Η ευθύνη των διοικητών νομικών προσώπων στο αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο – Υπερασπιστικοί ισχυρισμοί

Η ευθύνη των διοικητών νομικών προσώπων στο αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο – Υπερασπιστικοί ισχυρισμοί

LEGAL INSIGHT

Σεπτέμβριος 2022

Τζίνα Αναστασάκη, Δικηγόρος, LL.M. Οικονομικού Ποινικού Δικαίου


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ουκ ολίγες φορές, οι νόμιμοι εκπρόσωποι ανωνύμων ή λοιπών εμπορικών εταιρειών καθίστανται υπόλογοι για μη καταβληθέντα χρέη – του νομικού προσώπου που διοικούν – προς το Δημόσιο, τα οποία ενδέχεται να ανάγονται και σε χρόνο προγενέστερο της ανάληψης των διαχειριστικών καθηκόντων τους. Η υπ’ αριθμ. 565/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου «ρίχνει φως» στις προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ποινικής ευθύνης των εκάστοτε διοικητών νομικών προσώπων για το αδίκημα του ά. 25 ν. 1882/1990, αποσαφηνίζοντας πως όχι μόνον τα αίτια και ο χρόνος γέννησης και βεβαίωσης των χρεών δέον να αναφέρονται και να αποδεικνύονται ρητά στην τυχόν καταδικαστική απόφαση, αλλά διακηρύσσοντας συγχρόνως ως υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντά επαρκώς και αιτιολογημένα σε αρνητικό (και όχι αυτοτελή) της κατηγορίας ισχυρισμό του κατηγορουμένου, όταν αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τουτέστιν ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο παραβεί την υποχρέωσή του αυτή, τυχόν καταδικαστική απόφαση σε βάρος του κατηγορουμένου μπορεί να ανατραπεί λόγω ελλιπούς αιτιολογίας.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Κατά γενική ομολογία, η κουλτούρα της φοροδιαφυγής – και των παραφυάδων της –  συνιστά ένα φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας, η ποινική καταστολή του οποίου άργησε να καταστρωθεί από τον κοινό νομοθέτη. Λόγω των αλυσιδωτών επιδράσεων που προκαλούνται από την απρόσκοπτη εξέλιξη της φορολογικής παραβατικότητας σε όλες τις εκφάνσεις της, ο νομοθέτης, συνεπικουρώντας το έργο της φορολογικής Διοίκησης, επιχείρησε να περικλείσει στο πεδίο των νομοθετικών διατάξεων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές φορολογικής εγκληματικότητας. Σήμερα, το πλέον σύνηθες εκ των φορολογικών αδικημάτων που απαντάται στις δικαστικές αίθουσες είναι εκείνο του ά. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, η κοινώς αποκαλούμενη ‘’Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο’’, ένα έγκλημα γνήσιας παράλειψης που τιμωρείται μόνο σε βαθμό πλημμελήματος.

Ι. ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ – ΕΥΘΥΝΗ ΔΙΟΙΚΗΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω αδικήματος είναι τα εξής: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό, το οποίο διακρίνεται σε δύο κλιμακώσεις, με διαβάθμιση ως προς την απαξία της συμπεριφοράς, η οποία αποτυπώνεται στην ποινή που απειλείται κατά περίπτωση. Συγκεκριμένα, προβλέπονται δύο ειδών πλημμελήματα, το ένα αφορά τη μη καταβολή χρεών που υπερβαίνουν κατ’ ύψος τις 100.000 ευρώ, με ποινή φυλάκισης ενός (1) τουλάχιστον έτους, ενώ το δεύτερο – βαρύτερο – πλημμέλημα, αφορά την παράλειψη καταβολής χρέους άνω των 200.000 ευρώ, με προβλεπόμενη ποινή τουλάχιστον τριών (3) ετών (έως 5 έτη, ανώτατο όριο ποινής για τα πλημμελήματα). Τουτέστιν ότι το αδίκημα του ά. 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 δεν αποτελεί, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, κατ` εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι δεν πρόκειται για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκληματης μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού θεμελιώνεται πλέον ποινική ευθύνη στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο [ήδη των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €)] ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των 200.000 ευρώ, χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ` έξη ή κατ` επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι` αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (Α.Π. 818/2020). Παράλληλα, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από Πίνακα Χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων.

Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι στο χώρο του ποινικού μας δικαίου τα νομικά πρόσωπα δεν είναι ποινικώς υπεύθυνα, υπόλογα για αυτά – σύμφωνα με την παρ. 2 του υπό εξέταση άρθρου – είναι τα πρόσωπα που ασκούν διαχειριστικές και εκπροσωπευτικές εξουσίες για λογαριασμό του εκάστοτε νομικού προσώπου. Ειδικότερα, αναφορικά με τις ανώνυμες εταιρίες, με την εν λόγω ευθύνη βαρύνονται, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, κατά κύριο λόγο ο Πρόεδρος του Δ.Σ., ο Διευθύνων Σύμβουλος και γενικώς κάθε πρόσωπο επιφορτισμένο με τις ανωτέρω αρμοδιότητες, εφόσον πράγματι τις ασκεί ο ίδιος, εφόσον τα χρέη αυτά ήταν βεβαιωμένα ήδη κατά τον χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκειά της, ανεξαρτήτως αν οι ίδιοι μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία’’. Στις παρ. 2 και 3 του ά. 25 του ν. 1882/1990 προσδιορίζονται, δηλαδή, τα φυσικά πρόσωπα – διοικητές των ανωνύμων και λοιπών εμπορικών εταιρειών, τα οποία υπέχουν ευθύνη για την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα ή γεννήθηκαν ή κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τον χρόνο που είχαν την εκάστοτε ιδιότητα που αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κοινωνικό πρόβλημα της φοροδιαφυγής ως απόρροια των αλλεπάλληλων μεταβολών που υφίστανται τα νομικά πρόσωπα ως προς την εκπροσώπηση, διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων τους, γεγονός που αναδεικνύει ως αδήριτη την ανάγκη να προσδιορίζεται σε κάθε περίπτωση η κατά τα άνω ιδιότητα του υπόχρεου προς καταβολή χρεών και υπέχοντος προς τούτο ποινική ευθύνη (ΑΠ 190/2021).

ΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΝΟΪΚΟΤΕΡΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ

Γενική αρχή του ποινικού μας δικαίου συνιστά η λεγόμενη αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου, η οποία κατοχυρώνεται νομοθετικά στο ά. 2 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με τις τελευταίες τροποποιήσεις του ν. 4619/2019, επήλθε μια ουσιώδης μεταβολή στο ά. 2, το οποίο έχει πλέον ως εξής «1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας.». Όπως προκύπτει από την ανάγνωση του άρθρου, διασφαλίζεται πλέον ότι τυγχάνει εφαρμογής η επιεικέστερη διάταξη νόμου και όχι ο νόμος ως ενιαίο ‘’όλον’’ και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης (έως την αμετάκλητη καταδίκη) νόμος, όταν την καθιστά ανέγκλητη.

Κατ’ εφαρμογή, λοιπόν, της παραπάνω αρχής, εφαρμοστέα κρίνεται σε συνάρτηση με το ά. 25 του ν. 1882/1990 η μεταβατική διάταξη (που εισήχθη με τον νέο ως άνω νόμο) του ά. 469 του Ποινικού Κώδικα, που προβλέπει ρητά τα εξής:

Μετά το εδάφιο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ΄ ως εξής: «Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.»

Δικαιολογητική βάση της ανωτέρω μεταβατικής διάταξης αποτελεί η αποφυγή της διπλής τιμώρησης του υπόλογου για χρέη στο Δημόσιο και φοροδιαφυγή προσώπου, θεραπεύοντας το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ούτως ώστε να μην τιμωρείται κάποιος για τα ίδια ποσά φόρου, την πληρωμή των οποίων διέφυγε, τόσο κατά το ά. 25 του ν. 1882/1990 όσο και κατά το ά. 66 του ν. 4174/2013. Ούτω, τα ποσά που αποτελούν προϊόν φοροδιαφυγής και αξιολογούνται ποινικά σύμφωνα με το αντίστοιχο άρθρο, αφαιρούνται από τον Πίνακα Χρεών και δεν επιτρέπεται να προσμετρηθούν κατά τον υπολογισμό των βεβαιωμένων χρεών και ούτε κατ’ επέκταση να καθορίσουν το μέτρο της ευθύνης του ποινικώς υπεύθυνου για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.

