Η αρχή του δεδικασμένου στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με την Ελληνική Έννομη Τάξη και η ενδεχόμενη ad hoc κάμψη του, υπό το πρίσμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Μαΐου 2022, στην περίπτωση θέσης καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις με καταναλωτές.

Η αρχή του δεδικασμένου στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με την Ελληνική Έννομη Τάξη και η ενδεχόμενη ad hoc κάμψη του, υπό το πρίσμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Μαΐου 2022, στην περίπτωση θέσης καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις με καταναλωτές.


LEGAL INSIGHT

Ιούλιος 2022

Θάνος Μακρής, Δικηγόρος

Η αρχή του δεδικασμένου στην αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ

Στην περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής και επίσπευσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο, είτε να παρέλθει άπρακτη η πάροδος της προθεσμίας ασκήσεως και των δύο ανακοπών που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, είτε να απορριφθεί τελεσίδικα η ασκηθείσα ανακοπή, η οποία συνακόλουθα οδηγεί στην επικύρωση της διαταγής πληρωμής, με αποτέλεσμα να απωλεσθούν τα ένδικα βοηθήματα των αρ. 632 και 933 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, υπαγόμενη στην έννοια της «τελεσίδικης» κρίσης, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στα άρθρα 633 παρ. 2 και 933 παρ. 4 ΚΠολΔ. (ΕφΛαμίας 5/2022, ΕφΠατρ. 58/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια δε των ως άνω διατάξεων συνδυαστικά με τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί.

Εκ του αποτελέσματος, δεν δύναται πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης, η με αυτή βεβαιουμένη απαίτηση ή η νομιμότητα αυτής, με αποτέλεσμα τυχόν προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, που σύμφωνα με το άρ. 330 ΚΠολΔ, είτε προτάθηκαν στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και απορρίφθηκαν είτε, εάν ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν, να προβάλλονται απαράδεκτα. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η καταχρηστική διακωλυτική ένσταση ότι η δικαιοπραξία αντιβαίνει εν όλω ή εν μέρει σε απαγορευτική διάταξη νόμου και, για το λόγο αυτό, είναι άκυρη, σύμφωνά με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ (ΑΠ 856/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή λοιπόν, δεν δύνανται να προταθούν ως λόγοι ακυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, ζητήματα άκυρων και καταχρηστικών ρητρών και αοριστίας της διαταγής πληρωμής καια τα οποία αφορούν την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και την ύπαρξη της απαίτησης, όπως (ΑΠ 83/2020, ΕφΑθ 2007/2021, ΜΠρΠατρ 29/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α., ό.π., σελ.519, αρ. 45.). Ουσιαστικά η δίκη της ουσίας της υπόθεσης έχει τελειώσει, το χρέος θεωρείται ότι είναι αυτό που ορίζεται στην διαταγή πληρωμής και η εκτέλεση προχωράει με τα χέρια του οφειλέτη «δεμένα». Την κατάσταση αυτή φαίνεται ότι έρχονται να ανατρέψουν οι νέες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συνέπειες αναγνώρισης της ακυρότητας καταχρηστικών ρητρών

Σύμφωνα δε με τη συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 624 ΚΠολΔ, 630 στ. ε’ ΚΠολΔ και 916 ΚΠολΔ., αναγκαίο στοιχείο της διαταγής πληρωμής είναι ο επακριβής προσδιορισμός του καταβλητέου χρηματικού ποσού και η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Κατά τα ανωτέρω, δεν μπορεί να λάβει χώρα εγκύρως αναγκαστική εκτέλεση κατ’ άρθρο 916 ΚΠολΔ, εφόσον η απαίτηση δεν είναι ορισμένη κατά ποσότητα και ποιότητα, όταν για τον υπολογισμό του οφειλόμενου ποσού απαιτούνται περίπλοκοι υπολογισμοί οι οποίοι μπορούν να γίνουν μόνο βάσει εξειδικευμένων προγραμμάτων λογισμικού. Κατ’ επέκταση η διαταγή πληρωμής πάσχει από ακυρότητα, απαγγελλόμενη δικαστικώς σε άσκηση κατ’ αυτής ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, χωρίς ανάγκη προβολής βλάβης (ΜΠρΠειρ 5949/2006, ΝοΒ 2006/1094-1095). Δηλαδή, η ακυρότητα καταχρηστικών ρητρών επηρεάζει την απαιτούμενη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφη απόδειξη της απαίτησης και του ποσού της και δημιουργεί αναμφισβήτητα ζήτημα ανεκκαθάριστου αυτής. Τούτο διότι, δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών και δεν μπορεί να προσδιορισθεί ποιο είναι ακριβώς το επιπλέον ποσό που καταλογίσθηκε εξαιτίας των χρεώσεων (ΕιρΑθ 358/2011, Αρμ 2011/963).

