Η ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων μετά τη λύση του γάμου και της ελεύθερης συμβίωσης-Προϋποθέσεις έγερσης των σχετικών αγωγών

Θάνος Μακρής, Δικηγόρος

Εισαγωγή

Μετά την λύση του γάμου ή της ελεύθερης συμβίωσης, είναι εξόχως πιθανό να προκύψουν ζητήματα που αφορούν στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Διότι, είναι αρκετά συχνό, κατά τη διάρκεια της έγγαμης/ελεύθερης συμβίωσης να αποκτάται περιουσία (πχ αυτοκίνητο, έπιπλα κλπ), είτε κοινή, είτε στην οποία η κυριότητα ανήκει σε ένα εκ των συζύγων, πλην όμως στην επαύξηση της οποίας συνέβαλε και ο άλλος. Εντούτοις, υπό το πρίσμα των διατάξεων του Αστικού Κώδικα, ρυθμίζονται οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων/συμβιούντων και η συμβολή του ενός συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Ανάλογη προστασία προβλέπεται και στα πλαίσια της ελεύθερης συμβίωσης, υπό το πρίσμα διαφορετικών διατάξεων του Α.Κ.. Στην έννομη τάξη μας λοιπόν, παρέχεται διαφορετική έννομη προστασία στις ως άνω περιπτώσεις και με διαφορετικές προϋποθέσεις, πλην όμως εγείρεται ζήτημα αναλογικής εφαρμογής.

Ο κανόνας της οικονομικής αυτοτέλειας και οι επιμέρους υποπεριπτώσεις/εξαιρέσεις

Πρέπει εξ’ αρχής να αναφερθεί ότι στο δίκαιο μας θεσπίζεται η οικονομική αυτοτέλεια των συζύγων, σύμφωνα με το άρθρο 1397 Α.Κ. Συνεπώς, η περιουσία που έχει κάθε σύζυγος πριν από την έγγαμη συμβίωση παραμένει στην κυριότητά του κατά τη διάρκεια του γάμου, όσο και μετά. To ίδιο ισχύει και για ό,τι απέκτησε κατά την διάρκεια του γάμου από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία και από οποιαδήποτε διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες, αλλά και με δικά του μέσα. Κατ’ επέκταση δεν παρέχεται η δυνατότητα έγερσης αξιώσεων επ’ αυτών των περιουσιακών στοιχείων.

Διαφορετική ωστόσο είναι η περίπτωση, κατά την οποία αποκτήθηκε κοινή περιουσία μετά την έγγαμη συμβίωση. Το δίκαιο μας, σύμφωνα με το 1400 ΑΚ αναγνωρίζει την δυνατότητα του συζύγου που έχει συμβάλει στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου καθ’ οποιοδήποτε τρόπο, να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης που προέρχεται από δική του συμβολή.

Ζήτημα επίσης γεννάται σχετικά με το εάν στις δωρεές, για τις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα έγερσης αξίωσης, ανήκουν και αυτές μεταξύ των συζύγων. Κατά μια άποψη, στην έννοια της δωρεάς περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δωρεές προς το σύζυγο από τρίτους, αλλά και αυτές που γίνονται από τον άλλο σύζυγο, έτσι ώστε να μην υπολογίζονται και αυτές στην επαύξηση της περιουσίας του συζύγου. Κατ’ άλλη άποψη, οι δωρεές μεταξύ των συζύγων συνυπολογίζονται στην τελική περιουσία, αφού αποτελούν κατ’ εξοχήν περίπτωσης συμβολής του δωρητή συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του δωρεοδόχου, έστω και αν δεν συντρέχει λόγος ανάκλησης τους για αχαριστία, ακόμη δε και αν πρόκειται για δωρεές οι οποίες έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας (512 ΑΚ), διότι η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ είναι σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 512 του ίδιου Κώδικα ειδικότερη και άρα υπερισχύει εκείνης. Η συμβολή του ενός συζύγου (δικαιούχου) στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου (υπόχρεου) μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, και μη.

Η ρύθμιση της 1400 ΑΚ: έκταση προστασίας, πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις

Κατά το εδ. β’ της παρ. 1 του άρ. 1400 ΑΚ δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του/της άλλου/ης συζύγου ανέρχεται στο 1/3. Τούτο σημαίνει ότι μπορώ να διεκδικήσω το ποσοστό αυτό, εκτός αν αποδειχθεί ότι η συμβολή μου είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου-υπόχρεου συζύγου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση (ΑΠ 460/2009, ΑΠ 486/2009) και ως εκ τούτου φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης.

Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που προκύπτει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για την συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενα σε τιμές του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση υπέρ του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Συνεπώς, για τον προσδιορισμό του στοιχείου της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης, ώστε από το χρονικό σημείο του γάμου να προκύπτει αύξηση. Περαιτέρω, η αύξηση αυτή υπολογίζεται μόνο κατά το μέρος που αυτή υπερβαίνει το επιβαλλόμενο μέτρο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες, με βάση τις δυνάμεις του υποχρέου (άρθρο 1389, 1390 ΑΚ). Έτσι, οι χρηματικές παροχές και οι υπηρεσίες του, μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς του, συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα αποδόσεως και όχι στο σύνολο τους.

Η διάταξη του 1400 ΑΚ ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη, υπερισχύει κάθε αντίθετης συμφωνίας που προβλέπει ολική ή μερική μελλοντική παραίτηση. Αντιθέτως, είναι καθ’ όλα επιτρεπτή τέτοια συμφωνία, εφόσον συντελείται μετά τη γέννηση της απαίτησης.

Ως προς την έγερση της αξίωσης επί των αποκτημάτων, ελέγχεται καταρχάς η πλήρωση ορισμένων τυπικών προϋποθέσεων. Ειδικότερα, δεν υπάρχει δυνατότητα προβολής της αξίωσης μέχρις ότου η απόφαση περί λύσης ή ακύρωσης του γάμου καταστεί αμετάκλητη ή επέλθει 3ετής διάσταση. Περαιτέρω, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, ο χρόνος έναρξης των οποίων αρχίζει από την επομένη ημέρα, αφότου κατέστη αμετάκλητη η απόφαση που λύνει ή ακυρώνει το γάμο. Όσον αφορά την περίπτωση της παραγραφής στην 3ετή διάσταση, κατά την κρατούσα άποψη, θα αρχίσει 2ετής παραγραφή της αξίωσης από τη γέννησή της και εφόσον είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (ΑΚ 251), δηλαδή από τη συμπλήρωση της 3ετίας, με την επιφύλαξη όμως της ΑΚ 256 αρ. 1, οπότε και πάλι δεν υπολογίζεται ως χρόνος παραγραφής ο χρόνος έως τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, που τυχόν θα ακολουθήσουν. Υποστηρίζεται ωστόσο και η θέση ότι η παραγραφή της αξίωσης αρχίζει από τη συμπλήρωση της 3ετίας, δηλαδή από τη γέννηση της απαίτησης.

Πρόληψη: Μέτρα Προσωρινής Προστασίας

Για την πληρέστερη προστασία επί των αποκτημάτων αναγκαία έχει κριθεί από το νομοθέτη και η δυνατότητα λήψης μέτρων μέχρι την έγερση της αγωγής. Διότι, είναι πολύ πιθανόν, μετά την λύση του γάμου και μέχρι την πλήρωση του ως άνω διαστήματος να μην σώζεται πλέον η ωφέλεια. Όσο αφορά τα ακίνητα, αναγνωρίζεται από το άρθρο 1262 αρ. 4 Α.Κ., η δυνατότητα εγγραφής υποθήκης, την οποία έχει ο κάθε σύζυγος για την απαίτησή του από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά το άρθρο 1400 Α.Κ. (αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα), είτε αυτή έχει γεννηθεί είτε όχι. Όσο αφορά τα κινητά, υπάρχει η δυνατότητα να αιτηθεί ο δικαιούχος συντηρητική κατάσχεση, πλην όμως θα πρέπει να αποδείξει υπαρκτό κίνδυνο απώλειας/διάθεσης από τον υπόχρεο.

Άλλες νομικές βάσεις προστασίας: Ιδίως ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός

Περαιτέρω, ζήτημα εγείρεται σχετικά με το εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να εγερθεί αξίωση του έτερου συζύγου κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ). Επ’ αυτού, δέον όπως επισημανθεί καταρχάς ότι μεταξύ των συζύγων, υπερισχύει η διάταξη του 1400 ΑΚ, ως ειδικότερη. Κατ’ επέκταση, η αξίωση βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, μπορεί να προβληθεί μόνο επικουρικά (ΚΠολΔ 219 παρ. 1). Κατ’ εξαίρεση η αξίωση βάσει αδικαιολόγητου πλουτισμού μπορεί να εγερθεί και ως κύρια, υπό προϋποθέσεις, ως έσχατο μέσο θεραπείας όταν υπάρχουν δυσκολίες για τη θεμελίωση άλλων αξιώσεων (βάσεων) και συνεπώς υπάρχει κίνδυνος απόρριψής τους.

