H διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων βάσει του νέου Πτωχευτικού νόμου (ν. 4738/2020) –Δυνατότητες ρύθμισης και διαγραφής οφειλών.

Σαραντάρη Χαρά, Μ.Δ.Ε. mult.

H διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων βάσει του νέου Πτωχευτικού νόμου (ν. 4738/2020) –Δυνατότητες ρύθμισης και διαγραφής οφειλών.

Ένα από τα πιο επίκαιρα ζητήματα μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας, ότε και αυξήθηκαν ραγδαία οι περιπτώσεις επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποπληρωμή των οφειλών τους, αποτελεί η εξυγίανσή τους προκειμένου αυτές να συνεχίσουν απρόσκοπτα την παραγωγική τους λειτουργία, κατόπιν ρύθμισης των οφειλών τους ιδίως με πιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, funds, το δημόσιο αλλά και φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Τις πτυχές αυτής ακριβώς της διαδικασίας εξυγίανσης βάσει του νέου πτωχευτικού κώδικα (ν. 4738/2020 Ρύθμιση Οφειλών και Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας) αναλύει το παρόν άρθρο.

Ø Προϋποθέσεις υπαγωγής του οφειλέτη στον θεσμό της εξυγίανσης.

Η εξυγίανση, που εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4013/2011 και εξακολούθησε να λειτουργεί με τις διαδοχικές τροποποιήσεις που επέφεραν σε αυτήν οι ν. 4072/2012, 4336/2015 και 4446/2016, αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία που αποσκοπεί στην διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης του οφειλέτη, ο οποίος βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη ή απλώς πιθανή – σύμφωνα με τον ν. 4738/2020 που ισχύει σήμερα – αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων του κατά γενικό τρόπο, ώστε να επιτύχει την κατάρτιση συμφωνίας εξυγίανσης με τους πιστωτές του και κατά τούτο να αποφευχθεί η πτώχευσή του και να διασωθεί η επιχείρησή του. Απαιτείται δηλαδή για την υπαγωγή στην διαδικασία το πρόσωπο να ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, να έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του στην Ελλάδα και επιπλέον να βρίσκεται σε κατάσταση παρούσας ή επαπειλούμενης ή πιθανής γενικής αδυναμίας πληρωμών και επιπλέον να πιθανολογείται η εξασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης του μέσα από την συμφωνία εξυγίανσης.

Ø Προϋποθέσεις για την κατάρτιση της συμφωνίας εξυγίανσης – Συναίνεση της πλειοψηφίας των πιστωτών & μη χειροτέρευση της θέσης των μη συναινούντων πιστωτών τους οποίους η συμφωνία δεσμεύει.

Απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας – η οποία ακολούθως όπως θα αναφερθεί επικυρώνεται και από το δικαστήριο – είναι αφενός η συναίνεση της πλειοψηφίας των πιστωτών του οφειλέτη, αφετέρου η μη χειροτέρευση της θέσης των μη συναινούντων πιστωτών βάσει της συμφωνίας εξυγίανσης. Ειδικότερα, η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να καταρτιστεί αν την συνυπογράψουν ενέγγυοι πιστωτές (δηλ. πιστωτές που έχουν απαιτήσεις ασφαλισμένες με ενέχυρο, υποθήκη, προσημείωση υποθήκης ή άλλα ειδικά προνόμια) με απαιτήσεις που εκπροσωπούν άνω του 50% του συνόλου των όμοιων απαιτήσεων κατά του οφειλέτη και ανέγγυοι πιστωτές (δηλ. πιστωτές με απαιτήσεις που δεν είναι ασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο) που εκπροσωπούν επίσης άνω του 50% του συνόλου των όμοιων απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, εφόσον όμως όλοι αυτοί οι πιστωτές «θίγονται από την συμφωνία εξυγίανσης».