Συνακόλουθα, η ακυρότητα των ως άνω όρων οδηγεί στη μη εφαρμογή αυτών επί της επίμαχης σύμβασης, χωρίς περιθώριο πλήρωσης του κενού και συμπαρασυρόμενου όλου του όρου περί επιτοκίου σε ακυρότητα, άλλως στην αναπλήρωση του επίμαχου όρου και στον εκ νέου υπολογισμό των τόκων χωρίς τον συνυπολογισμό των άκυρων χρεώσεων που επιβλήθηκαν εις βάρος από την εφαρμογή των όρων, καθώς δεν προκύπτει το επακριβές ποσό της απαίτησης. Συνεπώς, η παράλειψη του αιτούντος να αναφέρει αναλυτικά στην αίτησή του (και η συνακόλουθη πλημμέλεια και της διαταγής πληρωμής) ή στην επιταγή προς πληρωμή, το ποσό της φερόμενης απαίτησής του, οδηγεί στην αδυναμία του οφειλέτη να προβεί κατά αναλυτικό τρόπο στους ακριβείς υπολογισμούς προς διακρίβωση του τρόπου που οι ανωτέρω άκυροι όροι επενήργησαν στο συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης οφειλής. Καθίσταται λοιπόν αντιληπτό, ότι η δυνατότητα προβολής καταχρηστικών ΓΟΣ δεν πλήττει μόνο το ποσό της οφειλής, αλλά και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, το οποίο στην ουσία αναφέρεται στην απαιτούμενη «έγγραφη απόδειξη της απαίτησης».

Νέα δεδομένα υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ

Κατόπιν όμοιων προδικαστικών ερωτημάτων που τέθηκαν στο ΔΕΕ από εθνικά δικαστήρια της Ισπανίας, Ιταλίας και Ρουμανίας, αναφορικά με την ερμηνεία της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές και συγκεκριμένα περί του εάν εθνικές δικονομικές αρχές, όπως η αρχή του δεδικασμένου, μπορούν να περιορίσουν/οριοθετήσουν τις εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων, ειδικότερα των αρμόδιων για την αναγκαστική εκτέλεση, να εκτιμούν τον εν δυνάμει καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 17ης.05.2022, οι οποίες εκτιμώντας την θέση του ασθενέστερου μέρους (καταναλωτή), σύμφωνα με τους σκοπούς και το πνεύμα της Οδηγίας, αποφαίνονται υπέρ του δικαιώματος προσβολής των όρων των επίμαχων συμβάσεων ως καταχρηστικών, παρακάμπτοντας την δικονομική αρχή του έμμεσου (σχετικού καθ’ ημάς) δεδικασμένου.

Νομικό Πλαίσιο. Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή: η Αρχή της Αποτελεσματικότητας

Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 αναφέρει ότι «οι δικαστικές αρχές και τα διοικητικά όργανα [των κρατών μελών] πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα ώστε να θέτουν τέρμα στην εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές».

Το άρθρο 6 παρ.1 της Οδηγίας ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές

Η θέση του ΔΕΕ

Καταρχάς το Δικαστήριο υπογράμμισε την σημασία τόσο για την έννομη τάξη της Ένωσης όσο και για τις εθνικές έννομες τάξεις της αρχής του δεδικασμένου, και ιδίως επί τω τέλει  της διασφάλισης τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των εννόμων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, που επιβάλλουν να μην μπορεί να τίθεται ζήτημα κύρους των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, τόσο μετά την εξάντληση των διαθέσιμων ένδικων μέσων όσο και μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τάσσονται για την άσκηση αυτών.

