Η αποτελεσματική προστασία εμπορικών μυστικών του εργοδότη και των δικαιωμάτων του εργαζομένου στις συμβάσεις απαγόρευσης ανάληψης εργασίας σε ανταγωνιστή

Σταύρος Θεοδωρόπουλος, Δικηγόρος

Ο εργαζόμενος, πέρα από την υποχρέωσή του να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την συμφωνημένη εργασία, οφείλει επίσης να παραλείπει κάθε πράξη ανταγωνισμού προς την επιχείρηση του εργοδότη του, αλλά και να τηρεί το απόρρητο των εμπορικών μυστικών της επιχείρησης αυτής. Ωστόσο, μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να συνεργαστεί με όποιον εργοδότη επιθυμεί, ενδεχομένως και ανταγωνιστή του παλαιού. Στο παρόν άρθρο, εξετάζουμε τις νόμιμες προϋποθέσεις και δυνατότητες επέκτασης της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού του εργαζομένου έναντι του εργοδότη και για το μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας χρονικό διάστημα.

Εισαγωγικά: Η οικονομική ελευθερία, το δικαίωμα στο επιχειρείν και το δικαίωμα στην εργασία.

Κατά το άρθρο 5§1 του Συντάγματος, καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.Στην παράγραφο αυτή βρίσκει έρεισμα η εν γένει ελευθερία της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, ως ειδικό και άξιο κατ’ ιδίαν προστασίας ατομικό δικαίωμα, το οποίο αναλύεται, περαιτέρω, στην ελευθερία ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας και αφετέρου την ελευθερία της εργασίας. Κύριος σκοπός μιας επιχείρησης είναι η δημιουργία πλούτου, μέσω έρευνας, επένδυσης και παραγωγής. Προς την επίτευξη του σκοπού αυτού, η επιχείρηση, μεταξύ άλλων, συνάπτει συμβάσεις εργασίας, δηλαδή συμβάσεις αγοράς της εργασιακής δύναμης του μισθωτού. Επιχείρηση-εργοδότης και εργαζόμενος αντλούν όφελος από το ίδιο πράγμα, την εργασία, η οποία, βεβαίως παράγεται μεν από τον εργαζόμενο, ανθεί δε στο εύφορο περιβάλλον της επιχείρησης.

Η επιτυχής σύναψη μίας σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ’ αρχήν υποδηλώνει την εμπιστοσύνη του εργοδότη προς το πρόσωπο του εργαζομένου. Η παραμονή του εργαζομένου στην θέση εργασίας σημαίνει ότι αφομοιώνει επιτυχώς την προκύπτουσα από την εργασία εμπειρία την οποία και μετουσιώνει σε ποιοτικά αναβαθμισμένο αποτέλεσμα εργασίας. Εξάλλου, η εξοικείωση με ένα αντικείμενο εργασίας έχει αναπόφευκτα αποτελέσματα και στα χρονικά περιθώρια επιτυχούς ανταπόκρισης. Έτσι, κατά κανόνα παλαιότεροι εργαζόμενοι είναι σε θέση να διαχειριστούν πιο γρήγορα, αλλά και με καλύτερο τρόπο μία εργασία, η οποία τους έχει ανατεθεί πλειστάκις στο παρελθόν, συνθήκες άλλωστε που συνηγορούν υπέρ της πλήρωσης του βαθύτερου νοήματος της εργασίας, ήτοι της κινητοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου. Οι ικανοί και έμπειροι εργαζόμενοι αποτελούν κεφάλαιο της επιχείρησης/εργοδότη.

