Η απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C 490/20, (V.М.А. κατά Stolichna obshtina, rayon “Pancharevo”) σε διάλογο με την απόφαση 9/2016 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: τα κριτήρια για την διασυνοριακή αναγνώριση της προσωπικής κατάστασης και της αντιμετώπισης των «χωλών» εννόμων σχέσεων στην περίπτωση των ομοφύλων οικογενειών.

Ηλίας Γιαννατσής, Δικηγόρος

1. Εισαγωγή

Με την υπ’ αριθμ. 9/2016 απόφαση της, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αντιμετώπισε το ζήτημα της διασυνοριακής αναγνώρισης της προσωπικής κατάστασης και των εννόμων σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί στο εξωτερικό, στην ημεδαπή έννομη τάξη. Το ζήτημα που τέθηκε ήταν εάν ορθά το Εφετείο, κρίνοντας επί κληρονομικής διαφοράς, απέρριψε την αναγνώριση της έννομης σχέσης που είχε διαμορφωθεί ανάμεσα στον υιοθετηθέντα ενήλικο κληρονόμο και στον υιοθετήσαντα- κληρονομούμενο. Ο λόγος ήταν ότι σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, οι προϋποθέσεις για την υιοθεσία ενηλίκου, που έλαβε χώρα στην Ιταλία, δεν πληρούνταν. Ο Άρειος Πάγος προέταξε την διασυνοριακή συνέχιση της σχέσης ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο δίκαιο. Σε μία άλλη πιο πρόσφατη απόφαση «Ανώτατου Δικαστηρίου», το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απεφάνθη υπέρ της διασυνοριακής αναγνώρισης της σχέσης που είχε διαμορφώσει η Βουλγαρικής ιθαγένειας μητέρα με το ανήλικο τέκνο της, ανεξαρτήτως του γεγονότος εάν πρόκειται για την βιολογική ή μη μητέρα αυτού, φτάνοντας στο σημείο να υποχρεώσει την Βουλγαρία να χορηγήσει στο εν λόγω παιδί ταξιδιωτικά έγγραφα και να αναγνωρίσει την εκδοθείσα στην Ισπανία ληξιαρχική πράξη του, που ανέφερε την ίδια και την σύντροφό της ως μητέρες του. Ειδικότερα, με την από 14.12.2021 απόφασή του στην υπόθεση C 490/20, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) στο πλαίσιο της δίκης V.М.А. κατά Stolichna obshtina, rayon “Pancharevo”, έλαβε υπόψη του το γεγονός, ότι, όπως σημείωσε και γενική εισαγγελέας στο σημείο 153 των προτάσεών της, το τέκνο διήγε με η με καθένα εκ των δύο προσώπων πραγματική οικογενειακή ζωή.

Εξεταστέο ζήτημα, εν προκειμένω, είναι κατά πόσον τα εν λόγω κριτήρια του Αρείου Πάγου μπορούν να εφαρμοσθούν σε ευρύτερες περιπτώσεις διασυνοριακών καταστάσεων και ειδικότερα στην περίπτωση αναγνώρισης των οικογενειών των ομόφυλων ζευγαριών και τί ρόλο παίζει στην κρίση αυτή η έννοια της «πραγματικής οικογενειακής ζωής».

