Η Γραμμή Επίθεσης του Αποκλειστικού Διανομέα στην Αγωγή Αποζημίωσης Πελατείας κατά του Προμηθευτή σύμφωνα με την κρατούσα Νομολογία

Πανταζής Π. Γεώργιος, Δικηγόρος

Περίληψη: Στο παρόν ενημερωτικό σημείωμα, θα αναφερθούμε στο ζήτημα της εφαρμογής του π.δ. 219/91 και σε συμβάσεις διανομής, όταν αυτές, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει θέσει ο Άρειος Πάγος στην πάγια πλέον νομολογία του, έχουν αποκλειστικό χαρακτήρα.

Ι. Θέμα

Στο παρόν ενημερωτικό σημείωμα, θα αναφερθούμε στο ζήτημα της εφαρμογής του π.δ. 219/91 και σε συμβάσεις διανομής, όταν αυτές, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει θέσει ο Άρειος Πάγος στην πάγια πλέον νομολογία του, έχουν αποκλειστικό χαρακτήρα.

Με άλλα λόγια, θα εξετάσουμε τη γραμμή επίθεσης του διανομέα και πώς μπορεί ο τελευταίος να αποδείξει τη σύναψη σύμβασης αποκλειστικής διανομής με τον προμηθευτή του, με απώτατο στόχο την αποδοχή της σχετικής αξίωσης του για αποζημίωση πελατείας σε περίπτωση λύσης της.

ΙΙ. Η εφαρμογή των διατάξεων περί εμπορικής αντιπροσωπείας στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής

Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής είναι ιδιόρρυθμη διαρκής σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, με βάση την οποία ο ένας συμβαλλόμενος, που είναι ο παραγωγός ή ο χονδρέμπορος (στο εξής προμηθευτής), υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά στον άλλο συμβαλλόμενο, που είναι ο διανομέας, τα εμπορεύματα που έχουν συμφωνηθεί σε σχέση με ορισμένη γεωγραφική περιοχή και τα οποία, στη συνέχεια, ο διανομέας μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Ο διανομέας δηλαδή ενεργεί ως ανεξάρτητος επαγγελματίας διαμεσολαβητικές πράξεις στο εμπόριο. Περαιτέρω, με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ο διανομέας αναλαμβάνει, συνήθως, την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλουμένων προϊόντων, να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του προμηθευτή, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ενώ, εξάλλου, έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές με τις οποίες μεταπωλεί τα προϊόντα προς τρίτους, αν και δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικά καθορισθεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών.

Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής αντιδιαστέλλεται με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, υποκείμενη σε ειδική νομική ρύθμιση από τις διατάξεις του π.δ./τος 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων» (όπου θεσπίζεται δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας σύμφωνα με το αρ. 9 του εν λόγω νομοθετήματος), καθότι στo πλαίσιo λειτουργίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί ως βοηθητικό όργανο διαμεσολάβησης στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Αντιθέτως, και σύμφωνα με τα παραπάνω, στo πλαίσιo λειτουργίας της σύμβασης αποκλειστικής διανομής, ο ένας εκ των συμβαλλομένων (ο διανομέας) ενεργεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό, με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο.

ΙΙΙ. Τα κριτήρια της νομολογίας για την αποκλειστικότητα της σύμβασης διανομής και οι σχετική ισχυρισμοί για τη θεμελίωση της αγωγής του διανομέα για αποζημίωση πελατείας

Για την εφαρμογή των διατάξεων του π.δ./τος 219/1991 στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής απαιτείται να συντρέχει αποκλειστικότητα. Η έννοια της αποκλειστικότητας, σύμφωνα με τη νομολογία, στη σύμβαση διανομής συνίσταται στο ότι ο προμηθευτής αυτοδεσμεύεται να μη διαθέτει ο ίδιος απευθείας ή να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή διανομής και επίσης ότι ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται να μην διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα, δηλαδή ίδια προϊόντα άλλου παραγωγού. Εν προκειμένω, η νομολογία υπάγει στην πραγματικότητα στην έννοια της αποκλειστικότητας (από την πλευρά του διανομέα) και τη ρήτρα μη ανταγωνισμού.

Όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμόν 42/2015 απόφασή του, η αναλογική υπό προϋποθέσεις εφαρμογή των διατάξεων του π.δ/τος 219/1991 περί εμπορικών αντιπροσώπων στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, «δεν εξικνείται μέχρι του σημείου εφαρμογής του και επί των συμβάσεων απλής και όχι αποκλειστικής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα ανταγωνιστικά προς τα δικά του προϊόντα. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της ως άνω ομοιότητας δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα ανάληψης υποχρέωσης μη ανταγωνισμού και προώθησης διαρκώς και αποκλειστικά των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (ΑΠ 1933/2009)».

