Ο χρόνος με το παιδί ως βασικός ρυθμιστικός παράγοντας του δικαίου των σχέσεων γονέων και τέκνων μετά το Ν. 4800/2021: ο ελάχιστος «υποχρεωτικός» χρόνος του 1/3, η έννοια της άσκησης της επιμέλειας «50/50», τα ρευστά όρια μεταξύ άσκησης δικαιώματος επικοινωνίας και άσκησης επιμέλειας και οι αντανακλαστικές συνέπειες στο δίκαιο της διατροφής.

LEGAL INSIGHT

Αλεξάνδρα Γιάκη, Διαχειριστής Εταίρος

Ηλίας Γιαννατσής, Δικηγόρος

Η επιθυμία ολοένα και περισσότερο γονέων, μετά την διάσταση ή το διαζύγιο, να συνεχίσουν να περνούν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο με το παιδί τους και να έχουν λόγο στις αποφάσεις της ζωής του, καθώς και οι πολυετείς μελέτες και επιστημονικές έρευνες περί ευτυχέστερων παιδιών που συνεχίζουν να απολαμβάνουν την παρουσία και των δύο γονέων τους μετά το διαζύγιο, οδήγησε στην πρόσφατη ριζική μεταρρύθμιση του οικογενειακού μας δικαίου. Το ζήτημα του «χρόνου» αποτέλεσε και την κύρια αιτία διαμάχης μεταξύ των αντίθετων απόψεων γονέων, νομικών και τρίτων κατά τη διαβούλευση του νομοσχεδίου για την «συνεπιμέλεια». Όταν οι γονείς συνεχίζουν μετά την ρήξη της σχέσης τους να ασκούν «από κοινού και εξίσου» την επιμέλεια, δηλαδή να συναποφασίζουν για όλα τα ζητήματα της ζωής του, ακόμη και τα μη ουσιώδη, ανεξάρτητα από το με ποιον γονέα διαμένει το παιδί, τα αυστηρά όρια, που έθετε ο ίδιος ο νόμος και οι δικαστικές αποφάσεις στους γονείς και τον χρόνο που περνούσαν με τα παιδιά τους (γονέας επιμέλειας- γονέας επικοινωνίας) καθίστανται πλέον ρευστά. Το αν ο χρόνος με το παιδί βαφτίζεται νομικά «χρόνος άσκησης επιμέλειας» ή «χρόνος άσκησης επικοινωνίας» παύει να έχει πλέον την ίδια πρωτεύουσα σημασία, τόσο για τον γονέα που απολαμβάνει την ηθική ευχαρίστηση της επαφής με το παιδί του όσο και για το ίδιο το παιδί. Το άρθρο αυτό εξετάζει πώς ο γονέας μπορεί πλέον με εργαλείο το νόμο να επιδιώξει την αύξηση του χρόνου αυτού, για τον ίδιο και το παιδί του.

Εισαγωγικά- Το τεκμήριο του 1/3.

Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές που εισήχθη με τον νέο νόμο 4800/2021 (σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου)είναι η θέσπιση, για πρώτη φορά, ενός τεκμηρίου ελάχιστης προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το ανήλικο, με αυτό, το οποίο ορίζεται στο 1/3 του συνολικού του χρόνου. Πρόκειται για μια σημαντική αλλαγή στο οικογενειακό μας δίκαιο.
Παρ’ ότι δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα πολλών οργανώσεων, επιστημονικών φορέων και απλών πολιτών για υποχρεωτική συνεπιμέλεια, με την έννοια της κατανομής αυτής 50%-50% ανάμεσα στους δύο γονείς (εναλλασσόμενη κατοικία), εν τούτοις, η καθιέρωση ενός τεκμηρίου ελαχίστου χρόνου επικοινωνίας, που αντιστοιχεί στο 1/3 του χρόνου του παιδιού, θεωρείται από πολλούς, και όχι άδικα, ως ένα πρώτο και ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Με τη ρύθμιση αυτή προκρίνεται μια ιδιαιτέρως διευρυμένη επικοινωνία του γονέα με το τέκνο του, με φυσική του παρουσία και διαμονή του τέκνου στην οικία του γονέα του, ενώ ορίζεται ρητά ότι ο έτερος γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλον γονέα σε τακτή χρονική βάση. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4800/2021 η οριοθέτηση ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει μαζί, συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και στην ψυχική του υγεία. Ταυτόχρονα αποφεύγονται δικαστικές διενέξεις και εντάσεις μεταξύ των γονέων, οι οποίες αντιβαίνουν στο συμφέρον του τέκνου.

Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τί σημαίνει «τεκμήριο» ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας: Στο ελληνικό δίκαιο δεν είναι άγνωστη η έννοια των τεκμηρίων – μαχητών και μη – τα οποία βοηθούν στην συναγωγή συμπεράσματος για κάτι που είναι συνήθως δύσκολο να αποδειχθεί. Ένα τέτοιο τεκμήριο είναι το 1/3 για την αξίωση που έχει ο σύζυγος στα κοινά αποκτήματα του άλλου, το οποίο αναγνωρίζεται ως μια δίκαιη και επιτυχημένη νομοθετική ρύθμιση. Η καθιέρωση τεκμηρίου ελαχίστου χρονικού ορίου επικοινωνίας στο οικογενειακό δίκαιο σημαίνει ότι ,εκ προοιμίου, αναγνωρίζεται από τον νομοθέτη ως κατ’ αρχήν συμφέρον για το ανήλικο τέκνο, η διευρυμένη επικοινωνία του με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του 1/3 του συνολικού χρόνου του. Ο δικαστής που θα κληθεί να αποφασίσει σε μια τέτοια διαφορά, δεσμεύεται κατ’ αρχήν να ορίσει ως ελάχιστη βάση του χρόνου επικοινωνίας του δικαιούχου γονέα, το 1/3 του χρόνου του παιδιού του. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι «μαχητό», σημαίνει δηλαδή ότι μπορεί να ανατραπεί και να αυξηθεί ή να μειωθεί ο χρόνος, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, εάν δηλαδή ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας ή αν επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Σε κάθε περίπτωση, αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο νομοθέτης αφήνει το περιθώριο στον δικαστή να αυξήσει ή να περιορίσει τον χρόνο αυτό, και να αποφασίσει κατά περίπτωση, έχοντας πάντοτε ως γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου. Θα πρέπει, όμως, στην περίπτωση αυτή να υπάρχει ειδική αιτιολόγηση ως προς τους εξαιρετικούς λόγους που επιβάλλουν την ανατροπή του θεσπισμένου από τον νομοθέτη τεκμηρίου του ελαχίστου χρόνου επικοινωνίας.

Στον νέο νόμο δεν γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός της «βάσης αναφοράς», επί της οποίας θα υπολογιστεί το 1/3 του χρόνου του παιδιού (πχ το 1/3 ανά εβδομάδα, μήνα, έτος). Ο προσδιορισμός αυτός θα γίνει, ανάλογα με τις συνθήκες διαβίωσης του κάθε παιδιού. Έτσι, εάν οι γονείς κατοικούν στην ίδια πόλη ή σε κοντινές περιοχές (για την Αττική), προκρίνεται ο υπολογισμός του χρόνου σε εβδομαδιαία βάση. Για παράδειγμα, μέσα στην εβδομάδα, το τέκνο μπορεί να διαμένει με τον γονέα του, ο οποίος δεν ασκεί την επιμέλειά του, τρεις συνεχόμενες ημέρες (πχ Παρασκευή έως Δευτέρα) ή μία καθημερινή και το Σαββατοκύριακο κάθε εβδομάδας κλπ. Σε περιπτώσεις που οι γονείς ζουν σε διαφορετικές πόλεις, ο υπολογισμός του χρόνου προκρίνεται σε μηνιαία ή ετήσια βάση. Ενδεικτικά, ορίστηκε η επικοινωνία πατέρα με ανήλικο που κατοικεί σε άλλη πόλη και δεν έχει σχολικές υποχρεώσεις λόγω της ηλικίας του, κάθε πρώτο Σάββατο του μήνα έως το Σάββατο της επόμενης εβδομάδας συνεχόμενα (ήτοι, για μια συνεχόμενη εβδομάδα), πλέον του εορτών των Χριστουγέννων, Πάσχα και καλοκαιριού (Μον.Εφ.Λάρισας 479/2021).Τέτοιου είδους ρύθμιση της επικοινωνίας (δηλαδή σε αραιότερα μεν, αλλά μακρότερα χρονικά διαστήματα) είναι σύμφωνη και με το πνεύμα της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου 4714/2020, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 1519 του ΑΚ, σχετικά με την αυθαίρετη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου από τον έναν γονέα, όταν επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει.

