Παράνομη Μετοίκηση του ενός Γονέα με το Παιδί στο Εξωτερικό: Η Διασυνοριακή Προστασία
yiannatsis2023-11-23T09:52:40+00:00Ηλίας Γιαννατσής, Δικηγόρος
Περίληψη: Το άρθρο αυτό αναφέρεται στη συνήθη περίπτωση απαγωγής του παιδιού από τον έναν γονέα, ο οποίος διαφεύγει με αυτό εκ της ή στην ελληνική επικράτεια. Εκτίθενται συνοπτικά τα δικαιώματα του γονέα «που μένει πίσω» απέναντι σε αυτή την κατάσταση και, συγκεκριμένα, η δυνατότητα του τελευταίου να διεκδικήσει την επιστροφή του παιδιού του. Ως υπόθεση εργασίας λαμβάνεται υπόψη η περίπτωση, που το πρότινος διαμένον στην Ελλάδα παιδί μετοικεί, ελλείψει συναπόφασης των γονέων, με τον έναν εξ αυτών σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντίστροφα η περίπτωση που το παιδί απάγεται από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ και μετοικεί στην Ελλάδα. Στο πρώτο μέρος του άρθρου αναλύεται η αστική και στο δεύτερο η ποινική προστασία.
Ι. Η αστική προστασία
ΙΑ. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο
Η αστική διάσταση της διεθνούς απαγωγής παιδιών ρυθμίζεται από τη Σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 για τα Αστικά Θέματα της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, την οποία η Ελλάδα κύρωσε με τον Νόμο 2102/1992. Τη ρύθμιση των διατάξεων αυτών συμπλήρωσε το άρθρο 11 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 2201/2003. Τα δύο νομοθετικά κείμενα ισχύουν παράλληλα (η Σύμβαση της Χάγης τίθεται μόνη σε εφαρμογή στην περίπτωση που η μετακίνηση του παιδιού γίνεται από ή προς τρίτο κράτος, μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Σκοπός των ως άνω διατάξεων είναι η μείωση των εμποδίων στα οποία υπόκειται η επιστροφή του παιδιού λόγω των διαφορετικών δικαιοδοσιών των κρατών μελών.
ΙΒ. Η αίτηση για επιστροφή
Αρχικά, ο γονέας, που διεκδικεί την επιστροφή του παιδιού, δύναται είτε να υποβάλει σχετική αίτηση στην Κεντρική Αρχή, του κράτους της διαμονής του παιδιού πριν τη μετακίνησή του, η οποία ορίζεται δυνάμει του άρθρου 6 της Σύμβασης της Χάγης, είτε να προσφύγει απευθείας ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής του κράτους της απαγωγής. Στην Ελλάδα ως Kεντρική Aρχή ορίζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης .
Η Κεντρική Αρχή θα πρέπει να προκαλέσει την παρέμβαση της δικαστικής ή διοικητικής αρχής της πολιτείας, όπου το παιδί έχει μεταφερθεί, προωθώντας στην αρμόδια αρχή το φάκελο της υπόθεσης, προκειμένου να διαπιστωθεί από την εκεί δικαιοδοσία ο παράνομος χαρακτήρας της μετακίνησης και να διαταχθεί τελικά η επιστροφή του παιδιού. Πρακτικά, στην περίπτωση που το παιδί μετακινείται στην Ελλάδα, ο φάκελος μεταφέρεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και παραλαμβάνεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους προκειμένου να προβούν στην κατάθεση της αίτησης ενώπιoν του αρμόδιου Eλληνικού δικαστηρίου.
ΙΓ. Η κρίση για το παράνομο της μετακίνησης και η απόφαση επιστροφής
Το δικαστήριο του κράτους, όπου έχει μεταφερθεί το παιδί, κρίνει την μετακίνηση αυτή παράνομη στην περίπτωση που 1) αυτή γίνεται κατά παράβαση των δικαιωμάτων επιμέλειας που έχει ο γονέας, από κοινού ή ατομικά, σύμφωνα με το δίκαιο της πολιτείας στην οποία το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνησή του και 2) το δικαίωμα επιμέλειας ασκούνταν στην πράξη, και θα ασκούνταν αν δεν μεσολαβούσε η μετακίνηση του παιδιού. Το γεγονός αυτό πρέπει μάλιστα να προαποδεικνύεται στην αίτηση επιστροφής .
Το δικαστήριο αποφασίζει με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού να επιστρέψει στον τόπο της προηγούμενης συνήθους διαμονής του προς αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης χωρίς να ρυθμίζει και το λογικά και χρονικά μεταγενέστερο ζήτημα του ποιός θα ασκήσει την επιμέλεια του παιδιού που έχει απαχθεί.