Με σημείο αναφοράς τις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας σχετικά με την de facto  ασθενέστερη θέση του καταναλωτή έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως, που επιβάλλει την μη δέσμευσή τους από τις καταχρηστικές ρήτρες, και μάλιστα έχει καταστεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου, προς τον σκοπό αποκατάστασης της (ουσιαστικής) ισορροπίας, το Δικαστήριο επεσήμανε καταρχάς ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να παύσει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών (C-415/11 και C-407/18, αντίστοιχα).

Άλλωστε, η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης κατοχυρώνεται επίσης και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύει δε, μεταξύ άλλων, ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ένδικων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (C‑776/19 έως C‑782/19, σκέψη 29).

Σε κάθε περίπτωση, κατά το Δικαστήριο, το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει καταρχήν τις διαδικασίες διάγνωσης του τυχόν καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, οι οποίες, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών. Πλην όμως, οι τελευταίες πρέπει να συνάδουν προς την αρχή της αποτελεσματικότητας, ήτοι να πληρούν την απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, όταν δεν ασκείται αποτελεσματικός έλεγχος του δυνητικά καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της οικείας σύμβασης, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο σεβασμός των δικαιωμάτων που παρέχει η Οδηγία.

Συμπεράσματα – Επί των Προδικαστικών Ερωτημάτων

[I].          Υπόθεση C-600/19.: Στην εν λόγω υπόθεση, όπου ο καταναλωτής επικαλέστηκε την καταχρηστικότητα της ρήτρας για πρώτη φορά κατά την διάρκεια της διαδικασίας εκτέλεσης, ακριβώς μετά τη διενέργεια πλειστηριασμού, ενώ η σύμβαση είχε αποτελέσει αντικείμενο αυτεπάγγελτου ελέγχου καταχρηστικότητας, χωρίς ωστόσο να γίνει ρητή μνεία της εξέτασης των επίμαχων ρητρών ή να παρατεθεί σχετική αιτιολογία, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, λόγω των αποτελεσμάτων του δεδικασμένου και της παρέλευσης της προθεσμίας ασκήσεως ανακοπής, δεν επιτρέπει ούτε στον δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα συμβατικών ρητρών (στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης) ούτε στον καταναλωτή, (μετά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής), να επικαλεστεί την καταχρηστικότητα των εν λόγω ρητρών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης ή στο πλαίσιο επακόλουθης διαγνωστικής δίκης. Περαιτέρω, ακόμα και όταν η διαδικασία εκτέλεσης για την ικανοποίηση ενυπόθηκης απαιτήσεως έχει περατωθεί και τα δικαιώματα κυριότητας έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτο ο καταναλωτής πρέπει να είναι σε θέση να επικαλεστεί, την καταχρηστικότητα των ρητρών της σύμβασης, ώστε να επιτύχει την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε από την εφαρμογή τους.

[II].         Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-693/19 και C-831/19. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι πιστωτές πέτυχαν την υπέρ αυτών έκδοση διαταγών πληρωμής, οι οποίες απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου, εξαιτίας μη άσκησης ανακοπής από τον καταναλωτή. Σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο το δεδικασμένο που παράγεται, επάγεται τον μη καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης, ακόμη και αν ο δικαστής που εξέδωσε την εν λόγω διαταγή ουδόλως προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση περί καταχρηστικότητας ή μη των ρητρών αυτών. Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση είναι ικανή να καταστήσει κενή περιεχομένου την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών. Η απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει να έχει τη δυνατότητα ο δικαστής της εκτέλεσης να εκτιμήσει, ακόμη και για πρώτη φορά, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών που αποτέλεσαν τη βάση για διαταγή πληρωμής η οποία εκδόθηκε από δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως πιστωτή και κατά της οποίας ο οφειλέτης δεν άσκησε ανακοπή.