Όπως είπαμε, το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό όχι μόνο «προς τα κάτω» από τον υπόχρεο να ανεχθεί την επικοινωνία γονέα, προκειμένου να μειώσει τον επιβαλλόμενο από αυτό χρόνο ή να επιβάλλει λοιπούς περιορισμούς στον μη διαμένοντα με το παιδί γονέα, αλλά και «προς τα πάνω», από τον τελευταίο, ο οποίος περνούσε, επιθυμεί, και είναι προς το συμφέρον του παιδιού του, να περνά έτι περισσότερο χρόνο με αυτό. Κριτήρια για την «αύξηση» του χρόνου επικοινωνίας πέραν του 1/3 αποτελούν, μεταξύ άλλων, η μεγάλη εξοικείωση με τον άλλο γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί, συμμετοχή αυτού στις αθλητικές δραστηριότητες του παιδιού, ενίσχυση του παιδιού στην καθημερινή σχολική προετοιμασία του, παροχή ιατρικών φροντίδων από τον άλλο γονέα σε παιδί με ειδικές ανάγκες ή χρόνιες παθήσεις. (βλ.Γ. Λέκκα, Η Επιμέλεια του Παιδιού Κατά τον Αστικό Κώδικα Μετά το Ν. 4800/2021).

Χρόνος επικοινωνίας ή χρόνος επιμέλειας; Έχει σημασία;

Από την στιγμή που μετά την τροποποίηση του α. 1513 ΑΚ οι γονείς, στις περιπτώσεις διάστασης ή διαζυγίου, εξακολουθούν κατ’ αρχήν να ασκούν από κοινού και εξίσου την γονική μέριμνα, ελλείψει αντίθετης δικαστικής ρύθμισης, δυνάμει της οποίας π.χ. ανατίθεται αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας στην μητέρα, ο χρόνος επικοινωνίας και ο χρόνος άσκησης επιμέλειας του τέκνου, τον οποίο μεγάλο μέρος της κοινωνίας ζητούσε πεισματικά να διαμοιρασθεί από «κοινού και εξίσου» μεταξύ των δύο γονέων, σύμφωνα με το μοντέλο της εναλλασσόμενης κατοικίας, δεν διαφέρουν πλέον τόσο πολύ. Ο χρόνος, τον οποίο περνά το παιδί μαζί με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, είναι κι αυτός με άλλα λόγια, χρόνος άσκησης επιμέλειας, καθώς ο γονέας, που κατά τα λοιπά επικοινωνεί με το παιδί του, το οποίο δεν διαμένει μαζί του, έχει δικαίωμα να λαμβάνει αποφάσεις γι’ αυτό, είτε μόνος του για θέματα τρέχοντα, όπως τί θα φορέσει, τί θα φάει, είτε από κοινού με τον άλλο γονέα για τις αθλητικές ή κοινωνικές δραστηριότητες, στις οποίες θα λάβει μέρος, κτλ.