Η επιστροφή δεν διατάσσεται στην περίπτωση που είτε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση είτε διαπιστώνεται ότι το ίδιο το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του. Ωστόσο, άρνηση επιστροφής υπό το φως της ως άνω διάταξης δεν είναι δυνατή, εφόσον διακριβώνεται ότι έχουν προβλεφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του παιδιού μετά την επάνοδό του στη χώρα, από την οποία μετακινήθηκε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προβλέπεται η επαναφορά στον κανόνα της επιστροφής, με δύο μόνο εξαιρέσεις: 1. την περίπτωση κατά την οποία αυτή δεν επιτρέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, οι οποίες αναφέρονται στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και 2. έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους από την μετακίνηση και αποδεικνύεται η σύνδεση του παιδιού με το νέο τόπο διαμονής του και ο σχετικός επαναπροσδιορισμός της έννοιας του συμφέροντός του (άρθρο 12 ΣΧάγης).
ΙΔ. Η προστασία σε περίπτωση έκδοσης απορριπτικής απόφασης
Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για επιστροφή από το δικαστήριο του κράτους μέλους όπου μετακινήθηκε το παιδί, η απόρριψη γνωστοποιείται στον αιτηθέντα γονέα, ο οποίος καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του και να εφεσιβάλλει την απόφαση ενώπιoν του δικαστηρίου εντός τριών μηνών από την γνωστοποίηση, ώστε να αποφασίσει αυτό τελικά για την επιστροφή.
Στην περίπτωση που έφεση ασκήσει ο «απαγωγέας» γονέας, η εκτέλεση της πρωτοβάθμιας απόφασης δεν αναστέλλεται υποχρεωτικά και το παιδί δύναται να επιστρέψει κανονικά στη χώρα της προηγούμενης διαμονής του δυνάμει αυτής. Δυνατή είναι και η άσκηση αναίρεσης.
Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο της χώρας προέλευσης μπορεί να εκδώσει απόφαση για την άσκηση της επιμέλειας και στο πλαίσιο αυτής να διατάξει την επιστροφή του παιδιού αντικαθιστώντας την απορριπτική απόφαση, που εξέδωσε το δικαστήριο τη χώρας όπου το παιδί μετακινήθηκε παράνομα, η οποία δεν μπορεί να αντιταχθεί στον γονέα που διεκδικεί την επιστροφή.
Δυνατή είναι και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων στο κράτος της απαγωγής, με τη διαδικασία της προσωρινής διαταγής για την προστασία του παιδιού με τη διαταγή λ.χ. της απαγόρευσης μετακίνησης του απαγωγέα γονιού μαζί με το παιδί και την από μέρους του υποχρέωση ενημέρωσης της αστυνομικής αρχής για την τοποθεσία του .
ΙΙ. Η ποινική προστασία
Παράλληλα, τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια είναι αρμόδια τόσο για πράξεις που τελέστηκαν στο εξωτερικό από ημεδαπό, όσο και για πράξεις που τελέστηκαν στο εξωτερικό από αλλοδαπό αλλά κατά Έλληνα πολίτη (άρθρα 6 και 7 ΠΚ). Εις βάρος του απαγωγέα γονέα μπορεί να ασκηθεί δίωξη για αρπαγή ανηλίκου του άρθρου 324 του Ποινικού Κώδικα όταν το δικαίωμα της επιμέλειας, στο πλαίσιο άσκησης του οποίου αποφασίζεται και η επιλογή του τόπου διαμονής του παιδιού, έχει ανατεθεί στον έναν γονέα κατ’ αποκλεισμό του «αρπάγα» γονέα, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, το αδίκημα της αυτοδικίας του άρθρου 331 ΠΚ.
Αυτό σημαίνει ότι εάν η επιμέλεια ανήκει και στους δύο γονείς, δεν μπορεί να νοηθεί ότι ο ένας γονέας τελεί αρπαγή ανηλίκου και μπορει να διωχθεί μόνο για αυτοδικία! Yπάρχει δηλαδή μία αμφισβητούμενη κατάσταση σχετικά με το ποιός και σε ποιά έκταση δικαιούται να ασκήσει την επιμέλεια, προς άρση της οποίας ο ένας εκ των δύο γονέων παίρνει το νόμο στα χέρια του».
Σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί ο δράστης να επικαλεστεί «θεμιτή αυτοδικία», με τη δικαιολογία ότι υπολαμβάνει τη δικαστική απόφαση που του στερεί την επιμέλεια άδικη ή εσφαλμένη ή προϊόν απάτης επί δικαστηρίου. Εν προκειμένω, θα τελείται δηλαδή αρπαγή ανηλίκου.
Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης.
Αντί επιλόγου
Κρίσιμη για την αποτελεσματική προστασία του γονέα απέναντι στη διασυνοριακή απαγωγή τέκνου είναι η ταχύτητα και η μεθοδικότητα των νομικών του κινήσεων. Ανεξάρτητα από τυχόν «απροθυμία» του απαγωγέα γονέα και των αρχών του κράτους της απαγωγής, το δίκαιο παρέχει το απαραίτητο νομικό οπλοστάσιο για την επίτευξη της επιστροφής του παιδιού.