Η απόφαση 9/2016 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου

Ανατρέχοντας στα κριτήρια της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και τις αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων της χώρας μας για την αναγνώριση υιοθεσιών, οι οποίες παραμερίζει πάγια διατάξεις που θέτουν περιορισμούς στην υιοθεσία ανηλίκου, με την κρίση ότι η συνεπεία αυτών των περιορισμών ματαίωση της υιοθεσίας στην Ελλάδα θα ήταν αντίθετη στην ελληνική δημόσια τάξη λόγω διακινδύνευσης του συμφέροντος του θετού παιδιού, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε μία, θα λέγαμε, “better law approach”, έκρινε ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί το ιταλικό δίκαιο, προκειμένου να διασωθεί η σχέση που ο υιοθετηθείς, είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία με τον κληρονομούμενο- υιοθετήσαντα. Για να καταλήξει στην κρίση αυτή ο Άρειος Πάγος έλαβε υπόψη του τρία συγκεκριμένα κριτήρια: : (α) Το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη σύσταση της υιοθεσίας μέχρι το χρόνο που το κύρος της κρίνεται σε άλλη χώρα, (β) την ένταση των σχέσεων που οδήγησαν στη σύσταση της υιοθεσίας και (γ) την διάψευση των προσδοκιών των μερών εξ αιτίας αιφνίδιας αλλαγής στο νομικό καθεστώς ή στην πρακτική της χώρας στην οποία ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του κύρους της. Η πλήρωση των κριτηρίων αυτών οδηγεί στην κρίση ότι η οικογενειακή σχέση που συντελέστηκε στην αλλοδαπή αποτελεί ήδη εκεί “κοινωνική πραγματικότητα” και η κρίση αυτή, με τη σειρά της, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ και την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια, σε υποθέσεις υιοθεσίας με στοιχεία αλλοδαπότητας «να επιδιώκουν, με την αναγνώριση ως έγκυρων των υιοθεσιών αυτών, τη “διασυνοριακή συνέχιση” της προσωπικής κατάστασης και των δεσμών μεταξύ των μερών της υιοθεσίας, εφόσον αυτοί υφίστανται πραγματικά στην έννομη τάξη της αλλοδαπής πολιτείας».

Όπως έκρινε ειδικότερα η απόφαση του Αρείου Πάγου «[…]Τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να αρνηθούν την αναγνώριση ως έγκυρης υιοθεσίας, εφόσον αυτή δημιούργησε στη χώρα όπου συντελέστηκε μια οικογενειακή σχέση που αποτελεί ήδη εκεί “κοινωνική πραγματικότητα”, επικαλούμενα απλώς το αντίθετο νομικό καθεστώς υπό το οποίο δικαιοδοτούν, αλλά πρέπει να εξετάζουν τις συνθήκες κάθε περίπτωσης».

Το ζήτημα που αναφύεται είναι, αν, επί πλήρωσης των ανωτέρω κριτηρίων, και υπό το φως της νέας απόφασης του ΔΕΕ, ο Άρειος Πάγος, θα μείνει συνεπής στην κρίση που εξέφερε με την ως άνω απόφαση, ανατρέποντας την έως τώρα πάγια νομολογία των κατώτερων ελληνικών δικαστηρίων, τα οποία απορρίπτουν την αναγνώριση των σχέσεων των μη βιολογικών ομοφύλων γονέων με τα βιολογικά παιδιά των συντρόφων ή συζύγων τους, είτε η εν λόγω κοινωνική συγγένεια έχει διαμορφωθεί μέσω υιοθεσίας είτε μέσω ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Η διασυνοριακή αναγνώριση στην περίπτωση των ομόφυλων οικογενειών

Όπως, υποστηρίζει και η Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ Κ. Φουντεδάκη στην γνωμοδότησή της με τίτλο «Γάμος ατόμων του ίδιου φύλου το εξωτερικό. Ίδρυση συγγένειας των συζύγων με παιδί που γεννήθηκε μέσω παρένθετης μητρότητας σύμφωνα με αλλοδαπό δίκαιο. Μη αντίθεση της αναγνώρισης της σχετικής δικαστικής απόφασης στην ελληνική δημόσια τάξη»( δημοσιευμένη στις Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, Μάρτιος 2021 σελ. 245-254) «[…] από μόνο το στοιχείο της μη πρόβλεψης ορισμένης οικογενειακής σχέσης ή του τρόπου δημιουργίας της στο ελληνικό δίκαιο συνάγει άνευ ετέρου την αντίθεση της σχέσης αυτής και της νόμιμης δημιουργίας της σύμφωνα με το αλλοδαπό δίκαιο στην ελληνική έννομη τάξη […]. Πρόκειται, ωστόσο, για μη ορθή προσέγγιση, όπως έχει αναδειχθεί από την ελληνική νομολογία του οικογενειακού δικαίου τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, η απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ 9/2016 έκρινε ότι δεν αντίκειται άνευ ετέρου, αλλά πρέπει να κρίνεται συγκεκριμένα, η αναγνώριση της υιοθεσίας αλλοδαπού ενηλίκου από Έλληνα που έγινε στην αλλοδαπή χωρίς να συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 1579».

