Οι νέες διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου και η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας.

Στελλίνα Μανδάλου, Δικηγόρος

Με την πρόσφατη μεταρρύθμιση του οικογενειακού μας δικαίου, δυνάμει του Ν. 4800/2021, και ιδίως με τις μεταβολές των άρθρων 1520 και 1532 του Αστικού μας Κώδικα, παρατηρήθηκε μία έντονη αντιπαράθεση στον δημόσιο διάλογο μεταξύ άλλων και αναφορικά με το εάν και κατά πόσον οι εν λόγω νέες διατάξεις αντιστρατεύονται τα δικαιώματα των γονέων που τυγχάνουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Πράγματι, ο νέος νόμος δίχασε την κοινή γνώμη, καθότι, παρά τους πολλούς θιασώτες του, δέχθηκε παράλληλα και δριμεία κριτική, η οποία βασίστηκε στη θέση ότι, τόσο η θέσπιση του τεκμηρίου ελάχιστης προσωπικής επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, όσο και η ανάγκη ύπαρξης οριστικής (και κατά το αρχικό νομοσχέδιο αμετάκλητης) καταδικαστικής απόφασης για την τέλεση ενδοοικογενειακής βίας ώστε να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα από τον κακοποιητικό γονέα, παρορούν τα κοινωνικά δεδομένα και τη δυναμική των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, ώστε τελικά η προστασία των θυμάτων να εξασθενεί ακόμα περισσότερο. Με το παρόν άρθρο, λοιπόν, θα επιχειρήσουμε να σταχυολογήσουμε τις δυνατότητες που παρέχονται με τα ισχύοντα δεδομένα σε συζύγους – θύματα ενδοοικογενειακής βίας, όταν η κακοποίηση δεν στρέφεται απαραίτητα και εναντίον του ανήλικου τέκνου, με βάση ένα πλέγμα διατάξεων του Αστικού και του Ποινικού μας Κώδικα, αλλά και του ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.

Εισαγωγικά.

Με βάση το νέο άρθρο 1520 παρ. 1 εδ. γ’ του Αστικού μας Κώδικα (στο εξής ΑΚ) ορίστηκε ότι ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου.

Περαιτέρω, στη νεοπαγή διάταξη του α. 1533 παρ. 2 ΑΚ, προστέθηκαν ορισμένες ενδεικτικές περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, στις οποίες το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον υπαίτιο γονέα, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου. Μεταξύ των παραπάνω περιπτώσεων συγκαταλέγεται και η καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (παρ. 2 περ. στ’).

Το ερώτημα που διατυπώθηκε, λοιπόν, εν όψει των ως άνω μεταβολών, είναι το πώς θα αμυνθεί ένας γονέας που δέχεται ενδοοικογενειακή βία από τον άλλο, στην περίπτωση που η κακοποίηση δεν στρέφεται και σε βάρος του τέκνου, ώστε να υπάρχει δυνατότητα συνολικής απομάκρυνσης του κακοποιητή. Πώς μπορεί να προστατευθεί πραγματικά το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας, όταν παράλληλα θα πρέπει να ανέχεται μία διευρυμένη επικοινωνία του τέκνου του με τον θύτη; Επιπλέον, η προϋπόθεση του νόμου για οριστική δικαστική απόφαση (δηλαδή απόφαση πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας) συνάδει με τη φύση, τον εγγενή κίνδυνο και την ταχεία δυναμική των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, που απαιτούν, αν μη τι άλλο, αμεσότητα στις διαδικασίες αντιμετώπισής τους;

Το ανήλικο τέκνο ως αμέτοχος «θεατής» της ενδοοικογενειακής βίας – Η εκ νόμου αναγωγή της άσκησης βίας ενώπιον του τέκνου σε μορφή κακοποίησής του.