Εναλλακτικά, ο ν. 4738/2020 προβλέπει την δυνατότητα σύναψης και επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης εφόσον αυτή εγκρίνεται από πιστωτές που εκπροσωπούν το 60% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη και περισσότερο από το 50% των απαιτήσεων με ειδικό προνόμιο, εφόσον πληρούνται και οι ειδικότερες προϋποθέσεις του άρθρου 54 §2 ΠτΚ. Τα ως άνω ποσοστά επί των απαιτήσεων των πιστωτών υπολογίζονται με βάση την «κατάσταση πιστωτών» που συνυποβάλλεται στο δικαστήριο που καλείται να εγκρίνει την συμφωνία και συμπεριλαμβάνει το σύνολο των πιστωτών που έχουν ακόμη και μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, εφόσον όμως αυτές δεν είναι υπό αίρεση.

Ειδικά για το Δημόσιο ή τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή τις Δημόσιες Επιχειρήσεις και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, ο νόμος προβλέπει την πλασματική συναίνεσή τους, δηλαδή τεκμαίρεται ότι συμφωνούν εφόσον πληρούνται οι ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 37 ΠτΚ. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι οι τυχόν απαιτήσεις τους θα συνυπολογιστούν στα ποσοστά των συναινούντων πιστωτών για να επιτευχθούν οι ως άνω απαιτούμενες πλειοψηφίες πιο εύκολα.

Εξαιρετικά, η συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να καταρτιστεί υπό όρους μόνο από τους πιστωτές και χωρίς την συναίνεση του οφειλέτη εφόσον: α) ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών, ή β) πρόκειται για κεφαλαιουχική εταιρεία το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της οποίας κατά την τρέχουσα χρήση είναι κατώτερο του 1/10 του μετοχικού της κεφαλαίου, ή γ) ο οφειλέτης δεν έχει υποβάλλει στο Γ.Ε.ΜΗ οικονομικές καταστάσεις τουλάχιστον δύο διαδοχικών διαχειριστικών χρήσεων, ή δ) πρόκειται για Ε.Π.Ε με ίδια κεφάλαια κάτω του ½ του εταιρικού κεφαλαίου της.

Αναφορικά με τους συμβληθέντες πιστωτές – πλην του Δημοσίου – δύναται να προβλέπεται δυνάμει της συμφωνίας η χειροτέρευση της θέσεως τους, εφόσον κάτι τέτοιο το αποδέχονται με την συμφωνία. Μπορεί δηλαδή να συμφωνηθεί η διαγραφή των χρεών του οφειλέτη κατά τρόπο ώστε οι συναινούντες πιστωτές να λάβουν βάσει συμφωνίας λιγότερα από όσα θα ελάμβαναν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη. Αντιθέτως, για τους μη συναινούντες πιστωτές, οι οποίοι δεσμεύονται από την συμφωνία εξυγίανσης ακόμη και αν δεν συμπράττουν και δεν συμφωνούν με αυτήν, ο νόμος απαιτεί την τήρηση της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης τους, η οποία κατά τον νόμο πληρούται «αν κανείς από τους μη συναινούντες πιστωτές δεν βρεθεί βάσει της συμφωνίας εξυγίανσης σε χειρότερη θέση από την θέση στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη».

Το Δημόσιο, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, Δημόσιες Επιχειρήσεις και Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης συναινούν στην σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης υπογράφοντας την συμφωνία με τα ίδια ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και όρους με τα οποία θα συναινούσε υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης πιστωτής, ακόμη και όταν με την συμφωνία παραιτούνται από προνόμια και εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσεως, καθώς και από ένδικα μέσα και βοηθήματα. Το Δημόσιο δεν συναινεί σε περίπτωση που λόγω της εφαρμογής της συμφωνίας εξυγίανσης θα περιερχόταν σε χειρότερη θέση ως προς τις βεβαιωμένες απαιτήσεις του κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας, από την θέση στην οποία θα περιερχόταν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη.

Επομένως, η συμφωνία εξυγίανσης δεν θα πρέπει να οδηγεί σε μειωμένη ικανοποίηση των μη συναινούντων πιστωτών και του Δημοσίου – ως προς το μέγεθος αλλά και τον χρόνο της ικανοποίησής τους – από αυτήν την οποία θα επιτύγχαναν αν ελάμβανε χώρα αναγκαστική εκτέλεση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.