Στο ίδιο βεληνεκές, το ΔΕΕ με την ανωτέρω απόφασή του αποφαίνεται πανηγυρικά «[…] η υποχρέωση ενός κράτους μέλους, αφενός να χορηγήσει ταυτότητα ή διαβατήριο σε τέκνο το οποίο είναι πολίτης του, πλην όμως γεννήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, και του οποίου το πιστοποιητικό γέννησης εκδόθηκε από τις αρχές αυτού του άλλου κράτους μέλους αναγράφει ως γονείς δύο πρόσωπα του ίδιου φύλου, και, αφετέρου, να αναγνωρίσει τη γονική σχέση μεταξύ του εν λόγω τέκνου και καθενός εκ των δύο αυτών προσώπων στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων του δυνάμει του άρθρου 21 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των σχετικών με αυτό πράξεων του παραγώγου δικαίου δεν θίγει την εθνική ταυτότητα ούτε απειλεί τη δημόσια τάξη του οικείου κράτους μέλους. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή δεν συνεπάγεται ότι το κράτος μέλος του οποίου το τέκνο είναι πολίτης οφείλει να προβλέψει στο εθνικό του δίκαιο την δυνατότητα προσώπων του ίδιου φύλου να αποκτήσουν την ιδιότητα των γονέων […]».

Με άλλα λόγια, στις περιπτώσεις αυτές κρίσιμο δεν είναι εάν θα επιτρέψει π.χ. η Ελλάδα στο δίκαιό της την δυνατότητα ομοφύλων προσώπων να προβούν σε από κοινού υιοθεσία, αλλά η διασυνοριακή συνέχιση του προσωπικού status του παιδιού. Ενόψει της συνέχισης αυτής, είναι πιθανό το α’ κριτήριο της χρονικής διάρκειας και το γ’ κριτήρια της διάψευσης των προσδοκιών, που θέτει η απόφαση του Αρείου Πάγου, στην πράξη να «ατονούν» ή τουλάχιστον να ερμηνεύονται ανάλογα, προκειμένου να «υπηρετήσουν» το ουσιαστικό αποτέλεσμα της αποφυγής ύπαρξης μίας «χωλής» έννομης σχέσης. Ακόμη και τυχόν γνώση των γονέων ότι η εν λόγω σχέση δεν θα αναγνωρίζεται στην χώρα καταγωγής τους, ας πάρουμε π.χ. μία περίπτωση Ελλήνων που ζώντας χρόνια σε χώρα του εξωτερικού που επιτρέπει την από κοινού υιοθεσία σε ομόφυλα ζευγάρια αποφασίζουν να δημιουργήσουν με αυτόν τον τρόπο την οικογένειά τους εκεί, και μετά από χρόνια, λόγω επαγγελματικής ευκαιρίας που παρουσιάζεται, μετοικούν στην Ελλάδα, δεν θα μπορεί να λειτουργεί «τιμωρητικά» σε βάρος των παιδιών.