Με τη σειρά της, η υπ’ αριθμόν 16/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου αποδελτίωσε τα κριτήρια που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να χαρακτηριστεί μία σύμβαση διανομής ως αποκλειστική. Ειδικότερα, καταλήγουμε ότι σύμβαση αποκλειστικής διανομής υφίσταται, όταν οι διανομείς αναλαμβάνουν με αυτήν υποχρεώσεις ανάλογες του εμπορικού αντιπροσώπου και ειδικότερα αναλαμβάνουν έναντι του προμηθευτή:

α) να παραλείπουν ανταγωνιστικές σε βάρος του εντολέα τους πράξεις κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τη λήξη της σύμβασής τους,

β) να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο,

γ) να προωθούν διαρκώς και αποκλειστικά τα προϊόντα του εντολέα στη συμβατική περιοχή ευθύνης τους, υποκείμενοι μάλιστα στον έλεγχό του ως προς την εξέλιξη των πωλήσεων ή αναλόγως των αγορών,

δ) να διαφημίζουν τα πωλούμενα προϊόντα ακόμη και με δικές τους δαπάνες,

ε) να γνωστοποιούν στον εντολέα τους το πελατολόγιό τους.

Η συνομολόγηση ακριβώς των υποχρεώσεων αυτών, χωρίς να είναι αναγκαίο να συντρέχουν σωρευτικά, καθιστά τους παραπάνω επαγγελματίες αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος του δικτύου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εντολέα τους, αφού η εμπορική δραστηριότητά τους, μολονότι αναπτύσσεται με δικό τους κίνδυνο, συνεπάγεται εντούτοις, οφέλη αμέσως και για τον εντολέα τους, δηλαδή αυτός δεν αντλεί οικονομικά οφέλη μόνο από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής τους υποχρέωσης, αλλά και από τις ως άνω ιδιαίτερες υποχρεώσεις τους, με σπουδαιότερο γι’ αυτόν (εντολέα) όφελος, ότι λαμβάνει γνώση του πελατολογίου τους, οπότε και μπορεί, μετά τη λύση της σύμβασής τους, να το χρησιμοποιήσει, μέσω άλλων επαγγελματιών, και να συνεχίσει έτσι να αποκομίζει οικονομικά οφέλη.

Ωστόσο, πέραν των ανωτέρω κριτηρίων που η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει θέσει ως πυξίδα για την κατάφαση του αποκλειστικού χαρακτήρα της σύμβασης διανομής, συνηθίζονται σε συμβάσεις διανομής και άλλοι όροι, οι οποίοι από μόνοι τους και ιδίως σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα κριτήρια άγουν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για σύμβαση αποκλειστικής διανομής, ανεξαρτήτως από τον χαρακτηρισμό της από τα συμβαλλόμενα μέρη, που ούτως ή άλλως δεν επηρεάζει το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου θα αχθεί η διαφορά. Ένας από τους εν λόγω όρους, για παράδειγμα, είναι ο έλεγχος του προμηθευτή επί της επιχείρησης του διανομέα σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων μετοχών της επιχείρησης του τελευταίου ή/και ο έλεγχος του προμηθευτή επί των προσώπων της διοίκησης του διανομέα.

Για τους παραπάνω λόγους, οι όροι που τίθενται στις συμβάσεις διανομής, ήδη από την αρχή δηλαδή της συνεργασίας των μερών, θα πρέπει να συντάσσονται με προσοχή, καθότι κρίσιμοι για την θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας, αλλά και για την διευκόλυνση της απόδειξης των προαναφερομένων κριτηρίων από την πλευρά του αποκλειστικού διανομέα.

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, προκειμένου να τύχει εφαρμογής το π.δ. περί εμπορικών αντιπροσώπων, ώστε η όποια αξίωση περί αποζημίωσης πελατείας από τον αποκλειστικό διανομέα να είναι βάσιμη, ο διανομέας θα πρέπει να ισχυριστεί και αποδείξει ότι:

υπήρχε συμβατική δέσμευσή του να παρέχει στον προμηθευτή τακτική και πλήρη ενημέρωση για την κατάσταση πελατών, με τους οποίους συναλλασσόταν και άρα υπήρχε πλήρης γνώση του πελατολογίου διανομής και περαιτέρω αξιοποίησή του από τον προμηθευτή μετά τη λύση της σύμβασης,

υπήρχε συμβατική υποχρέωση του περί μεταβίβασης πελατολογίου και προβλεπόταν υποχρέωση γνωστοποίησης στον προμηθευτή πληροφοριών σχετικών με όρους, συμφωνίες ή συμβόλαια που είχε καταρτίσει με τρίτους ο διανομέας, σε σχέση με τα πωλούμενα από αυτόν συμβατικά προϊόντα,

κατέστη αναπόσπαστο και καθοριστικό μέρος της επιχειρηματικής οργάνωσης του προμηθευτή, πράγμα που συμβαίνει όταν (i) ο διανομέας δεν εμπορεύεται ανταγωνιστικά προϊόντα κατά τη διάρκεια ή/και μετά τη λύση ή λήξη της σύμβασης διανομής, (ii) είναι συμβατικά υποχρεωμένος να ακολουθεί τις οδηγίες του προμηθευτή ς ως προς τις τεχνικές προώθησης των πωλήσεων και της εμφάνισης των πωλούμενων προϊόντων, (iii) ο προμηθευτής δεν αντλεί οικονομικά οφέλη, μόνο από την εκπλήρωση της κύριας συμβατικής υποχρέωσης του διανομέα αλλά και από την μετέπειτα αξιοποίηση του πελατολογίου του τελευταίου,

δεσμευόταν κατά τη διάρκεια της σύμβασης ή και μετά τη λύση της από το επαγγελματικό απόρρητο.