Η αρχή αυτή δεν αποτελεί κάτι νέο στον παρόντα πτωχευτικό νόμο καθώς προβλεπόταν και στον προηγούμενο πτωχευτικό νόμο, τον προγενέστερο νόμο για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών επιχειρήσεων (ν. 4469/2017 – ο οποίος αντικαταστάθηκε ομοίως από νέο νόμο και για τον οποίον νέο εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών βλέπε εδώ), το ήδη καταργηθέν άρθρο 65 του ν. 4472/2017 για την αστική και ποινική ευθύνη των εκπροσώπων του Δημοσίου και των Πιστωτικών ιδρυμάτων από πράξεις αναδιάρθρωσης οφειλών. Προκειμένου να ελεγχθεί αν η εν λόγω αρχή πληρούται, θα πρέπει να γίνει σύγκριση ανάμεσα στο ποσό που θα λάβει ο εκάστοτε πιστωτής με βάση την συμφωνία εξυγίανσης και αυτό που θα λάμβανε σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη. Εφόσον, δε, το ποσό που θα λάβει βάσει της συμφωνίας είναι μεγαλύτερο από το ποσό που θα λάμβανε σε περίπτωση πτώχευσης, τότε πληρούται η εν λόγω αρχή.

Ο καθορισμός του ποσού που θα λάβει ο πιστωτής σε περίπτωση βίαιης ρευστοποίησης των περιουσιακών του στοιχείων της επιχείρησης θα καθοριστεί αφού υπολογιστεί η αξία εκάστου των περιουσιακών στοιχείων με αναγωγή σε παρούσα αξία και αφού ληφθεί υπόψη ορισμένος προεξοφλητικός τόκος και αφαιρεθούν τα έξοδα της διαδικασίας πλειστηριασμού. Μετά τον υπολογισμό της παρούσας αξίας κάθε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη και την αφαίρεση των εξόδων του πλειστηριασμού θα υπολογιστεί τι ποσοστό θα ανακτήσει από κάθε περιουσιακό στοιχείο ο εκάστοτε πιστωτής ανάλογα με την θέση του, ήτοι το 65% για τους ενέγγυους πιστωτές, το 25% για τους πιστωτές με γενικό προνόμιο (λ.χ. Δημόσιο) και το 10% για τους υπόλοιπους πιστωτές συμμέτρως ο καθένας με βάση το ύψος της απαίτησής του. Αν μάλιστα δεν υπάρχουν γενικά προνόμια οι ενέγγυοι πιστωτές θα λάβουν το 90% και οι ανέγγυοι το 10% της αξίας του εκάστοτε περιουσιακού στοιχείου, κι αν δεν υπάρχουν ενέγγυοι πιστωτές οι πιστωτές με γενικά προνόμια θα λάβουν τα 2/3 και οι ανέγγυοι το 1/3, όπως ορίζουν οι κανόνες του ΚΠολΔ.

Να σημειωθεί ότι για να ενθαρρύνει ο νομοθέτης τόσο τους πιστωτές όσο και τρίτους να εμπιστευθούν την διαδικασία εξυγίανσης και να καταστεί εφικτή η διάσωση της επιχείρησης του οφειλέτη, προβλέπει ότι οι απαιτήσεις τρίτων που δημιουργούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής (λ.χ. τυχόν νέα χρηματοδότηση του οφειλέτη) κατατάσσονται στην πρώτη τάξη των γενικών προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ, ήτοι ικανοποιούνται προνομιακά μετά τους πιστωτές με εμπράγματες εξασφαλίσεις, αν αποτύχει η προσπάθεια διάσωσης της επιχείρησης και κηρυχθεί η πτώχευση του οφειλέτη.

Ø Περιεχόμενο συμφωνίας εξυγίανσης – Δυνατότητα διαγραφής οφειλών προς τα Πιστωτικά ιδρύματα και το Δημόσιο.