Τα παραπάνω ερωτήματα είναι εύλογα, ιδίως αν αναλογιστούμε τον εντελώς εσφαλμένο τρόπο, με τον οποίο μεταχειρίζεται πολλές φορές η νομολογία των δικαστηρίων μας σχετικά περιστατικά. Για παράδειγμα, στην αρκετά πρόσφατη απόφαση 298/2021 του Εφετείου Πειραιώς (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκε ότι, κατά την παράδοση των ανήλικων τέκνων από τη μητέρα τους στον πατέρα κατά την καθορισμένη ημέρα επικοινωνίας τους μαζί του, ο τελευταίος έσπρωξε τη μητέρα τους και τη χτύπησε στο επάνω μέρος του κεφαλιού της ενώπιόν τους, για να τα πάρει από εκείνη, λόγω της έντονης άρνησής τους να τον ακολουθήσουν (μάλιστα, όπως αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση, το ένα παιδί του είχε δηλώσει ρητώς «μπαμπά, δεν θέλω να έρθω βόλτα μαζί σου»). Παρά ταύτα, το Δικαστήριο όλως αντιφατικά, αφού προηγουμένως είχε δεχθεί μάλιστα ότι στη σκηνή αυτή τα παιδιά αναστατώθηκαν, φώναζαν και έκλαιγαν, στη συνέχεια έκρινε ότι «εξ όλων των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων δεν αποδείχθηκε κακοποιητική συμπεριφορά του πατέρα σε βάρος της …., ούτε απότομη στάση έναντι αυτής και της ………., το δε επεισόδιο της 7.9.2017 αφορούσε τους εν διαστάσει συζύγους και δεν αποδεικνύεται ότι άφησε κάποιο ψυχολογικό τραύμα στις πολύ μικρής ηλικίας ανήλικες κόρες των διαδίκων».

Η κρίση αυτή είναι προδήλως λανθασμένη, δεδομένου ότι ο νομοθέτης αυθεντικά έχει αποφανθεί ότι η άσκηση βίας ενώπιον του τέκνου ισοδυναμεί με την άσκηση βίας σε βάρος του. Και αυτό, διότι λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές συνέπειες που έχει για τον ψυχικό κόσμο του ανηλίκου, με το α. 6 παρ. 3 του ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, αποδοκιμάζει και τις περιπτώσεις που ο ανήλικος είναι αμέτοχος θεατής της βίας, προβλέποντας ως κύρωση για τις περιπτώσεις αυτές φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

Άλλωστε, τούτο καθίσταται εναργές και σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, κατά την οποία: «[…] Σημαντική -και εν πολλοίς πρωτοποριακή- στο παρόν Σχέδιο Νόμου είναι η αντιμετώπιση των ανηλίκων ως θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, ακόμα και όταν οι σχετικές πράξεις δεν στρέφονται άμεσα εναντίον τους, αλλά απλώς τελούνται ενώπιόν τους (άρθρο 1 παράγραφοι 2 στοιχείο γ’ και 3). Εν προκειμένω, ελήφθησαν υπ’ όψη επιστημονικά δεδομένα, σύμφωνα µε τα οποία οι πράξεις ενδοοικογενειακής βίας επιδρούν αρνητικά στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη των ανηλίκων, µε κίνδυνο το φαινόμενο να διαιωνίζεται. Για τον λόγο αυτό θεωρείται διακεκριμένη παραλλαγή του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης όταν διαπράττονται οι σχετικές πράξεις ενώπιον ανήλικου µέλους της οικογένειας (άρθρο 6 παρ. 3).[…]».

Περαιτέρω, ο νέος Ποινικός Κώδικας (στο εξής ΠΚ) εξομοιώνει εξίσου μέσω της παραγράφου 3 του α. 312 του ιδίου, την πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας σε βάρος ανηλίκου με την τέλεση των εν λόγω πράξεων ενώπιόν του, με επαπειλούμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους.