[III].       Υπόθεση C-725/19. Εν προκειμένω, το ζήτημα γεννήθηκε δοθέντος ότι το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει στον δικαστή της αναγκαστικής εκτελέσεως που επιλαμβάνεται ανακοπής κατά της εκτελέσεως να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως που έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και συνιστά εκτελεστό τίτλο, για τον λόγο ότι υφίσταται ένδικο βοήθημα του κοινού δικαίου στο πλαίσιο του οποίου το επιληφθέν δικαστήριο δύναται να ελέγξει την καταχρηστικότητα των ρητρών μιας τέτοιας συμβάσεως, που ασκείται υπό ασφυκτικές – για τον καταναλωτή – προϋποθέσεις, ματαιώνοντας στην ουσία κάθε έννοια αποτελεσματικότητας. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιες δικονομικές προϋποθέσεις δεν πρέπει να μπορούν να αποτρέψουν τον καταναλωτή από το να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου, προκειμένου να εξεταστεί ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών.

[IV].       Υπόθεση C-869/19. Το κρίσιμο ζήτημα, στην περίπτωση αυτή, σχετίζεται με την μη αυτεπάγγελτη εξέταση από το δευτεροβάθμιο εθνικό δικαστήριο ενός λόγου εφέσεως που αφορά παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, κατά το ισπανικό δίκαιο, εάν ουδείς εκ των διαδίκων προσβάλει συγκεκριμένο κεφάλαιο του διατακτικού, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δύναται να το καταστήσει άνευ αποτελέσματος ή να το τροποποιήσει. Ο κανόνας αυτός [το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, κατά τον ΚΠολΔ], που επιφέρει αποτελέσματα ανάλογα με το δεδικασμένο, εμποδίζει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της καταχρηστικότητας. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η εφαρμογή των επίμαχων εθνικών δικονομικών αρχών είναι ικανή να καταστήσει αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων, παραβιάζοντας κατά τον τρόπο αυτό την αρχή της αποτελεσματικότητας. Το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικών δικονομικών αρχών δυνάμει των οποίων εθνικό (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε αυτεπάγγελτο έλεγχο καταχρηστικότητας, εφόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας εγείρονται αμφιβολίες περί της νομιμότητας των επίμαχων όρων.

Τελικές σκέψεις

Δίχως λοιπόν να παραγνωρίζεται ότι εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος να θεσπίσει τους δικούς της νόμους για την επίτευξη των στόχων που θέτουν οι Οδηγίες, ωστόσο, μετά και τις εξελίξεις αυτές, στο πεδίο του δικαίου της προστασίας του καταναλωτή σε ενωσιακό επίπεδο, ανοίγεται στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης ο δρόμος για διεκδίκηση της προστασίας που ορίζεται από τους σκοπούς της Οδηγίας 93/13 και σε εθνικό επίπεδο, καθώς διά των ανωτέρω αποφάσεων επαναδιατυπώνεται η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου διαμέσου της παραδοχής ότι οι εθνικές δικονομικές αρχές δεν μπορούν να εμποδίσουν την άσκηση των δικαιωμάτων, τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης.

Πιο συγκεκριμένα, τα προσκόμματα που θέτουν οι δικονομικές αρχές του ΚΠολΔ, και ιδίως οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που οριοθετεί τις δυνατότητες άμυνας του οφειλέτη κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, θα πρέπει να ιδωθούν και ερμηνευθούν πλέον υπό το φως της όλως πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που φαίνεται να επιτρέπει ad hoc παρεκκλίσεις. Της προσοχής του δικαστή δεν μπορεί να διαλάθει η  αρχή της αποτελεσματικότητας, που αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Οδηγίας και επιτάσσει αποτελεσματικό έλεγχο του εν δυνάμει καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών, χωρίς προσκόλληση σε περιορισμούς που καθιστούν ανενεργή την ουσιαστική προστασία και δη τον αυτεπάγγελτο έλεγχο τον ΓΟΣ, ακόμα και για πρώτη φορά, μετά την κατακύρωση του ακινήτου και την μεταβίβαση της κυριότητας του (!).

Εν κατακλείδι, η προστασία του καταναλωτή που αναγνωρίζεται ευρέως από το ενωσιακό δίκαιο, δύναται ενδεχομένως να οδηγήσει στην εκκίνηση ενός νέου διαλόγου με τις εθνικές έννομες τάξεις, ενισχύοντας το νομικό οπλοστάσιο του ασθενέστερου μέρους, στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, έναντι των ισχυρών αντισυμβαλλόμενων, ιδίως των τραπεζικών ιδρυμάτων και κάθε άλλου αντισυμβαλλόμενου που τυχόν έχει υπεισέλθει στη θέση τους.