Το περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης διαμορφώνεται ελεύθερα από τα συμβαλλόμενα μέρη δυνάμενο κατά την ρητή πρόβλεψη του νόμου «να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη» κατά το άρθρο 39 § 1εδ.α ΠτΚ. Όλως ενδεικτικά, δύναται:

  • Να προβλεφθεί διαγραφή μέρους των οφειλών της επιχείρησης προς τους πιστωτές, τα Πιστωτικά Ιδρύματα, το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η ως άνω αρχή της μη χειροτέρευσης για τους μη συναινούντες πιστωτές και το Δημόσιο/ΕΦΚΑ. Ειδικότερα, μετά την κατάργηση του άρθρου 65 του ν. 4472/2017 για την αστική και ποινική ευθύνη των εκπροσώπων του Δημοσίου και των Πιστωτικών Ιδρυμάτων από πράξεις αναδιάρθρωσης οφειλών μια τέτοια συμφωνία διαγραφής είναι ευκολότερο να υλοποιηθεί. Περαιτέρω, ως προαναφέρθηκε, το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης τεκμαίρεται ότι συναινούν στην συμφωνία υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις του νόμου ακόμη και όταν δεν συμπράττουν σε αυτήν. Εφόσον, δε, τηρείται η αρχή της μη χειροτέρευσης ως άνω, οι πλειοψηφούντες πιστωτές που μετέχουν στην συμφωνία δύνανται να αποφασίσουν την διαγραφή σημαντικού μέρους των οφειλών της επιχείρησης προς το Δημόσιο (και τα ασφαλιστικά ταμεία), προκειμένου να μπορέσουν οι ίδιοι να ικανοποιήσουν μεγαλύτερο ποσοστό των απαιτήσεών τους. Μάλιστα είναι επιτρεπτή τόσο η διαγραφή της βασικής οφειλής προς το Δημόσιο όσο και τυχόν τόκων και προστίμων. Κατ΄εξαίρεση, για παρακρατηθέντες και αποδοτέους προς το Δημόσιο φόρους (π.χ. φόρος από μισθωτή εργασία, από αμοιβές επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τόκους ή μερίσματα), υφίσταται διχογνωμία για το εάν το τελευταίο μπορεί να συμβληθεί σχετικά σε συμφωνία εξυγίανσης, και τούτο διότι η καταβολή τους στον υπόχρεο προς απόδοσή τους στο Δημόσιο οφειλέτη, αφορά εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων τρίτων, λ.χ. μισθωτών (βλ. σχετικά ΕφΑθ 2061/2016 αλλά και για αντίθετη νομολογία βλ. ΠΠρΑθ 233/2019). Προς διευκόλυνση της όλης διαδικασίας, ο νομοθέτης προέβλεψε την απαλλαγή των εκπροσώπων του Δημοσίου που καλούνται να συμμετάσχουν στην συμφωνία εξυγίανσης από αστική, ποινική ή πειθαρχική ευθύνη για την υπογραφή συμφωνίας εξυγίανσης ή την θετική ψήφο σε αυτήν (άρθρο 38 ΠτΚ). Εξάλλου, και πριν την εισαγωγή του ν. 4738/2020 η νομολογία μας είχε δεχθεί την διαγραφή μεγάλου μέρους της οφειλής προς το Δημόσιο στο πλαίσιο της εξυγίανσης της οφειλέτιδος επιχείρησης. Όλως ενδεικτικά, στην υπ΄αριθμ. 233/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διεγράφη οφειλή 67% των απαιτήσεων του Δημοσίου και το υπόλοιπο διακανονίστηκε σε 120 δόσεις με το εξής αιτιολογικό: «Αξίζει δε να σημειω­θεί πως ήδη με το άρθ. 15 του Ν. 4469/2017, που κινείται στον ίδιο άξονα και εμφορείται από την ίδια με τον Πτωχευτικό Κώδικα διάθεση διάσωσης των παραγωγικών επιχειρήσεων, προβλέπεται ρητά η δυνατότητα διαγραφής τόκων/προσαυξήσεων, αλλά ακόμη και κεφαλαίου για χρέη απέναντι στο Δημόσιο και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Με τον τρόπο δε αυτό, από τις ως άνω νομοθετικές επιλογές, καθίσταται σαφές, ότι, ενόψει της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, τάσσεται ως πρόκριμα η βιωσιμότητα της επιχείρησης και μπροστά στην πιθανότητα επιβίωσης αυτής, υποχωρούν απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Εξάλλου, η επίτευξη του στόχου της εξυγίανσης (δηλαδή η επιστροφή της επιχείρησης στην παραγωγική διαδικασία) θα έχει σαν αποτέλεσμα και τα μελλοντικά έσοδα τόσο του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και των ασφαλιστικών ταμείων {…}».