Για τη σχέση μεταξύ των διατάξεων του ν. 3500/2006 και του νέου Ποινικού Κώδικα, επισημαίνεται συνοπτικά πως τα άρθρα του νέου ΠΚ καλύπτουν ορισμένες μορφές ενδοοικογενειακής βίας και, ως εκ τούτου, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του ν. 3500/2006. Ωστόσο, ο ν. 3500/2006 δεν έχει καταργηθεί, αλλά εξακολουθεί να ισχύει σε όσες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας μένουν εκτός πεδίου εφαρμογής των άρθρων 312, 330 και 333 του νέου ΠΚ (π. χ. σε περίπτωση τέως συντρόφων). Σε σχέση με τις δικονομικές διατάξεις του Ν. 3500/2006 θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφαρμόζονται για όλες τις εγκληματικές πράξεις που περιγράφονται στο Ν. 3500/2006, ακόμα και αν για κάποιες από αυτές η ποινική κύρωση είναι εκείνη των διατάξεων του νέου ΠΚ.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ευθέως ότι η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας μεταξύ των γονέων που τελείται ενώπιον του τέκνου (ακόμα δηλαδή κι αν δεν στρέφεται άμεσα αλλά, όπως λέγεται, «έμμεσα» εναντίον του), αντιμετωπίζεται αυθεντικά από το νομοθέτη ως μορφή κακοποίησής του. Συνεπώς, δεν απαιτείται να αποδειχθεί περαιτέρω η αρνητική επίδραση των περιστατικών βίας στον ψυχικό κόσμο των τέκνων, δεδομένου ότι εκ των προτέρων ο νόμος έχει ευλόγως αποφανθεί ότι αυτή θα υπάρχει σε κάθε περίπτωση.

Το «μαχητό» τεκμήριο του επικοινωνίας του α. 1520 του Αστικού Κώδικα – Η δυνατότητα περιορισμού ή και αποκλεισμού της επικοινωνίας.

Επανερχόμενοι στο υπό εξέταση ζήτημα και εν όψει των ανωτέρω επισημάνσεων, θα πρέπει να αναφερθεί ακολούθως ότι το τεκμήριο επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, στο 1/3 του συνολικού χρόνου είναι ένα «μαχητό» τεκμήριο. Αυτό, δηλαδή σημαίνει ότι μπορεί (και επιβάλλεται) να καθορισθεί και μικρότερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου (βλ. ειδικότερα Ο χρόνος με το παιδί ως βασικός ρυθμιστικός παράγοντας του δικαίου των σχέσεων γονέων και τέκνων μετά το Ν. 4800/2021: ο ελάχιστος «υποχρεωτικός» χρόνος του 1/3, η έννοια της άσκησης της επιμέλειας «50/50», τα ρευστά όρια μεταξύ άσκησης δικαιώματος επικοινωνίας και άσκησης επιμέλειας και οι αντανακλαστικές συνέπειες στο δίκαιο της διατροφής).

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η εκ μέρους του ενός γονέα άσκηση βίας προς τον έτερο γονέα ισοδυναμεί, κατά τα ανωτέρω, με κακοποίηση του ανηλίκου, τότε είναι προφανές πως ο περιορισμός της επικοινωνίας και «κάτω» του 1/3 είναι δυνατός και, μάλιστα, επιβάλλεται, προς εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου, όπως άλλωστε δυνατός είναι και ο εν συνόλω αποκλεισμός της επικοινωνίας. Η δε αναφορά στο τρίτο εδάφιο της 1520 ΑΚ παρ. 1, ότι αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας, ουδόλως αντιτίθεται στην παραπάνω θέση, αφού η κακοποίηση του τέκνου συνιστά έναν τέτοιο εξαιρετικά σοβαρό λόγο, ο οποίος αντιμετωπίζεται μάλιστα ως κριτήριο κακής άσκησης της γονικής μέριμνας (όπως θα αναλυθεί κατωτέρω ειδικότερα).