Όπως αποφάνθηκε το ΕΔΔΑ στην απόφασή του επί της υπόθεσης Menesson κατά Γαλλίας (προσφυγή νο. 65192/11), όπου παραπέμπει και η ως άνω απόφαση της Ολομέλειας, υπό την παράγραφο 96 «[…] ο σεβασμός προς την ιδιωτική ζωή προϋποθέτει ότι ο καθένας πρέπει να είναι σε θέση να κατοχυρώνει τα στοιχεία της ταυτότητάς του ως ξεχωριστό άτομο, η οποία ταυτότητα περιλαμβάνει την νομική σχέση γονέα και τέκνου… μία θεμελιώδης πλευρά της ταυτότητας του ατόμου διακυβεύεται όταν εμπλέκεται η νομική σχέση γονέα και τέκνου […]. Με άλλα λόγια, παρότι αναγνωρίζει ότι τα παιδιά έχουν αναγνωρισθεί σε μία άλλη χώρα ως τα παιδιά του πρώτου και του δεύτερου των προσφευγόντων, η Γαλλία τους αρνείται την προσωπική κατάσταση αυτή υπό το Γαλλικό δίκαιο. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι μία αντίφαση τέτοιας φύσης υπονομεύει την ταυτότητα των παιδιών μέσα στην Γαλλική κοινωνία». Αυτό μάλιστα παρά την αντίθετη στην απόφαση σκέψη, ότι οι γονείς, ως Γάλλοι πολίτες, γνώριζαν ότι η διαμορφωνόμενη μέσω της ΙΥΑ σχέσης με τα τέκνα τους δεν αναγνωρίζεται στην Γαλλία, και με την επιστροφή τους σε αυτήν ουσιαστικά επιχειρούσαν να παγιώσουν και να νομιμοποιήσουν στην πράξη μία παράνομη κατάσταση. Επιχείρημα αντλείται και εκ του αντιθέτου: τυχόν μη αναγνώριση της σχέσης, και «τιμωρία» των γονέων, θα μας έφερνε στην όλως στρεβλή για το συμφέρον και τα δικαιώματα του παιδιού «λύση» να ανατεθεί η φροντίδα αυτού σε ίδρυμα (βλ. Υπόθεση Paradiso και Campanelli κατά Ιταλίας, προσφυγή υπ’ αριθμ. 25358/12, βλ. σκέψη 109 “Thus, the primary aim of the Minors Court had been to prevent the continuation of the illegal situation. The applicants considered that the decisions of that court indicated solely a wish to punish them for their conduct. The child’s interests were mentioned merely to assert that the impact of the impugned measures on him would be minimal”).

Όπως καταδεικνύεται στις ανωτέρω περιπτώσεις, που μετά την απόκτηση των παιδιών στο εξωτερικό, οι μη βιολογικοί γονείς επιχείρησαν αμέσως την επιστροφή στην χώρα καταγωγής- διαμονής, τυχόν «τυφλή» εφαρμογή των κριτηρίων τόσο της μακράς χρονικής διάρκειας και της διάψευσης των προσδοκιών των μερών της σχέσης, όσο και της έντασης αυτής, η οποία, στην περίπτωση βρεφών, που σε πολλές περιπτώσεις μόλις βγήκαν από το μαιευτήριο και συνοδεία των κοινωνικών γονέων τους εισέρχονται στην χώρα διαμονής των τελευταίων, φυσικά δύσκολα μπορεί να νοηθεί, θα είχε ως αποτέλεσμα, άνευ ετέρου την τιμωρία των ίδιων των παιδιών. Εν τέλει το γεγονός ότι ένα κράτος δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα προσώπων, ομοφύλων ή μη, στην υιοθεσία ή την προσφυγή στην ΙΥΑ, δεν μπορεί να αποτελεί λόγο να στερηθεί ένα παιδί τον έναν από τους δύο γονείς του, επειδή πρόκεινται για άτομα του ιδίου φύλου. Αυτή ήταν άλλωστε και η μειοψηφήσασα γνώμη του δικαστή Villiger στην υπόθεση Gas και Dubois κατά Γαλλίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (προσφυγή ν. 25951/07): «[…]η από κοινού επιμέλεια αποτελεί συμφέρον του τέκνου. Αδυνατώ να καταλάβω τη δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης (ανάμεσα στα παιδιά ενός ομόφυλου και ενός ετερόφυλου ζευγαριού). Κατά τη γνώμη μου, όλα τα παιδιά πρέπει να απολαμβάνουν την ίδια μεταχείριση. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποια παιδιά, αλλά όχι άλλα, πρέπει να αποστερηθούν από την έννοια του συμφέροντός τους, δηλαδή την κοινή επιμέλεια. Πράγματι, πώς επηρεάζει τη θέση των παιδιών το να γεννιούνται από έναν γονέα ομόφυλου ζευγαριού, ή έναν γονέα ετερόφυλου ζευγαριού; Γιατί η κατάσταση των γονέων θα πρέπει να επηρεάζει το παιδί;».