Μια τέτοια λοιπόν περίπτωση ενδέχεται να αποτελέσει η περίπτωση όπου η εξαιρετικού χαρακτήρα διάταξη (1400 ΑΚ) υποπέσει σε παραγραφή, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα. Επιπλέον, ως ωφέλεια που δύσκολα εμπίπτει στη διάταξη του 1400 ΑΚ, αλλά δύναται να αποτελέσει αντικείμενο των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, θα μπορούσε in abstracto να θεωρηθεί κάθε ωφέλεια από την εξοικονόμηση δαπανών του ωφελούμενυ/υπόχρεου, εξοικονόμηση ανεξάρτητη από την παραγραφή της αξιώσεως συμμετοχής στα αποκτήματα.

Άλλη περίπτωση που εφαρμόζονται οι διατάξεις του αδικαιολόγητου είναι όταν οι παροχές γίνονται με την προοπτική τέλεσης γάμου. Διαφέρει όμως από την περίπτωση που τελικώς πράγματι τελέσθηκε γάμος και η ωφέλεια αναζητείται μετά την λύση του. Στην τελευταία περίπτωση, φαίνεται να γίνεται δεκτό ότι υπερισχύει η διάταξη του αρ. 1400 ΑΚ, διότι προηγήθηκε γάμος και συνεπώς οι προσδοκίες δεν διαψεύσθηκαν.

Σε κάθε περίπτωση, η έγερση της αξίωσης παραγράφεται 5 έτη μετά την απόκτηση της ωφέλειας. Πρέπει τέλος να υπομνησθεί ότι, αντίθετα με τις διατάξεις που ρυθμίζουν τα αποκτήματα μετά τη λύση του γάμου, επί της αξίωσης αυτής, δεν υφίσταται μαχητό τεκμήριο για την ύπαρξη και το ύψος της συμβολής, την οποία καλείται να αποδείξει ο ίδιος ο δικαιούχος.

Επέκταση Εφαρμογής και στην Ελεύθερη Συμβίωση;

Τέλος, ζήτημα γεννάται αν οι ρυθμίσεις περί αποκτημάτων ισχύουν αναλογικά και για τις περιπτώσεις της ελεύθερης συμβίωσης. Για τις περιουσιακές σχέσεις των συμβιούντων εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις του ΑΚ για το γάμο, εκτός αν τα μέρη ρυθμίσουν διαφορετικά (αρ. 5 παρ. 2 Ν.4356/2016). Έτσι, μπορεί να υποστηριχθεί η θέση ότι χωρεί αναλογική εφαρμογή του άρ. 1400 ΑΚ. Ωστόσο, κατά την κρατούσα άποψη τούτο δεν γίνεται δεκτό, διότι αφενός η περίπτωση αυτή αφέθηκε από τον νομοθέτη αρρύθμιστη, αφετέρου οι δυο βιοτικές σχέσεις παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόσο για το διάστημα πριν από την κατάρτιση του συμφώνου, όσο και μετά (αρ. 6 του ως άνω νόμου).

Συμπέρασμα

Εν κατακλείδι, στο δίκαιο μας θεσμοθετείται και αναγνωρίζεται σε περίπτωση διαζυγίου, η συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου καθ’ οποιοδήποτε τρόπο, και, ως εκ τούτου, αναγνωρίζεται η δυνατότητα έγερσης αξίωσης, η οποία μπορεί να ασκηθεί υπό τις άνω προϋποθέσεις. Επικουρικά μπορεί να λειτουργήσει ως νομική βάση και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, ενώ μάλιστα σε περιπτώσεις ελεύθερης ένωσης μπορεί να προταθεί και ως αυτοτελής νομική βάση. Σε κάθε περίπτωση, σχετικά με τις διατάξεις περί των αποκτημάτων το δίκαιό μας αναγνωρίζει την προληπτική εξασφάλιση της απαίτησης. Ως εκ τούτου, στο δίκαιο μας προασπίζεται το δικαίωμα του συζύγου – δικαιούχου της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα με αποτελεσματικό τρόπο.