Ζήτημα που δίχασε τη Νομολογία των εθνικών μας Δικαστηρίων αποτέλεσε η έννοια του ρ. «τυποποιούνται» που αναφέρεται στο αρ. 469 ΠΚ, ήτοι αν εξαιρούνται τελικώς από τον Πίνακα Χρεών μόνο τα χρέη εκείνα που συμπληρώνουν το όριο του εκκλητού και άρα είναι πράξεις αξιόποινης φοροδιαφυγής ή αφαιρούνται και τα χρέη που απλώς εμπίπτουν στο αρ. 66 ΚΦΔ ανεξαρτήτως ποσού, δηλαδή και κάτω του (εκεί προβλεπόμενου) ποσοτικού ορίου του αξιοποίνου. Κατά την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, από τον Πίνακα Χρεών αφαιρούνται τα χρέη που εμπίπτουν στο αρ. 66 ΚΦΔ ανεξαρτήτως ποσού, ήτοι και κάτω του ορίου της αξιόποινης φοροδιαφυγής και αδιαφόρως αν ασκήθηκε ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή. Στον αντίποδα του Ακυρωτικού μας, έχει εκφραστεί από δικαστήρια της ουσίας (βλ. ενδεικτικά: ΤρΕφΘεσ  112/2021) η αντίθετη και μειοψηφούσα άποψη. Σύμφωνα με αυτήν, η έννοια του ρ. «τυποποιείται» στο αρ. 469 ΠΚ είναι στενότερη, περιλαμβάνοντας μόνον εκείνα τα χρέη που υπερβαίνουν τα ποσοτικά όρια που τίθενται στο ά. 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με αποτέλεσμα να γεννάται αξιόποινη φοροδιαφυγή και συνεπώς, αυτά και μόνον θα έπρεπε να εξαιρούνται του Πίνακα Χρεών για την αποσόβηση της διπλής αξιολόγησης για την ίδια συμπεριφορά. Πλην όμως, η συζήτηση αυτή μόνον θεωρητική αξία έχει, καθόσον η πάγια θέση των εθνικών μας δικαστηρίων είναι η πρώτη, που αποβαίνει εν τέλει υπέρ του κατηγορουμένου.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω και κατ’ εφαρμογή του ά. 469 ΠΚ ως επιεικέστερης ποινικής διάταξης, συμπεραίνεται ότι αν, κατόπιν αφαίρεσης από τον Πίνακα Χρεών των προερχόμενων από αδίκημα φοροδιαφυγής ποσών, το τελικό απομένον ποσό υπολείπεται των 100.000 ευρώ (ελάχιστο όριο που προβλέπει ο νόμος για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο), η πράξη έχει καταστεί ανέγκλητη και η αθώωση του κατηγορουμένου είναι υποχρεωτική.

ΙΙΙ. ΑΠΟΦΑΣΗ 565/2022 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

Αξιοσημείωτο είναι το σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 565/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου (δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία αναίρεσε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση Εφετείου αφενός, για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και αφετέρου, λόγω έλλειψης της απαιτούμενης από το Σύνταγμα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και απόλυτης ακυρότητας.

Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση αναφέρεται στο ζήτημα της ποινικής ευθύνης των διοικητών νομικών προσώπων για χρέη προς το Δημόσιο της εταιρείας που διοικούν ή διοικούσαν κατά το παρελθόν, με έμφαση στις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτησή της. Διαλαμβάνει μεταξύ άλλων ότι μόνη η ιδιότητα διευθύνοντος συμβούλου ανώνυμης ή άλλης εμπορικής εταιρείας (εκεί ειδικότερα επρόκειτο για ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής – Ν.Ε.Π.Α.)  δεν αρκεί για να θεμελιωθεί στο πρόσωπο του εκάστοτε εκπροσώπου αυτής ποινική ευθύνη για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι του ανατέθηκε η εκπροσώπηση της εταιρείας με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ακόμη, ο ΑΠ έκρινε ως ανεπαρκείς τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης για τους παρακάτω δύο λόγους: αφενός, διότι η τελευταία δεν προσδιόριζε την αιτία γέννησης των χρεών, που ανάγεται σε ουσιώδες ζήτημα για να κριθεί αν αυτά τυχόν προέρχονται από το αδίκημα της φοροδιαφυγής και κατ’ επέκταση δεν θα έπρεπε να συνυπολογισθούν για τον προσδιορισμό της ευθύνης του διοικητή του νομικού προσώπου αναφορικά με το εν λόγω αδίκημα κατ’ εφαρμογή της ευμενέστερης μεταβατικής διάταξης του ά. 469 ΠΚ. Αφετέρου, η προσβαλλόμενη δεν διευκρίνιζε ούτε τον χρόνο γέννησης και βεβαίωσης των χρεών, προκειμένου να αποδειχθεί περίτρανα αν πράγματι ο κατηγορούμενος έφερε την κρίσιμη ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και συνεπώς, αν θα έπρεπε να υποστεί τη βάσανο της ποινικής δικαιοσύνης.