Χρήσιμη στο σημείο αυτό, σχετικά με την ευάλωτη κατάσταση των βρεφών και την εξάρτησή από τους, έστω «μη νόμιμα» μετερχόμενους το status αυτό, κοινωνικούς- ψυχολογικούς τους γονείς είναι και η νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με τον προσδιορισμό της έννοιας της συνήθους διαμονής τους. Όπως έχει πολλάκις επισημάνει, το στοιχείο της χρονικής διάρκειας αποσυνδέεται από την κρίση για το ποια είναι η χώρα συνήθους διαμονής του βρέφους, καθώς το περιβάλλον του είναι κυρίως το οικογενειακό, που καθορίζεται από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα αναφοράς με τα οποία διαβιεί το παιδί και τα οποία έχουν στην πράξη την επιμέλειά του και το φροντίζουν, και ότι το παιδί εντάσσεται κατ’ ανάγκη στο κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του προσώπου αυτού ή των προσώπων αυτών. Η εξόχως ευάλωτη κατάσταση του βρέφους, με άλλα λόγια, πρέπει να συνηγορεί για την κατάφαση τόσο του στοιχείου του χρόνου όσο και του στοιχείου της έντασης. Η, δε διάψευση των προσδοκιών, στερείται πρακτικά αντικρίσματος.

Για την ως άνω συναφή ερμηνεία και εφαρμογή των κριτηρίων της απόφασης του Αρείου Πάγου στις εν λόγω περιπτώσεις, με τρόπο δηλαδή που να προτάσσει την διασυνοριακή συνέχιση, συνηγορούν και οι υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, γνωστής και ως Σύμβασης της Νέας Υόρκης, όπως κυρώθηκε δυνάμει του ν.2101/1992. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα, που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση και να τα εγγυώνται σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων του παιδιού ή των γονέων του ή των νόμιμων εκπροσώπων του ή της εθνικής, εθνικιστικής ή κοινωνικής καταγωγής τους, της περιουσιακής τους κατάστασης, της ανικανότητάς τους, της γέννησής τους ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης». Άλλωστε, σύμφωνα με την παράγραφο 21 του υπ’ αριθμ. 22 (2017) Γενικού Σχολίου της Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ορίζεται ρητά ότι τα παιδιά πρέπει να απολαμβάνουν την προστασία της Σύμβασης ανεξαρτήτως του σεξουαλικού προσανατολισμού των ίδιων ή των γονέων τους, ενώ επίσης στο Γενικό Σχόλιο υπ’ αριθμ. 7 (2005) ορίζεται ότι τα παιδιά δεν πρέπει να υφίστανται τις συνέπειες των διακρίσεων σε βάρος των γονέων τους, για παράδειγμα εάν έχουν γεννηθεί εκτός γάμου ή υπό άλλες συνθήκες που αποκλίνουν από τις παραδοσιακές αξίες. Στην βάση της ίδιας σκέψης κινήθηκε και η απόφαση του ΔΕΕ.

Ειδικότερα η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ της 14ης Δεκεμβρίου 2021.

Η απόφαση ΔΕΕ αποτελεί μία μεγάλη νίκη για τις οικογένειες ομόφυλων ζευγαριών. Όπως συμπυκνώνει και το διατακτικό της απόφασης, το δικαστήριο καταλήγει ότι το κράτος μέλος υποδοχής είναι υποχρεωμένο αφενός να αναγνωρίσει το πιστοποιητικό γέννησης τέκνου που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος προέλευσης και αναφέρει τους δύο ομόφυλους γονείς αυτού αφετέρου να χορηγήσει διαβατήριο ή ταυτότητα σε αυτό ανεξάρτητα από το αν του έχει εκδώσει ημεδαπό πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης (όπου παρεισφρέουν θέματα ιθαγένειας και του «σκληρού πυρήνα» του κράτους).

Το δικαστήριο εδώ κάνει μία «πιρουέτα»: επειδή δεν μπορεί να ρυθμίσει τα ζητήματα της ιθαγένειας (δεν μπορεί να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να εκδώσουν πιστοποιητικό γέννησης κατά παράβαση του εθνικού τους δικαίου), τονίζει την υποχρέωση να εκδώσει το κράτος υποδοχής ταυτότητα ή διαβατήριο στο βρέφος (για να ασκεί την ελευθερία μετακίνησής του- οπότε μιλάμε για αρμοδιότητα της ένωσης) και να αναγνωρίσει το πιστοποιητικό που έχει εκδώσει το άλλο κράτος.

