Πλαστότητα Ιδιόγραφης Διαθήκης

Στελλίνα Μανδάλου, Ασκούμενη Δικηγόρος

Περίληψη: Η ιδιόγραφη διαθήκη, ήτοι αυτή που ο διαθέτης συντάσσει, χρονολογεί και υπογράφει με το χέρι του, αποτελεί το κατ’ εξοχήν μέσο που προτιμάται εν γένει για την διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας, δεδομένου ότι είναι απλή, αδάπανη και εξασφαλίζει επαρκή μυστικότητα. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η απλότητα της διαδικασίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ιδιόγραφη διαθήκη είναι το μοναδικό είδος διαθήκης, για το οποίο δεν απαιτείται η σύμπραξη μαρτύρων ή συμβολαιογράφου, δίνει πρόσφορο έδαφος σε επίδοξους πλαστογράφους είτε να αλλοιώσουν το περιεχόμενο ήδη υπάρχουσας γνήσιας διαθήκης είτε να καταρτίσουν εξ υπαρχής μία πλαστή διαθήκη, κατ’ απομίμηση του ύφους και, ιδίως, του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη. Πώς θα μπορούσαμε, όμως, να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια κατάσταση και τι δυνατότητες μας παρέχει ο νόμος για την αποτελεσματική προστασία μας απέναντι σε τέτοιου είδους φαινόμενα;

1. Εισαγωγή.

Μια από τις υποθέσεις που απαντώνται συχνά στη δικαστηριακή πρακτική είναι αυτή της πλαστογραφίας των ιδιόγραφων διαθηκών. Για την εν λόγω περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής τόσο οι διατάξεις του αστικού μας δικαίου, που επιβάλλουν την τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων για τη νομότυπη σύνταξη μιας ιδιόγραφης διαθήκης επί ποινή ακυρότητας της τελευταίας, όσο και οι διατάξεις του ποινικού μας δικαίου, αναφορικά με το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας. Ποια είναι, όμως, η σχέση των εν λόγω διατάξεων των δύο δικαιϊκών κλάδων μεταξύ τους, πότε αυτές συντρέχουν παράλληλα και τι μπορεί να επιτύχει ο παθών σε αστικό και τι σε ποινικό επίπεδο;

2. Προϋποθέσεις εγκυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης.

Η ιδιόγραφη διαθήκη α) γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, β) χρονολογείται από αυτόν κατά τρόπο, που να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος και γ) υπογράφεται από τον ίδιο. Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας μόνο της υπογραφής του διαθέτη δεν αρκεί για αποφανθούμε υπέρ της γνησιότητας του συνόλου της ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας ολόκληρου του περιεχομένου και της χρονολογίας της.

Στην περίπτωση, λοιπόν, που δε συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, τότε η διαθήκη είναι, κατά το άρθρο 1718 ΑΚ, αυτοδικαίως άκυρη. Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει μέσω αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής καθένας που έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Τέτοιο έννομο συμφέρον έχουν ενδεικτικά οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, οι κληρονόμοι του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, δεδομένου ότι εμμέσως αποκτούν την περιουσία του αποβιώσαντος (βλ. ΑΠ 1063/2006 και ΕφΑΘ 4896/2003), οι δανειστές του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, σε περίπτωση αδρανείας του τελευταίου να ασκήσει τα δικαιώματα του, (βλ. ΕφΑΘ 7764/2000), καθώς και εκείνος που βλάπτεται από την ύπαρξή της (ΕΑ 3183/2006).

3. Πλαστότητα ιδιόγραφης διαθήκης.

Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι, αντιστοίχως, αν κάποιο τρίτο πρόσωπο, συντάξει διαθήκη κατ’ απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη, η διαθήκη αυτή είναι άκυρη κατά το άρθρο 1718 ΑΚ. Περαιτέρω, όμως, ο απομιμητής μόνο με την κατάρτιση της πλαστής διαθήκης (ή τη νόθευση της γνήσιας, π.χ. με προσθήκες και παρεμβολές στο γνήσιο κείμενο σαν να τις είχε κάνει ο διαθέτης) διαπράττει το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 216 του Ποινικού μας Κώδικα.

Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο πλαστογράφος σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή επιδιώκοντας να βλάψει άλλον, εξασφαλίζει συνολικό όφελος ή επιφέρει συνολική ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, η επαπειλούμενη ποινή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Η πλαστογραφία είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα, πράγμα που σημαίνει πως δεν απαιτείται η υποβολή εγκλήσεως, προκειμένου να εκκινήσει η ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, αλλά αρκεί ο τελευταίος να λάβει γνώση για την τέλεση του αδικήματος με οποιονδήποτε τρόπο. Πρακτικά, βέβαια, η υποβολή εγκλήσεως αποτελεί έναν από αυτούς τους τρόπους, ωστόσο, δεν υπόκειται σε κάποια προθεσμία, με την επιφύλαξη της παραγραφής του αδικήματος.

Σημειώνεται ότι, σε περίπτωση που πιθανολογείται η πλαστογράφηση διαθήκης, για την προσβολή της ως άκυρης λόγω μη σύνταξής της εξ ολοκλήρου δια χειρός του θανόντος, δεν απαιτείται να γνωρίζουμε απαραίτητα τον πλαστογράφο. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνει και η με αριθμό 453/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία «για την πληρότητα, εξάλλου, της αιτιολογίας της απόφασης που κηρύττει την ακυρότητα δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί και το πρόσωπο, το οποίο τέλεσε τη νόθευση.». Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι επίσης αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν λ. χ. γράφηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη (ΕφΔωδ 84/2017).

4. Δικαστική πραγματογνωμοσύνη προς διαπίστωση του γνησίου της διαθήκης.

Αν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία για το αν η διαθήκη συντάχθηκε πράγματι από το θανόντα ή όχι και ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητάς της, το Δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του, δύναται να διορίσει δικαστικό γραφολόγο (μάλιστα, αν το αιτηθεί κάποιος διάδικος, υποχρεούται), με σκοπό να γνωμοδοτήσει αναφορικά με τη γνησιότητα της διαθήκης. Σε περίπτωση διορισμού πραγματογνώμονα, κάθε διάδικος έχει τη δυνατότητα να διορίσει με δικά του έξοδα έναν τεχνικό σύμβουλο, προκειμένου να γνωμοδοτήσει εξίσου και, ενδεχομένως, να αντικρούσει τα πορίσματα της πρώτης πραγματογνωμοσύνης.

Επισημαίνεται ότι το κυριότερο μέσο για τη διαπίστωση της γνησιότητας ή μη της επίμαχης διαθήκης είναι η αντιπαραβολή του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη όσο βρισκόταν εν ζωή και, κυρίως, κατά το χρονικό διάστημα που βρίσκεται εγγύτερα στην ημερομηνία της φερόμενης σύνταξης και υπογραφής της διαθήκης, με τον τρόπο γραφής που παρουσιάζεται σε αυτήν. Προς το σκοπό αυτό, χρήσιμα αποδεικνύονται ως συγκριτικό υλικό τα χειρόγραφα έγγραφα του αποβιώσαντος (π. χ. προσωπικές σημειώσεις/ημερολόγια, λίστες για ψώνια, σημειώματα, κατάλογος τηλεφώνων, συνταγές, ευχετήριες κάρτες κτλ), καθώς και έγγραφα, στα οποία έχει θέσει χειρόγραφα την υπογραφή του (π. χ. συμβόλαια και συμβάσεις, εξουσιοδοτήσεις, υπεύθυνες δηλώσεις κτλ).

Έτσι, με την υπ’ αριθ. 555/2019 απόφασή του ο Άρειος Πάγος, επικύρωσε την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, κατά την οποία μεταξύ άλλων: «Ακολούθως, σύμφωνα με την διενεργηθείσα γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, η οποία κρίνεται επαρκής και πειστική, καθώς έλαβε υπόψη της τεράστιο συγκριτικό γραφολογικό υλικό, πρόσφορο από πλευράς ποιοτικής καταλληλότητας και ποσοτικής επάρκειας, καθόσον υπάρχουν γραφές και υπογραφές της διαθέτιδος και στο πρωτότυπο, σε δημόσια έγγραφα, τόσο σε ανύποπτο χρόνο, όσο και πλησιόχρονα με τον κρίσιμο χρόνο γραφής και υπογραφής της επίδικης (από 13.12.2006) ιδιόγραφης διαθήκης, η υπό κρίση διαθήκη είναι άκυρη, εφόσον δεν έχει γραφεί από το ίδιο πρόσωπο, αλλά πλαστογραφήθηκε από τρίτο άτομο».