  • Να προβλεφθεί περαιτέρω χρηματοδότηση του οφειλέτη προς ενίσχυση της παραγωγικής λειτουργίας της επιχείρησής του.

  • Να τροποποιηθούν οι όροι υπό τους οποίους έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις από τον οφειλέτη (λ.χ . μεταβολή επιτοκίου, περιόδου αποπληρωμής), συμπεριλαμβανομένων και των τρεχουσών ρυθμίσεων με το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.

  • Να εκποιηθούν εκουσίως περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη για αποπληρωμή της οφειλής, να ανατεθεί η διαχείριση της επιχείρησης σε τρίτο πρόσωπο με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση (όπως εκμίσθωση αυτής ή σύμβαση διαχείρισης), να μεταβιβαστεί το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο σύμφωνα με το άρθρο 64 ΠτΚ.

  • Καταβολή συμπληρωματικών ποσών προς εξόφληση των απαιτήσεων σε περίπτωση βελτίωσης της οικονομικής θέσης του οφειλέτη.

Ø Δυνατότητα λήψης με δικαστική απόφαση προληπτικών μέτρων κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων.

Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και της προσπάθειας επίτευξης συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του, δύναται όποιος έχει έννομο συμφέρον, οφειλέτης ή πιστωτής, να αιτηθεί στο Δικαστήριο -σύμφωνα με το άρθρο 53 ΠτΚ – να διαταχθούν προληπτικά μέτρα με σκοπό την διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής της διαδικασίας. Τέτοια μέτρα μπορεί να αφορούν ενδεικτικά: α) την απαγόρευση της καταγγελίας των υφιστάμενων (λ.χ. δανειακών) συμβάσεων με τους πιστωτές, β) την αναστολή λήψης μέτρων ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, γ) οποιοδήποτε μέτρο κρίνεται αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Τα μέτρα αυτά διατάσσονται άπαξ και επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως του θα πρέπει να προσκομίζεται στο Δικαστήριο για την χορήγησή τους έγγραφη δήλωση των πιστωτών που εκπροσωπούν τουλάχιστον 20% του συνόλου των απαιτήσεων του οφειλέτη ότι συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση της επίτευξης της συμφωνίας εξυγίανσης. Κατ΄ εξαίρεση, είναι δυνατόν να διατάσσεται από το δικαστήριο η αναστολή των ατομικών και συλλογικών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και υπέρ των εγγυητών ή των λοιπών συνοφειλετών, μόνο όμως εφόσον «συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος». Τα διατασσόμενα προληπτικά μέτρα ισχύουν μέχρι και την κατάθεση της αίτησης για την επικύρωση από το δικαστήριο της συμφωνίας εξυγίανσης ή μέχρι και 4 μήνες από την λήψη τους, ότε και παύουν αυτοδικαίως. Τι γίνεται όμως αν η διαπραγμάτευση καθυστερεί; Τότε είναι δυνατόν, αν συντρέχει αιτιολογημένη περίσταση κατά τις προβλέψεις του νόμου, να διαταχθεί η παράταση των προληπτικών μέτρων μέχρι και 6 μήνες με αφετηρία τον χρόνο υποβολής της αρχικής αιτήσεως.