Γιατί έγινε αυτή η «πιρουέτα» και πώς εξυπηρετεί: η Βουλγαρία δεν μπορούσε να εκδώσει ταξιδιωτικά έγγραφα στο παιδί γιατί το δίκαιο της προϋπέθετε να είναι Βούλγαρος πολίτης και να έχει εκδοθεί δηλαδή σχετικό πιστοποιητικό γέννησης (ληξιαρχική πράξη γέννησης) από τη Βουλγαρία, το οποίο δεν μπορούσε να εκδοθεί γιατί επίτηδες οι αιτούσες δεν διευκρίνιζαν αν η «βιολογική» μαμά είναι η Βουλγαρικής ιθαγένειας πολίτης. Οπότε το Δικαστήριο είπε ότι η ελευθερία μετακίνησης σημαίνει υποχρέωση για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων και την αναγνώριση του πιστοποιητικού.

Η «μανούβρα» αυτή του Δικαστηρίου είναι θετική, γιατί αναγκαζόμενα τα κράτη μέλη να εκδώσουν ταξιδιωτικά έγγραφα ανεξάρτητα από την χορήγηση της ιθαγένειας, είναι αναγκασμένα τελικά (ενώ δεν αναγκάζονται αρχικά) να βρουν τρόπο να αλλάξουν και την νομοθεσία τους.

Τι σημαίνει η απόφαση για τους Έλληνες ομόφυλους που ζουν σε χώρες του εξωτερικού με τις οικογένειές τους και δεν αναγνωρίζονται στην Ελλάδα: καταρχήν η κρίση του ΔΕΕ ισχύει για Ευρωπαίους πολίτες. Δηλαδή φορέας των δικαιωμάτων στην υπόθεση αυτή ήταν η Βουλγάρα μητέρα και όχι το τέκνο (για το οποίο δεν διαπιστώθηκε ποτέ αν έχει την Βουλγαρική ιθαγένεια, αφού δεν διαπιστώθηκε ποια είναι η κατά το Βουλγαρικό δίκαιο η «μητέρα» του, και τελικά δεν ενδιέφερε ούτε το Δικαστήριο). Ως έχοντες ευρωπαϊκή ιθαγένεια, οι Έλληνες κάτοικοι του εξωτερικού είναι φορείς της αξίωσης να αναγνωρισθεί η οικογένειά τους από το Ελληνικό Κράτος. Το ζήτημα είναι, αν θα πρέπει η οικογενειακή ζωή να έχει εγκαθιδρυθεί σε κράτος μέλος για να χρησιμοποιηθεί ως βάση η ελευθερία μετακίνησης. Σύμφωνα με την Καθηγήτρια Ευρωπαϊκού Δικαίου του Πανεπιστημίου Νεαπόλεως Πάφου, Επισκέπτρια Καθηγήτρια Νομικής, Πανεπιστήμιο του Reading (Ηνωμένο Βασίλειο) και Μέλος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο “Recognition of parenthood between Member States (E03765)” (2021), πρέπει να κριθεί ότι τέτοια αξίωση για την διασυνοριακή αναγνώριση της οικογένειάς του έχουν και οικογένειες που δημιούργησαν την οικογενειακή τους ζωή σε τρίτο κράτος π.χ. Καναδάς, Αμερική, Νότια Αφρική, αλλά έπειτα εγκαθίδρυσαν αυτή, π.χ. μετακόμισαν, έζησε το παιδί εκεί ένα διάστημα, πήγε σχολείο, σε άλλο κράτος μέλος π.χ. Πορτογαλία, και έπειτα ασκούν το δικαίωμα ελευθερίας μετακίνησης επιστρέφοντας στην χώρα καταγωγής τους (Ελλάδα στην περίπτωσή μας). Για το ζήτημα αυτό ίσως και να χρειαστεί απάντηση σε νέο προδικαστικό ερώτημα από το ΔΕΕ.

