Ιανουάριος 2023 – Έκδοση απόφασης υπ’ αριθμ. 6/2023 Πρωτοδικείου Τρίπολης – Εργατική Διαφορά – Κατάφαση ακυρότητας καταγγελίας σύμβασης εργασίας – Επιδίκαση μισθών υπερημερίας καθώς και κονδυλίων από υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση και μη καταβληθέντα επιδόματα – Κατάφαση αλληλέγγυας εις ολόκληρον ευθύνης Εργοδότριας Επιχείρησης και Προμηθεύτριας Επιχείρησης επί τη βάσει διοικητικής, οικονομικής, επιχειρηματικής ενότητας – Άρση αυτοτέλειας νομικών προσώπων – Προσωρινή εκτελεστότητα.
Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6/2023 (ΕΙΔ) απόφαση του Πρωτοδικείου Τριπόλεως, επί διαφοράς εργατικής, με αίτημα την επιδίκαση απαιτήσεων εργαζομένης από μη έγκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας της από την Εργοδότρια Επιχείρηση, από μισθούς υπερημερίας, υπερεργασίας, υπερωριακής απασχόλησης και από μη καταβληθέντα επιδόματα. Ιδιαιτερότητα της εν λόγω υπόθεσης αποτέλεσε η αδιαμφισβήτητη αφερεγγυότητα της Εργοδότριας Επιχείρησης και των φανερών πραγματικών ιδιοκτητών της με άμεση συνέπεια την πλήρη αδυναμία ικανοποιήσεως οιουδήποτε ποσού απαίτησης της εργαζομένης.
Κατά την ακροαματική διαδικασία προβλήθηκαν και αποδείχθηκαν, οι στενότατοι διοικητικοί, οικονομικοί και εν γένει επιχειρηματικοί δεσμοί της Εργοδότριας Επιχείρησης με την κύρια Προμηθεύτριά της, της οποίας η Εργοδότρια Επιχείρηση αποτελεί επί της ουσίας υποφαινόμενο όχημα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, με σκοπό η Προμηθεύτρια Εταιρεία να καταστήσει την ικανοποίηση των κάθε είδους σε βάρος της απαιτήσεων, αδύνατη. Έτσι, σύμφωνα με την απόφαση: «(…) Ωστόσο, στη συνέχεια η πρώτη ως άνω εταιρεία, αφού μεθόδευσε, δια του ομορρύθμου εταίρου της, δεύτερου εναγομένου, την λύση της και την θέση της σε εκκαθάριση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, περάτωσε αυτήν (…) με εμφανιζόμενες στον τελικό ισολογισμό πέρατος εκκαθάρισης οφειλές προς τρίτους, ύψους 689.216,09 ευρώ. Σημειώνεται επίσης ότι ο ανωτέρω δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται εις ολόκληρο και από κοινού με την ετερόρρυθμη εταιρεία, πρώτη εναγόμενη για τα χρέη που η τελευταία δημιούργησε από την δράση της (…). Αποδείχθηκε επίσης ότι η πρώτη εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με την επωνυμία (*) με την τρίτη, την τέταρτη και την πέμπτη εναγόμενες, οι οποίες έχουν την έδρα τους στο Νομό (*), καθώς και το ίδιο αντικείμενο εργασιών ήτοι (*), ενώ τελούν υπό την αποκλειστική διεύθυνση, εκπροσώπηση και εκμετάλλευση του δεύτερου εναγόμενου, ήτοι (*) που είναι Πρόεδρος του ομίλου, ομόρρυθμο μέλος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, ταυτόχρονα δε και Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της τρίτης εναγόμενης αλλά και του (*) γιου του δεύτερου εναγόμενου και Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της τέταρτης και της πέμπτης των εναγομένων. Αποδείχθηκε επιπλέον ότι η ενάγουσα προσέφερε την εργασία της όχι μόνο για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας (…) από την οποία προσελήφθη αλλά και για λογαριασμό της τέταρτης εναγόμενης εταιρείας (…) που αποτελούσε την αποκλειστική τροφοδότρια εταιρεία της πρώτης ως άνω εργοδότριας εταιρείας, εφόσον οι πιο πάνω εταιρείες μόνο φαινομενικά είχαν αυτοτέλεια μεταξύ τους, αφού στην πραγματικότητα εμφάνιζαν στενή διοικητική και οικονομική ενότητα. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, που τυπικά εμφανιζόταν ως εργοδότρια της ενάγουσας, αποτελούσε το όχημα της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Τρίπολη της τέταρτης εναγόμενης εταιρείας (…). Η παραπάνω εταιρεία (…) απορροφούσε το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας της πρώτης εναγόμενης και καρπωνόταν τα κέρδη της, δεδομένου ότι το σύνολο των εισπράξεων του καταστήματος της πρώτης εταιρείας η ενάγουσα το κατέθετε καθημερινά σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στο όνομά της ή τέταρτη εναγόμενη στην τράπεζα (…). Δια του επιλεγέντος ωστόσο τρόπου επιχειρηματικής δραστηριοποίησης της στην Τρίπολη, η προαναφερθείσα τέταρτη εναγόμενη προκάλεσε την συσσώρευση υπέρογκων χρεών σε βάρος της τελευταίας, που ανέρχονταν στις (*) σε 242.995,69 ευρώ, προκειμένου να εκμεταλλεύεται σε αντάλλαγμα και προς απόσβεση των ως άνω χρεών που σκόπιμα είχαν δημιουργηθεί, το σύνολο του ημερήσιου τζίρου της αποστερώντας την πρώτη εναγόμενη παντελώς από έσοδα και καθιστώντας την έτσι αφερέγγυα έναντι των δανειστών της και εν προκειμένω έναντι των εργαζομένων της στους οποίους η ανωτέρω οφείλει μισθούς υπερημερίας μετά την άκυρη καταγγελία αλλά και διαφορές από υπερωριακή κλπ απασχόληση καθώς επίσης και μη χορηγηθέντα επιδόματα (…)».
Έτσι, το Δικαστήριο, και αφού δεν είχε καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης άρα είχε κριθεί άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, υποχρέωσε τόσο την αφερέγγυα Εργοδότρια Επιχείρηση, όσο και την φερέγγυα Προμηθεύτρια, να καταβάλλουν στην εργαζόμενη μισθούς υπερημερίας κηρύσσοντας μάλιστα το σχετικό κονδύλιο προσωρινώς εκτελεστό, και λοιπά ποσά για τις ως διαφορά από μη καταβληθέντες μισθούς υπερεργασίας, υπερωρίας και μη καταβληθέντα επιδόματα.