Παρ’ όλα αυτά, είναι πιθανόν η συνέχιση της σύμβασης εργασίας να μην εξυπηρετεί πλέον τα συμφέροντα των μερών ή, έστω, ενός εκ των δύο. Για παράδειγμα, ενδέχεται ο εργαζόμενος να επιθυμεί την αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος εξαιτίας καλύτερων απολαβών, ή προοπτικών εξέλιξης. Η οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου (παραίτηση) είναι ένας κίνδυνος ο οποίος νομίμως επιρρίπτεται στον εργοδότη. Πως όμως προλαμβάνει και προστατεύεται ο τελευταίος από κακόπιστες ενέργειες του εργαζομένου για το διάστημα που εκκινεί και ακολουθεί την κοινοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας; πως είναι δυνατόν να αποφευχθεί η εκμετάλλευση από κάποιον ανταγωνιστή όλων εκείνων των εμπορικών μυστικών που προσδίδουν στην πρώην εργοδότρια επιχείρηση ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά δραστηριοποίησής της;

Τα περιθώρια έκφρασης της συμβατικής ελευθερίας.

Κατ’ αρχήν, πρέπει να τονιστεί ότι το εργατικό δίκαιο λειτουργικά προστατεύει το αδύναμο μέρος της σύμβασης εργασίας, δηλαδή τον εργαζόμενο. Παρ’ όλα αυτά, κάθε είδους δικαίωμα είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά. Έτσι, κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να παραλείπει κάθε δραστηριότητα ανταγωνιστική προς το αντικείμενο δραστηριοποίησης της εργοδότριας επιχείρησης. Η υποχρέωση αυτή, περί παράλειψης πράξεων ανταγωνισμού, δεν ισχύει μετά τη λύση της σύμβασης, δεν έχει δηλαδή μετενέργεια. Συνεπώς, κατ’ αρχήν ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος, μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του, να αξιοποιήσει τις επαγγελματικές του γνώσεις και την εμπειρία που απέκτησε με όποιον τρόπο επιθυμεί. Για παράδειγμα, είναι θεμιτή ακόμη και η απόσπαση της πελατείας του προηγούμενου εργοδότη, εφόσον αυτή γίνεται βεβαίως με θεμιτές πρακτικές (για παράδειγμα, δεν συνιστά θεμιτή πρακτική η δυσφήμιση του πρώην εργοδότη – νυν ανταγωνιστή). Εξ’ άλλου, ο ελεύθερος ανταγωνισμός αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο του οικονομικού μας συστήματος, και ως εκ τούτου αποτελεί τον κανόνα.

Παρ’ όλα αυτά, δεν απαγορεύεται στα μέρη μίας σύμβασης εργασίας να προσδώσουν στην υποχρέωση πίστης, ως αυτή ειδικώς αναλύεται σε υποχρέωση μη ανταγωνισμού του εργοδότη, μετενέργεια, να προβλέψουν δηλαδή ότι για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ακολουθεί την καταγγελία ο εργαζόμενος δεν θα ανταγωνίζεται την επιχείρηση. Είναι, δηλαδή, κατ’ αρχήν ελεύθερα τα μέρη, εργαζόμενος και εργοδότης, να συμφωνήσουν σε ρήτρες μη ανταγωνισμού για το μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας διάστημα. Καθώς, όμως, αυτό ισοδυναμεί με συμβατική επενέργεια περιορισμού στο συνταγματικώς προβλεπόμενο δικαίωμα της ελευθερίας της εργασίας, δεν είναι όλες οι συμβατικές προβλέψεις ανεκτές. Ελέγχονται, δε, με τη νομική βάση του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή την αρχή της καλής πίστης, των χρηστών ηθών αλλά και τον ίδιο τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος του εργοδότη περί προστασίας της επιχείρησής του.

Έτσι, μόνο εκείνος ο περιορισμός είναι ανεκτός, ο οποίος δικαιολογείται πλήρως βάσει του επιδιωκόμενου αποτελέσματος κατ’ εφαρμογή του κριτηρίου της αναλογικότητας. Η απαγόρευση εργασίας σε ανταγωνιστή εργοδότη πρέπει να είναι πρόσφορη (να μπορεί δηλαδή πράγματι να έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή επιζήμιου ανταγωνισμού), να είναι αναγκαία (δηλαδή να μην είναι δυνατόν να αποφευχθεί ο εν προκειμένω επιζήμιος ανταγωνισμός, χωρίς την εν λόγω απαγόρευση) αλλά και ανάλογη (δηλαδή εν προκειμένω, να μην οδηγεί σε μη ανεκτό περιορισμό του δικαιώματος στην εργασία).