Τί μπορούν να κάνουν από εδώ και πέρα οι οικογένειες Ελλήνων ομοφύλων που ζουν στο εξωτερικό: μέχρι πρότινος, ο Ληξίαρχος στην Ελλάδα μπορούσε να πετάξει εντελώς από πάνω του την ευθύνη για την αναγνώριση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης παιδιών, στην οποία αναφέρονταν ως γονείς τους ομόφυλα πρόσωπα, λέγοντας ότι αρμόδιος να κρίνει για την ύπαρξη την οικογενειακής σχέσης είναι το δικαστήριο και επομένως απαιτείται αναγνώριση της απόφασης βάσει της οποίας ιδρύεται η νομική συγγένεια με τον μη βιολογικό γονέα από το Μονομελές Πρωτοδικείο (Εκουσία Δικαιοδοσία). Αυτή ήταν και η γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 201/2018 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Πλέον, με την απόφαση του ΔΕΕ διαφαίνεται καταρχήν η δυνατότητα να απευθυνθεί κανείς απευθείας στον Ληξίαρχο για την εγγραφή της οικογενειακής μερίδας ανεξάρτητα από την αναγνώριση της δικαστικής απόφασης από το Πρωτοδικείο, γιατί ο ληξίαρχος είναι πλέον υποχρεωμένος να αναγνωρίσει το πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί στην άλλη χώρα.

Το κενό που υπάρχει και μένει να απαντηθεί στην πράξη είναι τι θα σημαίνει πρακτικά η υποχρέωση αναγνώρισης του ξένου πιστοποιητικού και η μη υποχρέωση ταυτόχρονα έκδοσης ημεδαπού. Εδώ έγκειται το αδύναμο σημείο της «πιρουέτας» του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα μπορούσαμε δηλαδή σε μία προσπάθεια ερμηνείας της απόφασης να πούμε ότι το κράτος υποδοχής δεσμεύεται να αναγνωρίσει το ξένο πιστοποιητικό και μπορεί να το κάνει αν χρειάζεται ένα τέτοιο πιστοποιητικό για να εκδώσει ταξιδιωτικά έγγραφα, αλλά η υποχρέωση αυτή δεν φτάνει μέχρι το σημείο να εκδώσει ημεδαπή ληξιαρχική πράξη.

Κατά τα λοιπά θέματα λοιπόν, η απόφαση, παρότι κάνει θριαμβευτικές παραδοχές πάνω στις οποίες οι ομόφυλες οικογένειες μπορούν να πατήσουν για παραπάνω διεκδικήσεις, αφήνει σε μία μετέωρη κατάσταση το τι θα συμβαίνει π.χ. με την άσκηση της επιμέλειας του παιδιού στο κράτος αυτό, τα κληρονομικά του δικαιώματα ή τυχόν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που δικαιούται στο όνομα του μη βιολογικού γονέα του.

Εδώ υποστηρίζεται ορθά ότι απαιτείται «ευρεία» ερμηνεία της απόφασης, υπό την έννοια ότι εμπόδιο στην ελευθερία μετακίνησης δεν αποτελεί απλά η μη χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων για τα τέκνα, αλλά οι συνολικές συνέπειες της μη αναγνώρισης της σχέσης με τον μη βιολογικό γονέα τους. Η δε αναγνώριση της οικογενειακής σχέσης στο σύνολό της, με όλες δηλαδή τις συνέπειες που έχει για το δίκαιο μας η σχέση γονέα- τέκνου, στην Ελλάδα διέρχεται αναγκαστικά από τις αίθουσες του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Τυχόν δε οικογένειες, οι οποίες έχουν ήδη προσφύγει στα δικαστήρια και οι αιτήσεις τους έχουν απορριφθεί, έχουν πλέον, μετά την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ, έναν ακόμη ισχυρό λόγο να επανέλθουν με έφεση ή και αναίρεση.

Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αναγνώριση της γονεϊκής σχέσης μπορεί να επιδιωχθεί και βάσει των άλλων νομικών βάσεων που αναφέρει η απόφαση π.χ. Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Ούτε σημαίνει ότι με την ελευθερία μετακίνησης φτάνεις μόνο μέχρι τα «ταξιδιωτικά έγγραφα». Απλώς έτσι απάντησε το ΔΕΕ στο συγκεκριμένο ερώτημα και πρόβλημα, που αφορούσε αυτή την γραφειοκρατική, ας πούμε, «δυστοκία» της Βουλγαρίας. Κρίσιμη είναι πάντα για τα Ελληνικά Δικαστήρια η διαπίστωση της πραγματικής οικογενειακής ζωής.