Ωστόσο, το Δικαστήριο δε δεσμεύεται απαραίτητα από την κρίση του πραγματογνώμονα και μπορεί να αποκλίνει από αυτήν, καθώς η δικαστική πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να τεθούν ενώπιόν του όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενδέχεται να αντιτίθενται στην κρίση του πραγματογνώμονα.

Έτσι, χαρακτηριστικά, με την υπ’ αριθ. 5341/2009 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών αντιτάχθηκε στο πόρισμα της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία οι τεθειμένες υπογραφές δεν ανήκαν στο διαθέτη και η επίδικη διαθήκη είχε πλαστογραφηθεί κατ’ άτεχνη απομίμηση της γραφής και της υπογραφής του. Συγκεκριμένα, ανέφερε με πληρότητα τους λόγους που το οδήγησαν να σχηματίσει διαφορετική κρίση από το Δικαστικό Πραγματογνώμονα και, ειδικότερα, ότι: α) ο πραγματογνώμονας εξέτασε ορισμένα έγγραφα του διαθέτη από φωτοτυπίες και όχι πρωτότυπα, β) δεν έλαβε υπόψη του τις συνθήκες και το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, δηλαδή το γεγονός ότι ο διαθέτης ευρισκόμενος στο νοσοκομείο λίγο προ του θανάτου του (οχτώ ημέρες πριν) και υπό συνθήκες που δεν του επέτρεπαν να γράφει ελεύθερα (ορός στο χέρι) αποτύπωνε την γραφή του κατά τρόπο διαφορετικό του συνήθους για αυτόν και γ) ότι η ελαφρά πίεση της γραφής, αντί της συνήθους έντονης και το ότι η γραφή ήταν στρογγυλή σε αντίθεση με το συγκριτικό υλικό δεν αποδίδεται σε πλαστότητα, αλλά στην κατάσταση της υγείας του διαθέτη.

Άλλος παράγοντας που λαμβάνει υπόψιν το δικαστήριο είναι και η εικαζόμενη βούληση του διαθέτη, όπως αυτή συνάγεται από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (π. χ. ένορκες βεβαιώσεις και μαρτυρίες οικείων προσώπων, έγγραφα κτλ). Για παράδειγμα, θα ήταν παράλογο ο διαθέτης να καταλείπει μεγάλο ποσοστό της κληρονομιαίας περιουσίας σε άτομο, με το οποίο δεν είχε καλές σχέσεις όσο βρισκόταν εν ζωή. Συνεπώς, κρίσιμη δεν είναι μόνο η ανάλυση της γραφής του κειμένου, αλλά καίριας σημασίας αποδεικνύονται και εξωτερικά της διαθήκης στοιχεία, η έρευνα των οποίων συνεισφέρει στην πληρέστερη κατανόηση της πραγματικής επιθυμίας του διαθέτη.

Αντίστοιχα, λοιπόν, η υπ’ αριθ. 1350/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, υπόθεσης της εταιρείας μας, διέλαβε ότι η γνησιότητα της διαθήκης ενισχύθηκε, επίσης, από απόσπασμα της έγγραφης επιστολής του αδερφού της θανούσης, κατά τον οποίο η επιλογή της διαθέτιδος να μην αφήσει τίποτα στον ίδιο και στον μεγάλο τους αδερφό ταίριαζε με τον τρόπο σκέψη της, δεδομένου ότι αμφότεροι δεν είχαν καμία οικονομική ανάγκη. Προς επίρρωση λειτούργησε, επίσης, η κατάθεση του συζύγου της, ο οποίος δικαιολόγησε την υπερτίμηση της αδελφής της διαθέτιδος από εκείνη, λόγω του συνεχούς και ισχυρού ψυχικού δεσμού που είχαν, αλλά και του γεγονότος ότι μόνο σε αυτή χρωστούσε την ηθική υποχρέωση για τη γηροκόμηση της κατάκοιτης επί πολλά έτη μητέρας της.

Έτερο ενισχυτικό στοιχείο της κρίσης της ως άνω απόφασης περί της γνησιότητας της επίδικης διαθήκης αποτέλεσε, επίσης, το γεγονός ότι, μολονότι οι τέσσερις εκ των έξι γραφολογικών εκθέσεων που έκριναν την διαθήκη ως πλαστή συνέπιπταν μεν ως προς το συμπέρασμα τους περί πλαστότητας, εντούτοις, διέφεραν σημαντικά ως προς τα επιμέρους επιχειρήματα, βάσει των οποίων κατέληξαν σε αυτό το πόρισμα, γεγονός που μείωσε σημαντικά την αξιοπιστία τους.