Η νομολογία των δικαστηρίων της χώρας και η θεωρία του εργατικού δικαίου έχουν καθορίσει συγκεκριμένα κριτήρια, δια των οποίων ελέγχεται το κύρος ρητρών μη ανταγωνισμού. Έτσι, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της εργασίας, η οποία εφόσον παρασχεθεί σε ανταγωνίστρια εργοδότρια επιχείρηση θα προκαλέσει βλάβη στα συμφέροντα του εργοδότη (έτσι, έχει κριθεί ότι γενική περιγραφή περιορισμών όπως λ.χ. πώληση καλλυντικών προϊόντων, μη δυνατόν να συνδεθούν με συγκεκριμένη εργασία, και η οποία εργασία να αφορά συγκεκριμένο αποτέλεσμα το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον για τον εργοδότη, δεν συνιστά ανεκτό περιορισμό καθώς κατατείνει επί της ουσίας σε ευρύτερη του αποδεκτού απαγόρευση εργασίας), η χρονική διάρκεια επί της οποίας θα εκτείνεται η απαγόρευση (το ποσοτικό αυτό κριτήριο νομολογιακά έχει συγκεκριμενοποιηθεί κατ’ ανώτατο και εξαιρετικό όριο στη διάρκεια των δύο ετών), αλλά και τα χωρικά όρια εντός των οποίων η απασχόληση του εργαζομένου από ανταγωνιστή δεν είναι ανεκτή από τον τρέχοντα εργοδότη (έτσι, γενική μνεία που παραπέμπει σε ολόκληρη την γεωγραφική έκταση της Ελλάδας, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, σε αντίθεση με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό των πόλεων ή ακόμη και δήμων). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ο περιορισμός ο οποίος επιβάλλεται στον εργαζόμενο πρέπει να είναι δικαιολογημένος, δηλαδή να υπάρχει συγκεκριμένη σχέση μεταξύ της προηγούμενης απασχόλησης και της προβλεπόμενης νέας δραστηριότητας, ώστε ο εργαζόμενος να είναι πράγματι σε θέση με την ανταγωνιστική του δραστηριότητα να βλάψει συμφέροντα του εργοδότη (π.χ. μέσω διάδοσης επαγγελματικών μυστικών, μεθόδων εργασίας, απόσπασης πελατείας κ.α.). Έτσι, για παράδειγμα, παρουσιάζεται κατ’ αρχήν απρόσφορη η εισαγωγή σχετικής ρήτρας σε εργαζόμενο ο οποίος κατά την εκτέλεση της εργασίας του δεν έρχεται σε επαφή με ευαίσθητες για την επιχείρηση πληροφορίες, όπως το πελατολόγιό της.

Τα ως άνω κριτήρια λειτουργούν συμπλεκτικά, παρουσιάζουν όμως διαφορετική βαρύτητα, ανάλογα με το είδος της απαγορευμένης δραστηριότητας. Έτσι, εάν το αντικείμενο εργασίας έχει εξαιρετικά λεπτομερώς περιγραφεί, αξιολογείται, δε, οικονομικά ως εξαιρετικά σημαντικό από τον εργοδότη και παράλληλα καταλείπονται επαρκείς εναλλακτικές απασχόλησης στον εργαζόμενο, η σύμβαση απαγόρευσης ανταγωνισμού κατατείνει σε πολύ συγκεκριμένο περιορισμό και έτσι θα δικαιολογείτο η ανάπτυξη των αποτελεσμάτων της στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Για παράδειγμα, εφόσον η εταιρεία Α εξαρτά μεγάλο μέρος των οικονομικών αποτελεσμάτων της από την προώθηση στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας ενός συγκεκριμένου προϊόντος, νομίμως περιορίζεται το δικαίωμα εργασίας του εργαζομένου που απασχολείτο ενεργά στο τμήμα προώθησης του εν λόγω προϊόντος, ως προς το διάστημα που ακολουθεί την λήξη της σύμβασης εργασίας του, αναφορικά με την προώθηση του συγκεκριμένου προϊόντος για λογαριασμό έτερου εργοδότη, ή του ιδίου αυτού εργαζομένου στο σύνολο της χώρας. Γίνεται δηλαδή μία σύγκριση των ευκαιριών απασχόλησης του εργαζομένου πριν και μετά τον περιορισμό, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν καταλείπονται επαρκείς τέτοιες ευκαιρίες παρά τον περιορισμό. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η καταβολή εύλογης αποζημίωσης στον εργαζόμενο, το ύψος της οποίας είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ένταση των επιβαλλόμενων περιορισμών, παρουσιάζεται, κατά την άποψή μας, κατά περίπτωση, επιβεβλημένη, αν και η νομολογία δεν το θεωρεί κατ’ αρχήν αναγκαίο.