Αντί επιλόγου: Τί είναι η πραγματική οικογενειακή ζωή και τί σημασία έχει για την αναγνώριση των ομοφύλων οικογενειών του εξωτερικού στην Ελλάδα;

Η πραγματική οικογενειακή ζωή υπάγεται στην προστατευτική εμβέλεια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, στο πνεύμα και σύμφωνα με τις επιταγές του οποίου εκδόθηκαν τόσο η υπό εξέταση απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου όσο και η απόφαση του ΔΕΕ. Όπως έχει καταστήσει σαφές το ΕΔΔΑ, ο μη βιολογικός γονέας ενός παιδιού σε μία ομογονεϊκή οικογένεια μπορεί να λογισθεί ως γονέας για τις ανάγκες του άρθρου 8 της Σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι η σχέση ανάμεσα στους δύο γονείς προσομοιάζει το «πρότυπο» της πυρηνικής οικογένειας. Την κρίση αυτή επικύρωσε, με την ως άνω από 17.12.2021 απόφαση και το ΔΕΕ, επαναλαμβάνοντας και στην περίπτωση των ομοφύλων προσώπων την κρίση του ότι απευθείας κατιόντες κατά το ενωσιακό δίκαιο αποτελούν και τα μη βιολογικά τέκνα.

Στην περίπτωση, λοιπόν, μικρών παιδιών και ιδιαίτερα βρεφών δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό ότι πραγματική οικογενειακή ζωή αποτελούν οι κοινωνικοί- ψυχολογικοί γονείς, οι οποίοι επιθύμησαν άλλωστε την απόκτησή τους. Το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει παρέλθει αρκετός χρόνος, ώστε μεγαλώνοντας να αναπτύξουν μαζί τους δεσμούς, δεν σημαίνει ότι είναι προτιμότερη η ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνάς τους στο ίδρυμα ή στην τυχόν παρένθετη μητέρα που τα κυοφόρησε (εννοείται, ούτε στον ανώνυμο δότη σπέρματος), η οποία με την συναίνεσή της έχει απεκδυθεί εξαρχής, σε πολλές νομοθεσίες ακόμη και πριν την γέννηση, την άσκηση της γονικής τους μέριμνας. Αντίστοιχα, τυχόν γνώση των γονέων που κατοικούν στο εξωτερικό, ότι υπό διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς, δεν θα μπορούν να αναγνωρισθούν ως γονείς, δεν μπορεί να εκπυρσοκροτεί στην πραγματική οικογενειακή ζωή και τις προσδοκίες των παιδιών τους, οι οποίες συνίστανται απλώς στο ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα αποτελούν τους γονείς τους και στην πράξη τα ανατρέφουν και τα φροντίζουν.

Γίνεται, συνεπώς, κατανοητό, ότι η εφαρμογή των τιθέμενων από την υπ’ αριθμ. 9/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κριτηρίων στην περίπτωση που ανακύπτει το ζήτημα αναγνώρισης των οικογενειών των ομοφύλων προσώπων, θα πρέπει να προτάξει το ενυπάρχον στην απόφαση σκεπτικό, που δεν είναι άλλο από την ανάγκη διασυνοριακής συνέχισης της προσωπικής κατάστασης και ειδικότερα η προστασία του συμφέροντος του παιδιού, η οποία συνέχεται με αυτήν. Ειδικά στην περίπτωση των οικογενειών που έχουν εγκαθιδρύσει την ζωή τους σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό το φως της απόφασης του ΔΕΕ ο εθνικός δικαστής είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την διασυνοριακή αναγνώριση ως αναγκαία συνέπεια της ελευθερίας μετακίνησης. Κατά το σύνθημα των ημερών «Εάν είσαι γονέας σε μία χώρα, είσαι γονέας σε κάθε χώρα».