Ø Ευθύνη των εγγυητών και των λοιπών αλληλεγγύως ευθυνόμενων προσώπων.

Σύμφωνα με το άρθρο 60 § 3 του νέου ΠτΚ «Τα δικαιώματα των πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα υφιστάμενα δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση κατά του οφειλέτη, μόνο αν συμφωνεί ρητά ο πιστωτής αυτής …». Προκειμένου να επέλθει ο ισόποσος, με την τυχόν συμφωνηθείσα μείωση των κατά του οφειλέτη απαιτήσεων, περιορισμός των απαιτήσεων των πιστωτών σε βάρος και των εγγυητών και συνοφειλετών, θα πρέπει η συμφωνία εξυγίανσης να προβλέπει ρητά τον περιορισμό της ευθύνης των προσώπων αυτών, άλλως δύναται ο εκάστοτε πιστωτής να επιδιώξει να ικανοποιηθεί από την περιουσία τους. Αναφορικά με τις απαιτήσεις των μη συναινούντων πιστωτών που ρυθμίζονται με την συμφωνία εξυγίανσης, η ευθύνη του εγγυητή και των συνοφειλετών φαίνεται να εξακολουθεί να ισχύει παρά την επίτευξη αυτής. Για το Δημόσιο, δε, προβλέπεται ειδικά ότι η τεκμαιρόμενη συναίνεσή του στην συμφωνία εξυγίανσης – ως προαναφέρθηκε – δεν περιλαμβάνει και την συναίνεσή του στον περιορισμό της ευθύνης των εγγυητών και αλληλεγγύως ευθυνόμενων προσώπων (λ.χ. μέλη Δ.Σ., διαχειριστές εταιρείας κτλ). Συνεπώς, ακόμα κι αν διαγράφονται οι φορολογικές οφειλές στο όνομα της επιχείρησης, οι διοικητές της επιχείρησης, οι οποίοι ευθύνονται βάσει του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αλληλεγγύως, εξακολουθούν να ενέχονται για τις καταλογισθείσες οφειλές – εκτός αντίθετης συμφωνίας – και το Δημόσιο δύναται να προχωρήσει σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της προσωπικής τους περιουσίας για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του.

Ø Τα βήματα για την επίτευξη της συμφωνίας.

1οΒήμα: Κατάρτιση Έκθεσης από Εμπειρογνώμονα και Σχεδίου Συμφωνίας Αναδιάρθρωσης Οφειλών.

Η συγκεκριμένη έκθεση θα πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, το προφίλ του οφειλέτη, την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, τις οφειλές του οφειλέτη ανά κατηγορία πιστωτή, την επισκόπηση επιχειρηματικού σχεδίου, την οικονομική ανάλυση βιωσιμότητας, την διενέργεια ελέγχων – εξακριβώσεων, τις εναλλακτικές λύσεις ρύθμισης των οφειλών της επιχείρησης και τις βασικές αρχές προτεινόμενης συμφωνίας εξυγίανσης.

2ο Βήμα: Αξιολόγηση της Έκθεσης Εμπειρογνώμονα και ψήφιση του Σχεδίου Συμφωνίας Εξυγίανσης από τους πιστωτές.

3ο Βήμα: Υποβολή αίτησης εξυγίανσης στο Δικαστήριο και δημοσίευση περίληψης αίτησης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.

4ο Βήμα: Επικύρωση Συμφωνίας Εξυγίανσης από το Δικαστήριο και δημοσίευση της δικαστικής απόφασης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας από τον οφειλέτη.

Ø Ωφέλειες για την επιχείρηση από την δικαστική επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης.

