Αποφυγή υπέρμετρων χρεώσεων τόκων σε ρυθμισμένα δάνεια δυνάμει του α. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010

Αποφυγή υπέρμετρων χρεώσεων τόκων σε ρυθμισμένα δάνεια δυνάμει του α. 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010

LEGAL INSIGHT

Αύγουστος 2023 

 
Ιωάννα Γκλίβα, Δικηγόρος 

I. Εισαγωγικά 

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι οφειλέτες που έχουν ενταχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά έχουν έρθει αντιμέτωποι με την υπέρμετρη αύξηση των δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 για την διάσωση της κύριας κατοικίας τους. Και τούτο διότι οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) υπολογίζουν το επιτόκιο της εν λόγω ρύθμισης στο σύνολο του κεφαλαίου που ορίστηκε με την δικαστική απόφαση να καταβληθεί για την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την σημαντική αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει ως αποτέλεσμα την διόγκωση των μηνιαίων δόσεων του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010.

ΙΙ. Τι προβλέπει η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 

Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό.  

Εκ της διατύπωσης του νόμου δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος εφαρμογής της διάταξης, εάν δηλαδή ο υπολογισμός του επιτοκίου θα γίνεται επί εκάστης δόσης ή επί του συνολικού καταβλητέου ποσού στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 που ορίζει η δικαστική απόφαση. 

ΙΙΙ. Οι πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις που ορίζουν ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το δικαστήριο και όχι στο σύνολο του κεφαλαίου που ορίστηκε να καταβληθεί στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 

Είναι γεγονός πως η πρόσφατη νομολογία (ΕιρΛαυρ 22/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑλεξ 103/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΠειρ 1415/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΠειρ 2163/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δέχεται ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το δικαστήριο και όχι στο σύνολο του κεφαλαίου που ορίστηκε να καταβληθεί για την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο σκοπός του Ν. 3869/2010.

Όλως ενδεικτικώς, αναφέρεται το σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 103/2023 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ): «Αναμφισβήτητα, βασικός στόχος του Ν. 3869/2010 ήταν η διάσωση της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη, όπου αυτή υφίσταται. Επιπλέον, η επιλογή της εκουσίας δικαιοδοσίας, με το ευρύ ρυθμιστικό της πεδίο και τις πέραν του συζητητικού συστήματος εξουσίες που παρέχει στον δικάζοντα, σαφώς υποδηλώνει ότι απομακρυνόμαστε έστω ως ένα βαθμό από την τραπεζική ορολογία με τη στενή έννοια. Αλλά και ο ίδιος ο νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται, πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα. Θα πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο Νομοθέτης, ορίζοντας το ανωτέρω αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, ήτοι την αξία που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, ήτοι μετά από 20 έως 35 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση. Ως εκ τούτου, και λαμβανομένου υπόψη του γενικότερου σκοπού του Ν. 3869/2010, όπως αυτός αποτυπώνεται από την αιτιολογική του έκθεση, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ο οποίος είναι πρωτίστως η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο, διότι μόνο έτσι εξυπηρετείται ο παραπάνω σκοπός του Νόμου. Εξάλλου, καθώς ο Νομοθέτης ρητώς πλέον ορίζει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, η οριζόμενη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση υπολογισμού. Αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση από όπου δεν θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή υπέρμετρων δόσεων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόμου..» 

IV. Πρακτική διαφοροποίηση των δύο τρόπων υπολογισμού του επιτοκίου 

Για παράδειγμα το σύνολο του κεφαλαίου που πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με την δικαστική απόφαση ανέρχεται στο ποσό των 50.000,00 €, με χρονικό διάστημα αποπληρωμής 20 ετών, ήτοι 240 μήνες, άρα με μηνιαία δόση κεφαλαίου 208,33 €, και με επιτόκιο 5%:  

Α. Εάν υπολογιστεί το επιτόκιο της ρύθμισης του αρ. 9 παρ. 2 του Ν. 3969/2010 στο σύνολο του κεφαλαίου που ορίστηκε με την δικαστική απόφαση που έκανε δεκτή την υπαγωγή του οφειλέτη στις διατάξεις του ως άνω νόμου, τότε ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλει μηνιαίως τοκοχρεωλυτική δόση ύψους 330 €. Το συνολικό ποσό των τόκων που θα καταβληθεί κατά την διάρκεια της ρύθμισης θα ανέλθει στο ποσό των 29.195,00€. 

Β. Εάν υπολογιστεί το επιτόκιο της ρύθμισης του αρ. 9 παρ. 2 του Ν. 3969/2010 στην μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το δικαστήριο τότε ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλει μηνιαίως τοκοχρεωλυτική δόση ύψους 218,74 €. Το συνολικό ποσό των τόκων που θα καταβληθεί κατά την διάρκεια της ρύθμισης θα ανέλθει στο ποσό των 2.496,00€. 

V. Αντί επιλόγου 

Προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος καταβολής υπέρμετρων τόκων στα πλαίσια της δικαστικής ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, η μόνη ενδεδειγμένη λύση αποτελεί η κατάθεση αίτησης ερμηνείας της δικαστικής απόφασης από τον οφειλέτη, έτσι ώστε να διευκρινιστεί ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται στην εκάστοτε μηνιαία δόση που επιβλήθηκε από το δικαστήριο, σύμφωνα με τον σκοπό του Ν. 3869/2010.