Με άλλα λόγια, ο τόπος διαμονής του παιδιού (της επίσημης δηλαδή κατοικίας του) αποσυνδέεται από την άσκηση της επιμέλειάς του. Συνεπώς το παιδί μπορεί να διαμένει κατά βάση με τον έναν γονέα και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού από τους γονείς του, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να διαμένει εναλλακτικά και με τους δύο γονείς (λ.χ. με εναλλαγή του τόπου διαμονής του ανά 15ήμερο) και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού από αυτούς. Τον χρόνο κατά τον οποίο με το παιδί μένει με τον έναν γονέα, δεν σημαίνει ότι για τον χρόνο αυτό εκείνος ασκεί την επιμέλεια αποκλειστικά. Ο γονέας αυτός, μπορεί, όπως είπαμε να ασκήσει μόνος τους τις πράξεις καθημερινής φροντίδας του παιδιού (πόσο χρόνο θα δει τηλεόραση και τί προγράμματα θα δει, τι ρούχα θα φορέσει), αλλά κατά τα λοιπά η επιμέλεια του παιδιού ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς. Απαιτείται δηλαδή για τα λοιπά θέματα (π.χ. εγγραφή σε φροντιστήριο ή εξωσχολικές δραστηριότητες, επιλογή γιατρού κτλ,) συναπόφαση των γονέων.

Συνεπώς, ακόμη και στο παραπάνω παράδειγμα, των απομακρυσμένων τόπων διαμονής των γονέων, μπορεί να τύχει εφαρμογής το μοντέλο της εναλλασσόμενης κατοικίας, καθώς στις περιπτώσεις αυτές, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας, των σχολικών αναγκών και λοιπών παραμέτρων της καθημερινής ζωής του παιδιού, η εναλλαγή της κατοικίας μπορεί να γίνεται εκτός της εργάσιμης εβδομάδας ή με αναπλήρωση των ημερών διαμονής με τον άλλο γονέα κατά τις ημέρες αργίας ή των σχολικών διακοπών. Σημασία έχει πάντα το συμφέρον του παιδιού, να διαπιστώνεται δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι το παιδί περνά ευχάριστα σημαντικό χρόνο και με τους δύο γονείς του, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους διαφωνίες.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το 1/3 ως τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας, ή χρόνος ακόμα μεγαλύτερος από αυτό, δεν διαφέρει τόσο πολύ από το 50/50 της άσκησης της επιμέλειας. Από κοινού και εξίσου άσκηση της επιμέλειας, όπως τονίζει η θεωρία, δεν σημαίνει ισόχρονη.

Άλλωστε, όπως έχει κριθεί (βλ. ΜΠρΠατρών 43/2020, ΝΟΜΟΣ) η επικοινωνία μπορεί να συνδυάζεται με τη λειτουργική κατανομή της επιμέλειας με την ανάθεση στον ένα γονέα της φροντίδας του παιδιού σε θέματα υγείας και εκπαίδευσης και η επικοινωνία να ασκείται «όποτε απαιτείται προκειμένου να λάβουν χώρα ιατρικές επισκέψεις, λογοθεραπείες, εργοθεραπείες, κινησιοθεραπείες και εν γένει θεραπείες που αφορούν τα θέματα υγείας του τέκνου». Το τελευταίο μπορεί να επιτευχθεί δικαστικά, δηλαδή, ακόμα και σε περίπτωση που κατ’ απόκλιση από τον κανόνα της κοινού και εξίσου άσκησης της επιμέλειας, η άσκησή της έχει ανατεθεί δικαστικά αποκλειστικά στον έναν γονέα. Είναι δε ιδιαίτερα κρίσιμο, στην περίπτωση γονέων με παιδιά με ειδικές ικανότητες και ανάγκες, την συνοδεία των οποίων σε γιατρούς, συνεδρίες λογοθεραπείας ή εργοθεραπείας κτλ, είχε αναλάβει πριν την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, ο μη ασκών πλέον επιμέλεια γονέας, σε πάρα πολλές περιπτώσεις μάλιστα, ο πατέρας.