  • Δεσμεύονται από την συμφωνία τόσο οι συναινούντες, όσο και οι μη συναινούντες πιστωτές του οφειλέτη, οι απαιτήσεις των οποίων έχουν ρυθμιστεί με την συμφωνία.
  • Δύναται να επιτευχθεί σημαντική διαγραφή των οφειλών προς τους πιστωτές και το Δημόσιο (και φορείς κοινωνικής ασφάλισης).
  • Αυτοδίκαιη άρση των απαγορεύσεων ή κωλυμάτων έκδοσης επιταγών που τυχόν είχαν επιβληθεί στην οφειλέτιδά επιχείρηση πριν την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
  • Αναστολή των ποινικών διώξεων για τα πλημμελήματα: α) της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 ν. 5960/1933), β) της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 ν.1882/1990), γ) της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία (άρθρο 1 του α.ν. 86/1967), εφόσον τα ως άνω αδικήματα διαπράχθηκαν πριν την υποβολή της αίτησης για την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης. Αν, δε, εκπληρωθούν εμπρόθεσμα όλες οι υποχρεώσεις του οφειλέτη με βάση την συμφωνία εξυγίανσης, το αξιόποινο εξαλείφεται.
  • Περιέλευση των ρυθμιζόμενων με την συμφωνία οφειλών προς το Δημόσιο σε κατάσταση ενημερότητας.
  • Άρση των κατασχέσεων που έχουν επιβληθεί σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένων και των κατασχέσεων εις χείρας τρίτου, εφόσον τούτο προβλέπεται στην συμφωνία.

Ø Συμπερασματικά:

Η δυνατότητα της υπαγωγής στο πλαίσιο του δικαίου της εξυγίανσης δύναται να αποτελέσει ουσιαστική λύση για τις επιχειρήσεις που έχουν σημαντικές οφειλές προς το Δημόσιο και συναινούν σε αυτήν η πλειοψηφία των πιστωτών τους. Τούτο καθώς είναι δυνατή, υπό την τήρηση της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των μη συναινούντων πιστωτών, η διαγραφή σημαντικών χρεών προς τα Πιστωτικά Ιδρύματα, το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης). Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων δύναται να ληφθούν προληπτικά μέτρα για την προστασία της περιουσίας του οφειλέτη, ενώ από την κατάθεση της συμφωνίας εξυγίανσης στο δικαστήριο προς επικύρωσή της, μεταξύ άλλων, επέρχεται αυτοδίκαιη αναστολή ατομικών και συλλογικών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτήσεων που έχουν «γεννηθεί» μέχρι την έκδοση της απόφασης επικύρωσης της συμφωνίας από το δικαστήριο και αναστολή δυνατότητας λήψης ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της συντηρητικής κατάσχεσης και της προσημείωσης υποθήκης (εκτός εάν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, λ.χ. εξοπλισμού, που ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη). Ωστόσο, οι αλληλεγγύως ευθυνόμενοι εγγυητές και νόμιμοι εκπρόσωποι των υπό εξυγίανση επιχειρήσεων (μέλη Δ.Σ., διαχειριστές, κ.τ.λ) εξακολουθούν να ευθύνονται και συνεχίζουν να οφείλουν τόσο προς τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και προς το Δημόσιο, εκτός αν προβλεφθεί διαφορετική ρύθμιση στην συμφωνία εξυγίανσης. Στις περιπτώσεις αυτές, προς προστασία και των προσώπων αυτών θα πρέπει, είτε να συμφωνηθεί ρητά η απαλλαγή τους για το επιπλέον της ρύθμισης ποσό, είτε να πρόκειται για πρόσωπα που δεν έχουν (αξιόλογη) περιουσία στο όνομά τους.

Στην ως άνω εξώδικη διαδικασία διαπραγμάτευσης, καθοριστικός αναδεικνύεται ο ρόλος του συνηγόρου που θα αναλάβει τόσο το βάρος των σχετικών διαπραγματεύσεων και την χάραξη της στρατηγικής του οφειλέτη, όσο και την διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της αρχής της μη χειροτέρευσης των πιστωτών, η οποία και θα προσδιορίσει την ρύθμιση που θα επιτευχθεί. Τέλος, εκ των ων ουκ άνευ – ως καθίσταται αντιληπτό – είναι ο ρόλος του συνηγόρου στην διεξαγωγή των διαδικασιών δικαστικής επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.