Προς διευκόλυνση του αναγνώστη, παρατίθενται ενδεικτικά αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, οι οποίες αντιμετώπισαν το ζήτημα των συμβάσεων μη ανταγωνισμού:

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 18667/2006 απόφασή του αντιμετώπισε την εξής περίπτωση: Η εργοδότρια επιχείρηση δραστηριοποιείτο στον τομέα της κατασκευής, εμπορίας, συσκευασίας, αποθήκευσης, ή κάθε άλλης χρήσης χαρτονιών για να περιέχουν υγρά γενικώς, καθώς επίσης και συστήματα σφραγίσματος για αυτά τα χαρτόνια. Η απαγόρευση ανταγωνισμού συνίστατο αποκλειστικά στη μη διενέργεια ανταγωνιστικών πράξεων σε εταιρείες σχετικές με την επιχείρηση του εργοδότη και συγκεκριμένα στην απαγόρευση ίδρυσης και διοίκησης εταιρείας με συναφή με την εναγόμενη δραστηριότητα και στην απαγόρευση απόκτησης συμφερόντων ή συμμετοχής σε τέτοια εταιρεία ως υπάλληλος ή μη, επί πληρωμή ή μη. Η άσκηση των εν λόγω απαγορευμένων δραστηριοτήτων επιτρεπόταν κατόπιν αδείας της εργοδότριας. Η διάρκεια της μετασυμβατικής απαγόρευσης ορίστηκε στο ένα έτος. Η απαγόρευση εκτεινόταν στο σύνολο της χώρας, ενώ δεν είχε συμφωνηθεί ειδική αποζημίωση. Ενόψει αυτών, το δικαστήριο έκρινε ως εξής: «[…] δεν πρόκειται για γενική και αόριστη ρήτρα περί μη ανταγωνισμού αλλά για πολύ στενά ορισμένη και συγκεκριμένη […] όσον αφορά τους ειδικότερους όρους της: (α) η χρονική διάρκεια του ενός έτους αποτελεί τη μικρότερη δυνατή δέσμευση σε χρονικό επίπεδο, η οποία συνομολογείται κατά συναλλακτική πρακτική, είναι δε εύλογη και απόλυτα θεμιτή. Σύμφωνα με πάγια νομολογία έχει κριθεί ότι είναι έγκυρος ο όρος εργασιακής σύμβασης, κατά τον οποίο απαγορεύεται στον εργαζόμενο να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε πελάτες του εργοδότη επί διετία μετά τη λύση της σύμβασης (β) όσον αφορά το χωρικό περιορισμό, η εγκυρότητα της σχετικής απαγόρευσης κρίνεται κατά περίπτωση, με βάση το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη. Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, είναι θεμιτός και απαραίτητος ο ορισμός του συνόλου της ελληνικής επικράτειας ως της έκτασης ισχύος της απαγόρευσης, καθώς η εναγόμενη, οι ανταγωνίστριές της αλλά και οι πελάτες της, λόγω της φύσεως του σκοπού και των εργασιών τους, δραστηριοποιούνται στο σύνολο της επικράτειας. Ο (εργαζόμενος), μάλιστα, εκπροσώπησε και ενήργησε για λογαριασμό της (εργοδότριας) σε όλο το εύρος της χώρας, κατά συνέπεια θα ήταν άνευ αντικειμένου ο περαιτέρω τοπικός προσδιορισμός της απαγόρευσης […] γ) αναφορικά με την έκταση του περιορισμού της επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου […] δεν συνίσταται σε αποκλεισμό του εργαζομένου από την αγορά εργασίας που να οδηγεί σε πλήρη αδυναμία απασχόλησής του. Ο περιορισμός αυτός αφορά κατά ρητό όρο της σύμβασης μόνο στις εταιρείες που εμπορεύονται χαρτοκιβώτια για υγρά τρόφιμα […]Ο (εργαζόμενος) πέρα από το γεγονός ότι ήταν ελεύθερος να παράσχει τις εργασίες του ως διευθυντής πωλήσεων στο πλαίσιο των ικανοτήτων, της εμπειρίας και των απαιτήσεών του, σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο επαγγελματικής δραστηριότητας, μπορούσε επίσης να εργαστεί και σε αυτόν τον τομέα της συσκευασίας των ειδών τροφίμων, σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες και γενικά προϊόντα συσκευασίας από πλαστικό, αλουμίνιο, σακούλες κ.λπ. για τρόφιμα, στερεά, φρέσκα ή κατεψυγμένα […] Περαιτέρω δεν απαγορεύεται το σύνολο των δραστηριοτήτων του (εργαζομένου) […] ο ως άνω περιορισμός δικαιολογείται απολύτως από το εύρος των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και ευθυνών που είχε αποκτήσει ο (εργαζόμενος) λόγω της θέσης του στην (εργοδότρια) […]». Είναι λοιπόν φανερό ότι κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά. Αυτό που ενδιαφέρει το δίκαιο και τους εφαρμοστές του σε κάθε εξεταζόμενη περίπτωση είναι να επιτευχθεί μία εύθετη εξισορρόπηση: να βρεθεί δηλαδή εκείνος ο περιορισμός που δεν επηρεάζει τις επιλογές του εργαζομένου να εργαστεί είτε τις επηρεάζει σε τέτοιο (μικρό) βαθμό, ώστε να μην απειλείται το δικαίωμα στην εργασία του ίδιου του εργαζομένου.