Η πλήρης αντίθεση της βίας μεταξύ των γονέων στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου έχει κριθεί και νομολογιακά. Χαρακτηριστική είναι η υπ’ αριθ. 12629/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Αρμ. 2006, 240), δυνάμει της οποίας καθορίστηκε ότι η επικοινωνία του πατέρα με το ανήλικο τέκνο θα γίνεται μία φορά κάθε μήνα σε δημόσιο χώρο με την παρουσία κοινωνικής λειτουργού, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι ο μέχρι τότε χρόνος επικοινωνίας του πατέρα με το τέκνο αναλωνόταν κυρίως στο να καταφέρεται ο τελευταίος συστηματικά εναντίον της μητέρας του παιδιού, με ιδιαίτερα προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και στο να εκδηλώνει απειλητικές διαθέσεις εναντίον του προσώπου της, με αποτέλεσμα οι επαφές του ανηλίκου με τον πατέρα του να του προκαλούν πανικό και να αναμένει από αυτόν ανά πάσα στιγμή να βλάψει τη μητέρα του. Ομοίως, με βάση την υπ’ αριθ. 190/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αδημ.), κρίθηκε ότι η επικοινωνία θα πρέπει να γίνεται μία φορά την εβδομάδα για οκτώ ώρες χωρίς διανυκτέρευση στην οικία του πατέρα, διότι το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ανήλικο τέκνο, ηλικίας οκτώ ετών, είχε τραυματιστεί ψυχολογικά από τα περιστατικά βίας του πατέρα σε βάρος της μητέρας του, πολλά από τα οποία εκτυλίχθηκαν ενώπιόν του.

Περίπτωση, μάλιστα, αποκλεισμού της επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα, είχαμε στην υπ’ αριθ. 2912/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δυνάμει της οποίας ανακλήθηκε προσωρινή διαταγή επικοινωνίας πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του, διότι ο τελευταίος κατά τη βάπτιση του ενός εκ των δύο παιδιών του, ράπισε τη μητέρα τους για ασήμαντο λόγο εντός του Ιερού Ναού. Το Δικαστήριο κατέληξε στην ανωτέρω κρίση Του, προκειμένου να αποτραπεί ο σοβαρός και επικείμενος κίνδυνος να γίνουν τα τέκνα των διαδίκων μάρτυρες ενός ακόμη βίαιου επεισοδίου ανάμεσα στους γονείς τους.

Ενδιάμεσες λύσεις είναι εξίσου δυνατές, όπως για παράδειγμα, η παράδοση και παραλαβή του τέκνου πάντα παρουσία τρίτων προσώπων ή και αποκλειστικά από τρίτα πρόσωπα (π. χ. παππούδες) ή σε δημόσιο χώρο. Οι εν λόγω εναλλακτικές δυνατότητες μπορούν να παράσχουν ασφάλεια στα θύματα, ακόμα κι όταν η βία δεν έχει ασκηθεί ενώπιον του τέκνου, ώστε να είναι δυνατή η ενεργοποίηση των παραπάνω διατάξεων.

Η δυνατότητα αφαίρεσης της γονικής μέριμνας κατ’ άρθρ. 1532 του Αστικού Κώδικα.

Γίνεται επίσης δεκτό ότι η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας ενώπιον του τέκνου αποτελεί κριτήριο της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας (βλ. σχετικά Α. Πελλένη – Παπαγεωργίου, Ενδοοικογενειακή βία και οικογενειακό δίκαιο, ΕφΑΔΠολΔ 12/2021˙ Δ. Γεροστάθου, Ειρηνοδίκης, Ενδοοικογενειακή βία σε σχέση με την προσωπικότητα του τέκνου, ΕφΑΔΠολΔ 12/2014). Μάλιστα, η ερμηνευτική υιοθέτηση της ευρείας έννοιας της ενδοοικογενειακής βίας –υπό το φως και των αξιολογήσεων, που περικλείονται στη Σύμβαση ΟΗΕ (άρθρο 19) και σε κατευθυντήριες οδηγίες διεθνούς ακτινοβολίας, τις οποίες εξέδωσε ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης (βλ. ανωτέρω 313), και του ν. 3500/2006 (άρθρα 1 § 3 εδ. β΄, 2 και 4) – συνεπάγεται ότι στην κακή άσκηση της γονικής μέριμνας κατά την ΑΚ 1532 § 2 περ. στ’ περιλαμβάνεται κάθε μορφή βίας, συμπεριλαμβανομένης της ψυχολογικής και λεκτικής βίας, που διαπράττεται σε βάρος μελών της οικογένειας του παιδιού ενώπιόν του. Πρέπει μάλιστα να γίνει δεκτό ότι «ενώπιον του ανηλίκου» σημαίνει, σύμφωνα και με τον σκοπό της διάταξης, που είναι η προστασία του, όχι μόνο η βία που ασκείται παρουσία του ανηλίκου, αλλά κάθε μορφή βίας, την οποία αντιλαμβάνεται ο ανήλικος (βλ. Γ. Λέκκα, Η επιμέλεια του παιδιού κατά τον Αστικό Κώδικα, 2021 σελ. 324 – 327).

