Ιανουάριος 2023 – Έκδοση της υπ’ αριθμ. ΒΜ 76/2023 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας – Αθώωση του εντολέως μας για το αδίκημα της λήψης εικονικών τιμολογίων για ανύπαρκτη στο σύνολό της συναλλαγή κατ’ εξακολούθηση.
Κατόπιν έκδοσης πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου από την αρμόδια ΔΟΥ, ασκήθηκε ενώπιον της Εισαγγελίας μηνυτήρια αναφορά και εν συνεχεία ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εντολέα μας. Ενώπιον του Ακροατηρίου προτάθηκε η άρνηση κατηγορίας και οι αυτοτελείς μας ισχυρισμοί, συνιστάμενοι α) στο απαράδεκτο της ποινικής δίωξης λόγω του ανυπόστατου χαρακτήρα της πράξης διορθωτικού προσδιορισμού, η οποία δεν έφερε ημερομηνία έκδοσης (στοιχείο απαραίτητο σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας), β) στην παραγραφή της πράξης κατ’ εφαρμογής της αρχής του ευμενέστερου νόμου, δυνάμει του οποίου η έναρξη της παραγραφής εκκινεί από την τέλεση της πράξης, ήτοι την παραλαβή προς καταχώρηση των τιμολογίων με αναστολή της παραγραφής με χρονικό περιορισμό (από την έκδοση της υποστατής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού έως την οριστικοποίηση της φορολογικής ενοχής) και γ) στην πραγματική πλάνη του εντολέα μας, που αποκλείει τον δόλο και κατ’ επέκταση τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, καθόσον ο ίδιος δεν γνώριζε την εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του εκδότη των τιμολογίων.
Η δε άρνηση της κατηγορίας συνίστατο στην έλλειψη της ειδικής υπόστασης του αδικήματος και ειδικότερα, στο γεγονός ότι η συναλλαγή ήταν υπαρκτή στο σύνολό της, καθώς και ότι ο εντολέας μας δεν είχε γνώση της εικονικότητας, ούτε βέβαια η άγνοια του αυτή ήταν υπαίτια, αφού είχε λάβει όλα τα μέτρα που οφείλει να λαμβάνει ο συναλλασσόμενος.
Από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, έπειτα από την εξέταση της μάρτυρος υπεράσπισης, η οποία τύγχανε εργαζόμενη στο τμήμα λογιστηρίου της επιχείρησης, της οποίας ο εντολέας μας και φερόμενος λήπτης των τιμολογίων αποτελούσε τον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής, αποδείχθηκε ότι τόσο η φερόμενη πράξη ελέγχου ήταν ανυπόστατη, όσο και το γεγονός ότι η συναλλαγή ήταν υπαρκτή. Ειδικότερα, όπως προέκυψε από την εξέταση της μάρτυρος, τα αντικείμενα που αφορούσαν τα επίδικα τιμολόγια, εξ όσων γνώριζε από τους αρμόδιους υπαλλήλους, πράγματι παρελήφθησαν από το αρμόδιο τμήμα παραλαβής, ενώ όπως βεβαίωσε η μάρτυρας, ο κατηγορούμενος δεν είχε πραγματική διαχειριστική εξουσία επί των καθημερινών συναλλαγών και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να έχει γνώση ότι πίσω από την εταιρεία υποκρύπτεται άλλο πρόσωπο. Βεβαίωσε επίσης, ότι η εκδότρια εταιρεία είχε έδρα σε διαφορετικό μέρος από την λήπτρια εταιρεία και ως εκ τούτου δεν ήταν εφικτός ο επιτόπιος έλεγχος, ενώ όπως προέκυψε τόσο από την κατάθεσή της, όσο και από τα βιβλία δημοσιότητας στο ΓΕΜΗ, η εταιρεία ήταν καταχωρημένη και υπήρχε πλήρης αντιστοίχιση μεταξύ του δηλωθέντος ΑΦΜ και του ΑΦΜ που εμφαινόταν στα τιμολόγια.
Μετά ταύτα και παρά την αντίθετη (καταδικαστική) Εισαγγελική Πρόταση, το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο και τον απάλλαξε από κάθε κατηγορία.