμενα ή δεν τα πράξει ως απαιτεί ο νόμος, ο εγγυητής ελευθερώνεται από την αναληφθείσα εγγύηση χωρίς να απαιτείται καμία άλλη ενέργεια εκ μέρους του (αυτοδίκαιη ελευθέρωση).
Ένα παράδειγμα:
Συμβάλλεται ως εγγυητής μέτοχος μιας Ανώνυμης Εταιρείας για δάνειο που έλαβε η τελευταία. Στη συνέχεια, για διάφορους λόγους η εταιρεία καθίσταται υπερήμερη και παραμένει έτσι για αρκετά χρόνια. Η Τράπεζα από την πλευρά της δεν προχωράει σε καταγγελία της σύμβασης, ούτε σε δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της όλα αυτά τα χρόνια. Τότε ο μέτοχος αποστέλλει στην Τράπεζα εξώδικη δήλωση, δια της οποίας την καλεί να καταγγείλει την σύμβαση και να διώξει δικαστικώς την απαίτησή της, με τον τρόπο που παραπάνω αναλύθηκε. Τούτο καθότι υπάρχει υπέγγυα περιουσία στο όνομα της οφειλέτιδας εταιρείας και η καθυστέρηση είσπραξης διογκώνει την οφειλή σε βάρος του. Από την πλευρά της η Τράπεζα προχωράει σε καταγγελία της σύμβασης όχι, όμως,εντός μηνός, όπως προβλέπεται, αλλά μετά την πάροδο αρκετών μηνών, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει προβεί σε καμία δικαστική ενέργεια για την είσπραξη της απαίτησής της. Στο παράδειγμα αυτό ο μέτοχος έχει δυνατότητα να ασκήσει αγωγή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ζητώντας να αναγνωριστεί ότι έχει απαλλαγεί από την εγγυητική του ευθύνη. Θα θεμελιώσει την αγωγή του στο άρθρο 868 του Αστικού Κώδικα, επικαλούμενος ότι η τράπεζα αν και της ζητήθηκε από εκείνον, δεν κατήγγειλε εντός μηνός.
Με το παραπάνω παράδειγμα, θα θέλαμε να καταστήσουμε σαφές, ότι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συμβληθεί ως εγγυητής και αντιλαμβάνεται ότι η Τράπεζα δεν ενεργεί όπως θα όφειλε να ενεργήσει ή όπως θα ενεργούσε οποιοσδήποτε άλλος δανειστής στην θέση της, θα πρέπει άμεσα να αναζητήσει τις κατάλληλες συμβουλές και την κατάλληλη βοήθεια, ώστε να απεμπλακεί – αν αυτό είναι δυνατό βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων της κάθε υπόθεσης – από μια εγγύηση η οποία πλέον δεν επιτελεί τον σκοπό για τον οποίον δόθηκε, αλλά έχει μετουσιωθεί σε ένα «χρόνιο βάρος» δίχως τέλος. Τούτο, εξάλλου, είναι πιθανό να συμβαίνει, από την εμπειρία μας, όταν η τράπεζα έχει ασφάλειες που υπερκαλύπτουν την οφειλή και άρα τυχόν καθυστέρηση είσπραξης δεν καταλήγει σε βάρος της, αλλά σε βάρος του εγγυητή.