Αντανακλαστικές συνέπειες στην υποχρέωση διατροφής

Ο ως άνω χρόνος που παραμένει το παιδί με τον κάθε γονέα έχει σημασία και για τον υπολογισμό της διατροφής. Από την στιγμή που το παιδί ζει μεγάλο μέρος του χρόνου και με τους δύο γονείς, η παλαιά θέση της νομολογίας, ότι τα έξοδα στα οποία προβαίνει ο γονέας κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του για το παιδί δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της διατροφής, καταρρίπτεται. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στην θεωρία «Η επιρροή της εναλλασσόμενης κατοικίας είτε της παραπλήσιας με αυτή ιδιαίτερα διευρυμένης επικοινωνίας στη διατροφή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού είναι σαφές ότι αφενός ο δικαιούχος της επικοινωνίας προβαίνει σε μεγαλύτερες δαπάνες, έχοντας το παιδί μαζί του για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αφετέρου ο άλλος γονέας εξοικονομεί δαπάνες για τον ίδιο λόγο» (βλ. Κ. Φουντεδάκη, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Το νέο δίκαιο των σχέσεων γονέων και παιδιών). Όταν με άλλα λόγια, ο γονέας με τον οποίο κανονικά δεν διαμένει το παιδί, είτε ασκεί την επιμέλεια από κοινού με τον άλλο γονέα είτε είναι μόνο δικαιούχος επικοινωνίας, ζει με το παιδί το 1/3 (τουλάχιστον) του χρόνου, υποβάλλεται σε έξοδα διατροφής, ψυχαγωγίας, ρουχισμού και λοιπών καταναλωτικών αγαθών, δραστηριοτήτων κτλ, δεν μπορεί έπειτα να απαιτείται από αυτόν η εκ νέου κάλυψή τους μέσω της υποχρέωσης διατροφής. Το ύψος των δαπανών, στις οποίες προβαίνει για το παιδί, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον συνυπολογισμό των οικονομικών του δυνάμεων, οι οποίες σαφώς θα είναι μειωμένες σε σχέση με το εάν δεν είχε το παιδί μαζί του τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, και εν τέλει στον προσδιορισμό του χρηματικού ποσού που θα κληθεί να καταβάλει στον έτερο γονέα – εφόσον ο τελευταίος έχει μικρότερη οικονομική δύναμη – ειδάλλως η μη μειωμένη διατροφή που θα κληθεί να καταβάλλει θα αποτελεί εν τέλει ένα μέσο πλουτισμού, του γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή που επί εναλλασσόμενης κατοικίας λ.χ. η ΜΠρΝάξου 156/2017 αποφασίζει ο καθένας γονέας να επιβαρύνεται με όλα τα έξοδα για τον χρόνο που το έχει ή η ΜΠρΑθ 5652/2018 κρίνει ότι επί ισόχρονης διαμονής η διατροφή πρέπει να μοιράζεται μεταξύ των γονέων με βάση την αναλογία δυνάμεων, τα δικαστήρια θα πρέπει σε περιπτώσεις διευρυμένης επικοινωνίας να δέχονται ότι οι δαπάνες που καταβάλλονται απευθείας από τον γονέα κατά την διαμονή του παιδιού μαζί του, δεν οφείλονται ως διατροφή στον άλλο γονέα (βλ. και MΠρΠατρών 34/2020), κατά την οποία έγινε δεκτό, στο πλαίσιο της ανάθεσης της λειτουργικής επιμέλειας του παιδιού αναφορικά με τον τομέα της παιδείας του στον πατέρα, ότι τα δίδακτρα του σχολείου θα καταβάλλονται απευθείας από τον ίδιο, αντί να συνυπολογίζονται στην διατροφή του παιδιού και αντιστοίχως να καταβάλλονται στον άλλο γονέα ως μέρος αυτής). Αντίστοιχα μειώνεται η συμβολή της μητέρας με την προσωπική της εργασία, αφού καταλήγει να φροντίζει το παιδί για πολύ λιγότερο χρονικό διάστημα μέσα στο μήνα, και επομένως οφείλει και αυτή να καλύπτει κατά την αναλογία των δυνάμεών της τις διατροφικές του ανάγκες σε χρήμα.