Και πιο συνοπτικά:

– Η περίπτωση που αντιμετώπισε το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθμ. 8568/2020 απόφασή του: Σε σύμβαση εργασίας τεχνικού μικροβιολογικών μηχανημάτων, η παρεπόμενη αυτής συμφωνία μη ανταγωνισμού κρίθηκε άκυρη, καθώς απαγορεύθηκε η δραστηριοποίηση του εργαζομένου στο σύνολο της Ελλάδας, ενώ η εργοδότρια δραστηριοποιείτο μόνο στην Βόρεια Ελλάδα. Επιπλέον, λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο συνδυαστικά τόσο το γεγονός ότι δεν καταλείπεται ευκαιρία άλλης απασχόλησης στον εργαζόμενο, ενόψει της συγκεκριμένης ειδίκευσής του και του περιεχομένου της απαγόρευσης, αλλά και το ότι δεν προβλέπεται κανένα οικονομικό αντάλλαγμα, έναντι της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού που μετενεργεί της σύμβασης εργασίας. Δεν διαπιστώθηκε επίσης δικαιολογημένο ενδιαφέρον από την πλευρά της εργοδότριας, καθώς ο εργαζόμενος δεν απασχολείτο στις πωλήσεις ώστε να μπορεί να αποσπάσει μερίδιο της αγοράς της πρώην εργοδότριάς του.