Πρωτότυπη παραδοχή της ανωτέρω απόφασης του Ακυρωτικού μας Δικαστηρίου συνιστά η αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την παράλειψη του Δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό που προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τον οποίο ο τελευταίος δεν υπέχει ποινική ευθύνη για τα βεβαιωθέντα επίδικα χρέη, καθώς δεν έφερε την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ούτε κατά τον χρόνο βεβαίωσης των χρεών ούτε κατά τον χρόνο στον οποίον ανάγεται η γέννησή τους. Συγκεκριμένα, ο ΑΠ διέλαβε ότι «Η απόρριψη όμως του ουσιώδους αυτού αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, ο οποίος (ισχυρισμός) ναι μεν δεν είναι αυτοτελής, όμως καθίσταται κεφαλαιώδους σημασίας για την έκβαση της δίκης, δεν έγινε με αιτιολογική επάρκεια. […] Και τούτο διότι, το Δικαστήριο της ουσίας για να θεμελιώσει την αντίκρουση του υπερασπιστικού ισχυρισμού … δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι έλαβε υπόψη του και αξιλόγησε τα κατωτέρω έγγραφα που αναγνώσθηκαν στη δίκη … ». Εξ ου και αναιρεί την προσβαλλομένη, αναγορεύοντας σε υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας την αιτιολογημένη απάντησή του σε αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό τέτοιου είδους.

Νομοθετικό έρεισμα της ανωτέρω παραδοχής αποτελεί το ά. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), από την οποία προκύπτει μεταξύ άλλων ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, πολλώ δε μάλλον όταν κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησής τους ενδέχεται να οδηγούν – όπως εν προκειμένω – σε εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης. Πέραν τούτου, υποστηρίζεται και από μερίδα της νομολογίας (βλ. ΑΠ 1602/2002, ΠοινΔικ 2003, σελ. 229 · ΑΠ 1604/2005 ΠοινΔικ 2006, σελ. 367) ότι ο εν λόγω ισχυρισμός περί μη συμμετοχής του κατηγορουμένου στη διοίκηση της εταιρείας (κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα) – ως υπερασπιστικός στις δίκες της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο – αποτελεί «μη γνήσιο αυτοτελή ισχυρισμό», γεννώντας ούτω την υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντά αιτιολογημένα σε αυτόν.

ΙV. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Δεδομένου ότι αυτό το εκ του νόμου διευρυμένο χρονικό πλαίσιο ευθύνης των διοικητών οδηγεί ενίοτε σε άδικα αποτελέσματα, με πρόσωπα να διώκονται λόγω της ιδιότητάς τους για χρέη για τα οποία δεν ευθύνονται, ο νομοθέτης έθεσε μια δικλείδα ασφαλείας, η οποία περιστέλλει την επέκταση της ποινικής ευθύνης. Πρόκειται για την προϋπόθεση της ‘’εν τοις πράγμασι άσκησης των διαχειριστικών και διοικητικών καθηκόντων’’,  για τη συνδρομή του οποίου ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει απαραιτήτως να μεριμνά, εξετάζοντάς το με ιδιαίτερη προσοχή και συνέπεια. Πολλώ δε μάλλον, στις ανώνυμες εταιρίες, που στελεχώνονται από πολυάριθμα μέλη/μετόχους, ελλοχεύει ο κίνδυνος της συμπαιγνίας μεταξύ προσώπων που δρουν παρασκηνιακά, με αποτέλεσμα να διώκονται μεν τα πρόσωπα που έχουν κατά την κρίσιμη περίοδο ή μεταγενέστερα τις εξουσίες διοίκησης και εκπροσώπησης και δρουν ως «αχυράνθρωποι», πλην όμως δεν σχετίζονται με τη γέννηση των χρεών. Ως εκ τούτου, ορθώς ο νομοθέτης επισήμανε την ανάγκη σύνδεσης της ποινικής ευθύνης όχι με την τυπική ιδιότητα, αλλά με την ουσιαστική άσκηση εξουσίας και διοίκησης για λογαριασμό του νομικού προσώπου, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται στη διαγνωστική ποινική δίκη με μνεία του χρόνου γέννησης και βεβαίωσης των χρεών, αλλά και της αιτίας γέννησής τους, ώστε να κριθεί ως εφαρμοστέα ή μη η διάταξη του ά. 469 ΠΚ, από την οποία ενδεχομένως να αποσοβηθεί η τελική καταδίκη.

Δυστυχώς, παρατηρείται στην πράξη η άσκηση ως επί το πλείστον ‘’βιαστικών’’ ποινικών διώξεων κατόπιν σχετικών αιτήσεων από τη Φορολογική Διοίκηση, η οποία καταλαμβάνεται συχνά από φοροεισπρακτικές σκοπιμότητες. Πλην όμως, η Δικαιοσύνη, ως αμερόληπτη και ανεξάρτητη κρατική εξουσία, δέον να είναι πιο προσεκτική κατά τις καταδικαστικές κρίσεις της, αποκαθιστώντας τέτοιου είδους άδικες διώξεις.