5. Ειδικότερο ζήτημα υποστήριξης και κατεύθυνσης του χεριού του διαθέτη από τρίτο πρόσωπο.

Δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο Αστικός μας Κώδικας προϋποθέτει σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, επισημαίνεται ότι η τυχόν παρέμβαση άλλου προσώπου στη σύνταξη της διαθήκης με τη μορφή υποστήριξης ή κατεύθυνσης του χεριού του διαθέτη δύναται να ασκήσει σημαντική επιρροή στην εγκυρότητα της διαθήκης, οδηγώντας στην ακυρότητά της, σε περίπτωση που η παρέμβαση αυτή φτάνει στο σημείο κατεύθυνσης του χεριού.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την απόφαση 855/2018 του Αρείου Πάγου, «από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ 1α Α.Κ. σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη, εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν. Ο νόμος απαίτησε την καθ’ ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη, που ο ίδιος προσδιορίζει και διευθύνει την κίνηση προς γραφή προερχόμενη από τη δική του σωματική επάρκεια προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης αυτού (διαθέτη), μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ’ αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη. Δεν αποτελεί όμως παρέμβαση, που να επηρεάζει το κύρος της διαθήκης, αν τρίτος υποστήριζε το χέρι του διαθέτη, κατά τη διατύπωση της δήλωσης της τελευταίας βούλησής του, ώστε να μπορεί να γράφει πιο άνετα. Η διαθήκη είναι όμως άκυρη όταν ο τρίτος δεν υποστήριζε μόνο το χέρι του διαθέτη, αλλά και το κατεύθυνε, ώστε η γραφική κίνηση να προέρχεται από τον τρίτο και όχι από το διαθέτη, ο οποίος γίνεται άβουλο όργανο του τρίτου.»

Ομοίως, η υπ’ αριθ. 988/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου επικύρωσε την κρίση της δευτεροβάθμιας απόφασης, κατά την οποία: «εφόσον αποδείχθηκε ότι η εν λόγω διαθήκη έχει γραφεί εξ’ ολοκλήρου με την παρέμβαση τρίτου προσώπου, το οποίο κατηύθυνε το αδρανές χέρι της διαθέτιδος για να γραφεί το κείμενο και να υπογραφεί η επίμαχη ιδιόγραφη διαθήκη, αυτή είναι άκυρη», δεδομένου ότι η διαθήκη θεωρήθηκε ως μη συνταχθείσα ολόκληρη δια χειρός του διαθέτη, σύμφωνα με τα ανωτέρω.

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, η απλή υποστήριξη του χεριού του διαθέτη, ώστε να μπορεί ο τελευταίος να γράφει πιο άνετα δεν οδηγεί στην ακυρότητα της διαθήκης, σε αντίθεση με την κατεύθυνση του αδρανούς του χεριού, η οποία άγει την διαθήκη προς την ακυρότητα, ως μη συνταχθείσα εξ ολοκλήρου δια χειρός του διαθέτη.

Σε ποινικό, όμως, επίπεδο καθοριστικό κριτήριο για την ύπαρξη ή μη πλαστογραφίας, είναι το αν ο φερόμενος ως εκδότης του εγγράφου (δηλαδή ο διαθέτης) επιθυμεί πράγματι το να θεωρείται εκδότης της συγκεκριμένης διαθήκης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ακόμα κι αν η τελευταία δεν έχει γραφεί με το χέρι του. Συνεπώς, δε στοιχειοθετείται το αδίκημα της πλαστογραφίας, όταν τρίτος κατευθύνει το χέρι του διαθέτη, όπως στην παραπάνω περίπτωση, αν ο διαθέτης την ώρα της σύνταξης αποδέχεται τις διατάξεις της επίμαχης διαθήκης και θέλει να φέρεται ως συντάξας αυτών (η διαθήκη θα είναι, βέβαια, κατά τα ανωτέρω, άκυρη σύμφωνα με το αστικό δίκαιο).