– ΜΠρΑθηνών 1726/2020: Η εργοδότρια εταιρεία δραστηριοποιείται στο χώρο της υγείας και εμπορίας επεμβατικών ορθοπεδικών υλικών και υλικών τραυματιολογίας και προμηθεύει με τα ανωτέρω είδη δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Οι εργαζόμενοι, οι οποίοι είχαν αναλάβει σχετικώς την υποχρέωση μη ανταγωνισμού είχαν αναλάβει την καθημερινή επαφή της επιχείρησης με τους πελάτες της και τους προμηθευτές της και την προώθηση και την πώληση των προϊόντων της, ενώ ένας εξ αυτών κατείχε και την θέση του Διευθυντή Πωλήσεων της εταιρείας. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω εργαζόμενοι είχαν αναλάβει την υποχρέωση όπως επί δύο έτη μετά την λήξη των εργασιακών τους σχέσεων, να μην εργασθούν σε άλλη επιχείρηση που να ασκεί την ίδια ή άλλη παρεμφερή δραστηριότητα, να παραλείπουν κάθε πράξη ανταγωνισμού και να μην συμμετέχουν ως ελεύθεροι συνεργάτες ή συνέταιροι σε άλλη επιχείρηση που ασκεί την ίδια δραστηριότητα. Σε περίπτωση, δε, αθετήσεως της ανωτέρω υποχρέωσης από υπαιτιότητάς τους, έκαστος εκ των εργαζομένων αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει ποινική ρήτρα ποσού 15.000,00 ευρώ. Το Δικαστήριο έκρινε πως ο ως άνω συμβατικός περιορισμός ήταν απολύτως σύννομος και δικαιολογημένος καθώς και ότι οι εργαζόμενοι είχαν παραβεί την συμβατική τους υποχρέωση, διότι μετά την αποχώρησή τους από την εταιρεία απασχολήθηκαν ενεργά σε έτερη επιχείρηση με το ίδιο αντικείμενο. Επιδίκασε, δε, μέρος της συμβατικώς προβλεφθείσας, για την περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού, ποινικής ρήτρας.

Η πρόβλεψη ποινικής ρήτρας ως τρόπος άμυνας του εργοδότη.

Η τελευταία απόφαση αναδεικνύει άλλη μία επιλογή που έχει ο προνοητικός εργοδότης, στην προσπάθεια προστασίας της επιχείρησής τους: την πρόταση ποινικής ρήτρας, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος παραβεί τις αναληφθείσες συμβατικώς υποχρεώσεις του, περί μη ανταγωνισμού για το μετά την λήξη της σύμβασης εργασίας διάστημα. Από μόνη της, η αθέτηση της εν λόγω υποχρέωσης θα γεννούσε σαφώς αποζημιωτική ευθύνη στο πρόσωπο του εργαζομένου. Ωστόσο, η επιμέτρηση της ευθύνης αυτής και η απόδειξη της ζημίας του εργοδότη, συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια. Πώς είναι δυνατόν να επιμετρηθεί αλλά κυρίως να αποδειχθεί, με την απαιτούμενη αιτιότητα, το διαφυγόν κέρδος του εργοδότη από την ανταγωνιστική δραστηριότητα του εργαζομένου; Τον ρόλο αυτό μπορούν να επιτελέσουν οι ποινικές ρήτρες, δηλαδή χρηματικές ποινές οι οποίες καταπίπτουν ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία, εφόσον παραβιασθεί το περιεχόμενο της σύμβασης.

Βέβαια, ο χαρακτήρας τους δεν μένει ανεπηρέαστος από την ένταξή τους στο γενικότερο σύστημα του εργατικού δικαίου, το οποίο, όπως προελέχθη, λειτουργεί κατ’ αρχήν προστατευτικά του εργαζομένου. Έτσι, υπερβολικές ποινικές ρήτρες (σε σχέση πάντα και με τα οικονομικά μεγέθη) κινδυνεύουν όχι μόνο να μειωθούν, κατά τα ισχύοντα σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα στο οικείο των ποινικών ρητρών κεφάλαιο (άρθ. 404 επ.), αλλά ακόμη περισσότερο, να συμπαρασύρουν σε ακυρότητα ολόκληρη την σύμβαση απαγόρευσης ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, εάν σε βάρος του εργαζομένου απειλείται ποινική ρήτρα ύψους 100.000,00 ευρώ, για παράβαση της ειδικότερης συμβατικής υποχρέωσης περί μη ανταγωνισμού, χωρίς όμως το ποσό αυτό να δικαιολογείται, κατ’ αρχήν ούτε από την οικονομική επιφάνεια του εργαζομένου και την θέση εργασίας που κατείχε, ούτε από τον σκοπό της σύμβασης απαγόρευσης ανταγωνισμού (δηλ. την αξία της πληροφορίας εκείνης η οποία δεν πρέπει να πέσει στα «χέρια» του ανταγωνισμού), τότε ο υπέρμετρος αυτός χαρακτήρας είναι ενδείκτης επιβολής της ποινικής ρήτρας από το ισχυρό μέρος (δηλ. τον εργοδότη), και όχι ελεύθερης διαπραγμάτευσης της. Ο προστατευτισμός του εργατικού δικαίου είναι έκδηλος σε αυτό το σημείο.