Η δε απαίτηση του νόμου περί ύπαρξης οριστικής δικαστικής απόφασης για άσκηση ενδοοικογενειακής βίας, προκειμένου για την αφαίρεση της γονικής μέριμνας (διάταξη η οποία έχει επικριθεί από πολλούς ως μη εναρμονιζόμενη με το άρθρο 31 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, γνωστής ως Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που αναφέρεται σε «κρούσματα βίας» και όχι σε σχετικές καταδίκες) δεν έχει διευκρινιστεί από τη σχετική αιτιολογική έκθεση. Σύμφωνα με την τελευταία, στόχος της προτεινόμενης ρύθμισης του α. 1532 ΑΚ είναι να τεθούν ενδεικτικώς αναφερόμενα κριτήρια κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, δυνάμει των οποίων θα αξιολογείται ο τρόπος ασκήσεως των καθηκόντων που επιβάλλει το λειτούργημα των γονέων, ως από κοινού ασκούντων τη γονική μέριμνα, ώστε εάν αυτό κριθεί αναγκαίο να επανακαθορίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο η κατανομή και ο ειδικότερος τρόπος άσκησης αυτής. Υποστηρίζεται πάντως ότι η εν λόγω προϋπόθεση έχει τεθεί ως πρόσκομμα σε τυχόν καταχρηστικές καταγγελίες περί ενδοοικογενειακής βίας.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, και δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η αντιμετώπιση των φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας απαιτεί ταχείες διαδικασίες, ο εισαγγελέας δύναται να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του τέκνου, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, όταν επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του (α. 1532 παρ. 4 ΑΚ).

Αντίστοιχη προστασία μπορεί να ζητηθεί και κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (α. 682 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – στο εξής ΚΠολΔ – και ιδίως α. 735 ΚΠολΔ, όπως αναλύεται ειδικότερα κατωτέρω) με αίτημα προσωρινής διαταγής (α. 691Α ΚΠολΔ), τόσο για τον γονέα όσο και για το τέκνο, με νομική βάση ευθέως τις διατάξεις περί ενδοοικογενειακής βίας, όπως και αυτές της προσβολής της προσωπικότητας (α. 57 παρ. 1 ΑΚ).

Ευρύτερο νομικό οπλοστάσιο για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας.

Σημαντικά στην πράξη εργαλεία για την προστασία των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας παρέχουν και τα α. 15 (και α. 735 ΚΠολΔ) και 18 του ν. 3500/2006, όπως επίσης και του α. 1393 ΑΚ.

Ειδικότερα, με το α. 15 του ν. 3500/2006 προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στο α. 735 ΚΠολΔ, το οποίο εξασφαλίζει την άμεση απαλλαγή των θυμάτων από τη φυσική παρουσία του δράστη. Δυνάμει της εν λόγω διάταξης, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατάξει σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ιδίως την απομάκρυνση του θύτη από την οικογενειακή κατοικία ή τη μετοίκησή του ή την απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των τέκνων και ξενώνες φιλοξενίας (βλ. σχετικά ΜΠρΛαμ 446/2013, ΜΠρΑθ 2629/207 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠρεβ 86/2008 ΕλλΔνη 2011.601· βλ. και από 16.02.2021 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, υπόθεσης του γραφείου μας, στην οποία διατάχθηκε η απομάκρυνση της μητέρας από την οικογενειακή κατοικία, δυνάμει του άρθρου 735 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθότι πιθανολογήθηκε σφόδρα η από μέρους της άσκηση βίας σε βάρος των τριών ανήλικων τέκνων της).