6. Μέσα άμυνας και ζητήματα παραγραφής

Συνοψίζοντας, σε αστικό επίπεδο είναι δυνατή η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής λόγω ακυρότητας της διαθήκης, για το λόγο ότι η τελευταία δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις που αξιώνει ο Αστικός μας Κώδικας, ήτοι την εξ ολοκλήρου σύνταξη, υπογραφή και χρονολόγηση αποκλειστικά δια χειρός του διαθέτη, η οποία αν γίνει δεκτή έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική επέλευση της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Το δικαίωμα για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής της ακυρότητας διαθήκης που δε γράφηκε εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό, και, οπωσδήποτε, όχι σε μικρότερη από την εικοσαετία (ΑΠ 1350/2014, 244/2000), υπό την επιφύλαξη της διάταξης του α. 281 ΑΚ για την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

Για να έχουμε κατάχρηση δικαιώματος απαιτείται να έχει δημιουργηθεί σε εκείνον, κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή, η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν επρόκειτο να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμά του και να δημιουργούνται σε αυτόν επαχθείς επιπτώσεις από την εν λόγω άσκηση. Βέβαια, για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 16/2017 ΝΟΜΟΣ).

Θα πρέπει επιπλέον ο ενάγων, σε κάθε περίπτωση, να διατηρεί και το έννομο συμφέρον του προς έγερση της αγωγής, άλλως η τελευταία θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Περαιτέρω, έτερο μέσο προστασίας αποτελεί η αγωγή περί κλήρου, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις 1871 επ. του Αστικού Κώδικα και ασκείται από τον κληρονόμο έναντι κάθε προσώπου που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, ούτως ώστε να αναγνωριστεί το κληρονομικό του δικαίωμα και να του αποδοθεί η κληρονομία.

Η αγωγή περί κλήρου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα με αφετηρία την κατάληψη έστω και μερικών από τα κληρονομιαία πράγματα. Στην περίπτωση που η άσκηση του κληρονομικού δικαιώματος εξαρτάται από την ακύρωση διαθήκης, η παραγραφή της περί κλήρου αγωγής αρχίζει από την τελεσίδικη απόφαση ακύρωσης της διαθήκης, καθ’ όσον από τότε είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης του κληρονόμου, κατ’ άρθρο 251 του Αστικού Κώδικα (ΑΠ 1822/2014).

Επισημαίνεται ότι δύναται να θεμελιωθεί, επίσης, αδικοπρακτική ευθύνη του υπαίτιου για την κατάρτιση πλαστής ή τη νόθευση γνήσιας διαθήκης και οι παθόντες δικαιούνται να αξιώσουν από τον πλαστογράφο αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση για τις υλικές ζημίες και την ηθική βλάβη που υπέστησαν, κατά τα άρθρα 914 και 932 του Αστικού Κώδικα, εφόσον οι ζημίες και η ηθική βλάβη τους βρίσκονται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του, δηλαδή θα πρέπει η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, να ήταν ικανή να επιφέρει αυτή καθεαυτή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, τις συγκεκριμένες ζημίες ή ηθική βλάβη (ΑΠ 1218/2014).

Σε ποινικό επίπεδο, στην περίπτωση που επιθυμούμε την ποινική δίωξη του πλαστογράφου, υπάρχει η δυνατότητα υποβολής έγκλησης από τον παθόντα (ή μήνυσης από οποιονδήποτε άλλον, καθότι το εν λόγω έγκλημα είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο), προκειμένου να επιτευχθεί η ποινική δίωξη του πλαστογράφου. Το έγκλημα της πλαστογραφίας υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, ενώ σε περίπτωση κακουργηματικής πλαστογραφίας, της οποίας, δηλαδή, ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, η παραγραφή είναι δεκαπενταετής.

Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη, καθώς και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εν λόγω αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε έτη, αν η πλαστογραφία είναι κακουργηματική και παραπάνω από τρία έτη, αν τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος.

Οι ανωτέρω ενέργειες μπορούν να πραγματοποιηθούν σωρευτικώς, όχι, όμως, απαραιτήτως. Συνεπώς, αν για κάποιο λόγο δεν είναι δυνατή η υποβολή έγκλησης για το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας (π. χ. λόγω παραγραφής), εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα έγερσης αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή της περί κλήρου αγωγής.

7. Αντί επιλόγου

Η πλαστογράφηση διαθηκών στις μέρες μας έχει αποδειχθεί πράγματι σύνηθες φαινόμενο. Ο νόμος, ωστόσο, μας έχει εξοπλίσει με τα κατάλληλα εργαλεία, προκειμένου να γίνει εφικτή η αποκατάσταση της αδικίας που προκύπτει ανάμεσα στους συγγενείς μέσω τέτοιου είδους αθέμιτων και παράνομων πρακτικών.