Έτσι, η μνημονευθείσα απόφαση, αφού έλαβε υπόψη της και το συμβατικό γεγονός ότι δεν είχε προβλεφθεί ειδική αποζημίωση για την ανάληψη ευθύνης μη ανταγωνισμού, περιόρισε το ποσό της ποινικής ρήτρας από τα 15.000,00€ στα 8.000,00€ για κάθε εργαζόμενο. Ενδεχομένως, όμως, ο περιορισμός αυτός, να προσβάλλει κατά τρόπο άδικο την ελευθερία των συμβάσεων αλλά και το ίδιο το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος: ο ήπιος αυτός προστατευτισμός στερεί από τον υποψήφιο εργαζόμενο ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο κατά την υποβολή ενδιαφέροντος για την θέση εργασίας σε σχέση με τους λοιπούς συνυποψήφιους. Η ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου έναντι της υπόσχεσης ομαλής εκπλήρωσης της υποχρέωσης αποτελούν δελεαστικές προσφορές για οποιοδήποτε αντισυμβαλλόμενο, άρα και για τον ενδεχόμενο εργοδότη. Η ποινική ρήτρα δεν βοηθάει μόνο στην επιμέτρηση της ζημίας και στην αποθάρρυνση αυτού που θα κληθεί να την καταβάλει. Είναι και ένδειξη φερεγγυότητας. Εν προκειμένω, ο (υποψήφιος) εργαζόμενος που (συνειδητά και αυτοβούλως) προτείνει μεγαλύτερη ποινική ρήτρα, δηλώνει αντίστοιχα ότι ο ίδιος θα καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια περί μη ανταγωνισμού, αφού είναι διατεθειμένος να καταβάλει μεγαλύτερη ποινή εφόσον παραβεί την υποχρέωση αυτή. Εξάλλου αυτό ενδιαφέρει και τον εργοδότη: η διαφύλαξη των εμπορικών μυστικών της επιχείρησής του και όχι τα μικρά ποσά των συμφωνημένων ποινικών ρητρών (συγκριτικά με τα πιθανά μεγέθη κύκλου εργασιών).

Συμπερασματικά

Συμπερασματικά, με την κατάλληλη μελέτη, ο εργοδότης μπορεί να αποφύγει εκ των υστέρων ακυρότητες που απαγγέλει ο εφαρμοστής του δικαίου και οι οποίες άλλωστε ενδέχεται να απορρέουν από αόριστες και υπερβολικές συμβατικές δεσμεύσεις που ούτως ή άλλως δεν θα ήταν χρήσιμες στην προστασία των περιουσιακών του δικαιωμάτων. Η κατάλληλη περιγραφή του οικονομικού αντικειμένου της επιχείρησης που τίθεται σε κίνδυνο από ενδεχόμενη απασχόληση του εργαζομένου σε έτερη επιχείρηση/ανταγωνιστή, προστατεύει, όμως, και τον ίδιο τον εργαζόμενο από ενδεχόμενους μελλοντικούς δικαστικούς αγώνες. Μία προσεκτικά εκπονημένη σύμβαση η οποία έχει προβλέψει τους πιθανώς αναδυόμενους κινδύνους από την συνεργασία των μερών και έχει κατανείμει τους κινδύνους αυτούς σε έκαστο των μερών, το οποίο μπορεί αποτελεσματικότερα να φροντίσει για την αποτροπή τους, αποτελεί τον καλύτερο οιωνό μιας επιτυχημένης και αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας. Εξάλλου, αυτός είναι και ο σκοπός των συμβατικών σχέσεων, η ομαλή έκβασή τους.