Συμπερασματικά

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι με την καθιέρωση του ανωτέρω τεκμηρίου ελαχίστου χρόνου επικοινωνίας, έστω και μαχητού, διασφαλίζεται η ουσιαστική συμμετοχή του γονέα που δεν διαμένει με το παιδί του, στην καθημερινότητα και στη ζωή του. Παύει να είναι ο γονέας αυτός ο «επισκέπτης του Σαββατοκύριακου», όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος λόγω της νομολογιακή πρακτικής να ρυθμίζεται η επικοινωνία του γονέα με το παιδί του συνήθως δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα και ένα ή δύο απογεύματα μέσα στην εβδομάδα, και επιφυλάσσεται σε εκείνον ένας πιο ενεργός ρόλος στην ανατροφή του παιδιού του, ακόμη και αν δεν ασκεί την επιμέλειά του. Ο χρόνος αυτός μπορεί να αυξάνεται είτε για να εξυπηρετούνται λειτουργικές ανάγκες του παιδιού π.χ. η επίσκεψη στον γιατρό του ή τυχόν χρόνος για την βοήθεια στην εκμάθηση των μαθημάτων του, είτε απλώς γιατί κατ΄αυτόν τον τρόπο εξυπηρετείται η καθημερινότητα του παιδιού και προάγεται το συμφέρον του εν γένει π.χ. διατηρείται η συναισθηματική εγγύτητα με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει. Στην περίπτωση δε, που οι γονείς εξακολουθούν σύμφωνα με τον κανόνα της ΑΚ 1513 να ασκούν από κοινού και εξίσου την γονική μέριμνα, ο χρόνος «επικοινωνίας» αποτελεί απλώς τον πραγματικό χρόνο με τον οποίο διαμένει το παιδί με τον έναν γονέα του, ο οποίος δεν χρειάζεται να είναι ίσος με αυτόν που περνά στο σπίτι του άλλου γονέα. Ασκεί, δε, ο γονέας και κατά το χρονικό διάστημα αυτό, όπως και κατά το χρονικό διάστημα που το παιδί δεν διαμένει μαζί του, την επιμέλειά του από κοινού με τον άλλο γονέα. Αλλά ακόμη κι αν η άσκηση της επιμέλειας έχει ανατεθεί αποκλειστικά στον έναν, ο άλλος γονέας μπορεί πέρα από τη διεύρυνση του χρόνου επικοινωνίας του να ζητήσει την λειτουργική κατανομή της επιμέλειας κατά τρόπο που να μπορεί να εξυπηρετεί τις ανάγκες του παιδιού του αναφορικά π.χ. με το σχολείο ή την υγεία του, με τον ίδιο τρόπο που τις εξυπηρετούσε πριν την διάσταση ή το διαζύγιο. Αντίστοιχα, μπορεί να ζητήσει να ανατεθεί από κοινού στους δύο γονείς το σύνολο της άσκησης της επιμέλειας, ακόμη και με την μορφή της εναλλασσόμενης κατοικίας.

Ο γονέας μπορεί δηλαδή να ζητήσει την μεταρρύθμιση των δικαστικών αποφάσεων που έχουν ήδη εκδοθεί με το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς και αφορούν ζητήματα επιμέλειας και επικοινωνίας με ανήλικα τέκνα, λόγω ακριβώς της νομοθετικής μεταβολής που έχει επέλθει στα συγκεκριμένα ζητήματα, και να απαιτήσει δικαστικά την διεύρυνση του χρόνου επικοινωνίας του με το παιδί του και την ανάθεση της άσκησης της επιμέλειας αυτού στο πρόσωπό του. Κατά λογική αναγκαιότητα, ο γονέας θα μπορεί να ζητήσει και την σχετική μεταρρύθμιση της υποχρέωσής του προς διατροφή. Επικοινωνία και επιμέλεια είναι εν τέλει έννοιες νομικές, οι οποίες προσαρμόζονται στην συγκεκριμένη περίπτωση για να εξυπηρετήσουν το πραγματικό συμφέρον του παιδιού, όπως αυτό συνέχεται με την διάσωση και την ενίσχυση της σχέσης με τους γονείς του.