Μάλιστα, σύμφωνα με τη θεωρία και τη νομολογία, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να παρέχονται όχι μόνο στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά και στην τακτική διαδικασία, με την άσκηση κύριας αγωγής ενώπιον του αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου (βλ. ΠΠρΠρεβ 86/2008 ΕλλΔνη 2011.601˙ Βαλμαντώνης, Γ., Η αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας – Πτυχές του αστικού και συγκριτικού δικαίου, ΕλλΔνη 2016.57).

Αντίστοιχα μέτρα προστασίας του θύματος μπορούν να επιβληθούν στο δράστη και στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, βάσει του α. 18 παρ. 1 του ν. 3500/2006, κατά το οποίο σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν να επιβληθούν περιοριστικοί όροι στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται.

Περαιτέρω, με βάση το α. 1393 ΑΚ (δικαστική ρύθμιση της οικογενειακής στέγης) είναι δυνατή η στέρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης από το θύτη, ακόμα κι αν του ανήκει κατά κυριότητα (βλ. ΜΠρΒόλου 492/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αλλά και ΜΠρΛαμ 446/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ περί παραχώρησης της μισθωμένης οικίας στην παθούσα μητέρα).

Τέλος, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 17 του ν. 3500/2006, το οποίο ως δικονομική διάταξη εφαρμόζεται, όπως προαναφέρθηκε και όσον αφορά στα αδικήματα του νέου ΠΚ, σε περίπτωση υποβολής έγκλησης για αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας, η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως (συνεπώς δεν υφίσταται εν προκειμένω η τρίμηνη προθεσμία για την κατάθεση της έγκλησης του α. 114 παρ. 1 ΠΚ) ενώ ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία (α. 417 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).

Συμπερασματικά.

Είναι αδιαμφισβήτητο πλέον ότι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας συμβαίνουν σε δραματική συχνότητα και ένταση γύρω μας. Μάλιστα, με την υπ’ αριθ. 12/2021 Εγκύκλιο του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Πλιώτα Βασιλείου, απευθύνθηκαν από τον τελευταίο οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές προς τις εισαγγελικές αρχές της χώρας μας για την αντιμετώπιση των εν λόγω περιστατικών ήδη από το πρώιμο στάδιο της εμφάνισής τους, δίνοντας έμφαση στην προληπτική δράση των αρμόδιων αρχών. Η εν λόγω έκκληση αποδεικνύει περίτρανα την ανάγκη μη υποτίμησης των σχετικών καταγγελιών, δεδομένου ότι, όπως δυστυχώς επιβεβαιώνει και η πραγματικότητα, η οποιαδήποτε ολιγωρία μπορεί να στοιχήσει ακόμη και ανθρώπινες ζωές.

Η εν λόγω επαγρύπνηση απαιτείται ακόμα περισσότερο και από την μεριά των δικαστικών αρχών, οι οποίες θα πρέπει να διατάσσουν ρεαλιστικά και αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία των θυμάτων κακοποίησης. Πράγματι, λύσεις οι οποίες αφήνουν εκτεθειμένα τα θύματα μέσω της «κερκόπορτας» της επικοινωνίας του γονέα – θύτη με το τέκνο δεν συνάδουν με την πραγματικότητα, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εξυπηρετούν το βέλτιστο συμφέρον και του ανηλίκου, το οποίο προφανώς δεν μπορεί να εξετάζεται σε πλήρη ανεξαρτησία με το τι συμβαίνει ανάμεσα στους γονείς.