Προστασία δανειολήπτη από τις καταχρηστικές τραπεζικές πρακτικές στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης

Εμμανουέλα Χατζηδάκη, Δικηγόρος (Μ.Δ.Ε.)

Ι.Πρόλογος

Στον χώρο των τραπεζικών συναλλαγών αποτελεί σύνηθες πλέον φαινόμενο τα τραπεζικά ιδρύματα να προχωρούν σε καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και εν συνεχεία να εκκινούν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των οφειλετών τους, ενόσω βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις μαζί τους για ρύθμιση της φερόμενης οφειλής, να προβαίνουν σε κατασχέσεις ακίνητης περιουσίας τους, της οποίας η αξία είναι πολύ μεγαλύτερη από το ύψος της ανακτήσιμης απαίτησης της τράπεζας παραβιάζοντας κατάφωρα το άρθρο 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, να μην τηρούν την Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (ν. 4224/2013) και γενικά να ακολουθούν τέτοιου είδους καταχρηστικές τακτικές, αντίθετες στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη.

Στο παρόν εστιάζουμε στην έννοια της κατάχρησης όπως αυτή εντοπίζεται στην συμπεριφορά των τραπεζικών ιδρυμάτων κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, απαριθμώντας περιπτώσεις στις οποίες η νομολογία έχει προβεί σε ακύρωση των ως άνω πράξεων της τράπεζας βασιζόμενη στην ίδια την καταχρηστική της συμπεριφορά, προτείνοντας παράλληλα τους ορθούς τρόπους άμυνας και προστασίας των οφειλετών.

ΙΙ. Ορισμός της κατάχρησης δικαιώματος κατ’ άρθρο 281ΑΚ

Το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Το εν λόγω άρθρο ενσωμάτωσε επί της ουσίας την ιδέα του «εξανθρωπισμού του δικαίου», αφού θεσμοθέτησε την τήρηση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών στα πλαίσια των συναλλαγών.

Καλή πίστη είναι η ευθύτητα, η εμπιστοσύνη και η εντιμότητα, η οποία απαιτείται να κρατεί στις συναλλαγές ενώ ως χρηστά ήθη νοούνται τα κριτήρια κοινωνικής ηθικής, τα οποία κρατούν κατά τη γενική αντίληψη των εντίμων, χρηστών και συνετών ανθρώπων .

ΙΙΙ.Η έννοια της αναγκαστικής εκτέλεσης

Αναγκαστική εκτέλεση είναι η πραγμάτωση της ουσιαστικής απαίτησης του δανειστή που είναι ενσωματωμένη σε εκτελεστό τίτλο (π.χ. δικαστική απόφαση, διαταγή πληρωμής, συμβολαιογραφική πράξη). Τα μέσα της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ιδίως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων, οπότε ακολουθεί ο πλειστηριασμός τους, η κατάσχεση απαιτήσεων (π.χ. τραπεζικών καταθέσεων), η αποβολή από ακίνητο, η αφαίρεση κινητού πράγματος, η προσωπική κράτηση.

Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ήτοι του σε κάθε περίπτωση δανειστή (τραπεζικό ίδρυμα κτλ), ο οποίος δίνει τη σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή και ορίζει τον τρόπο και αν είναι δυνατό και τα αντικείμενα επάνω στα οποία θα γίνει η εκτέλεση. Αν πρόκειται για κατάσχεση, ορίζει ως υπάλληλο του πλειστηριασμού συμβολαιογράφο της περιφέρειας του τόπου όπου θα γίνει η κατάσχεση.

ΙV.Η διεξαγωγή της αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη (281ΑΚ)

Η επίσπευση και η διεξαγωγή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από τα τραπεζικά ιδρύματα σε βάρος του εκάστοτε οφειλέτη, πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και σύμφωνα με τα όσα διατάσσονται στο άρθρο 281ΑΚ. Επίσης, η αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος, επιτάσσει να εφαρμόζεται στην εκτελεστική διαδικασία το ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό μέσο εκτέλεσης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Με λίγα λόγια να διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση στην απαιτούμενη έκταση και ένταση, τηρούμενων των προϋποθέσεων του άρθρου 281ΑΚ.

Ωστόσο συχνά συναντάμε περιπτώσεις όπου τα τραπεζικά ιδρύματα λειτουργούν με τρόπο καταχρηστικό κατά την προσπάθεια είσπραξης της φερόμενης οφειλής από τους δανειολήπτες, προκαλώντας με την συμπεριφορά τους αυτή ακυρότητα στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

Όταν λοιπόν η παραβίαση των όσων ορίζει το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι προφανής, επιβάλλεται να ισχύσει ο επιτασσόμενος περιορισμός της άσκησης του δικαιώματος προς αποφυγή αφόρητων συνεπειών.

Τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία, δέχονται ότι η εκ μέρους του δανειστή άσκηση της αξίωσης του για την ικανοποίηση της απαίτησης του μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιδρά στο κύρος του εκτελεστού τίτλου (π.χ. δικαστική απόφαση, διαταγή πληρωμής, συμβολαιογραφική πράξη), με συνέπεια την προσβολή του για ουσιαστικό ελάττωμα του.

V. Προβλεπόμενη εκ του άρθρου 951 §2 ΚΠολΔ, καταχρηστικότητα στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης

Ο νομοθέτης αποδοκιμάζει επίσης την καταχρηστική αναγκαστική εκτέλεση μέσω της διάταξης 951 § 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης.

Ο απώτερος στόχος του νομοθέτη μέσω της θέσπισης της ανωτέρω διάταξης είναι η αποτροπή της εκ μέρους των τραπεζικών ιδρυμάτων της καταπίεσης του οφειλέτη με τη δέσμευση δυσανάλογης προς την απαίτηση, περιουσίας του τελευταίου , Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 951 ΚΠολΔ, αν το ποσό της απαίτησης είναι ελάχιστο (πολύ μικρό) και η αξία του πράγματος δυσανάλογα μεγάλη, τότε η κατάσχεση μπορεί να ακυρωθεί, εφόσον η ενέργεια αυτή θεμελιώνει προδήλως κατάχρηση του δικαιώματος της επιβολής κατάσχεσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 281ΑΚ, σε συνδυασμό όμως και με τη συμπεριφορά του οφειλέτη πριν από την επιβολή της κατάσχεσης, καθώς όσο μικρή και αν είναι η απαίτηση, πρέπει να καταβληθεί από τον οφειλέτη στον δανειστή . Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ελάττωμα που αφορά σε συγκεκριμένη πράξη εκτέλεσης, το οποίο επιφέρει την ακυρότητα αυτής.

VΙ. Περιπτώσεις καταχρηστικής συμπεριφοράς των τραπεζικών ιδρυμάτων κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με την ελληνική νομολογία

Πέρα όμως από τα όσα ο νομοθέτης έχει προβλέψει περί της καταχρηστικής συμπεριφοράς των δανειστών κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, σημαντική πηγή άντλησης επιχειρημάτων αποτελεί και η ελληνική νομολογία, η οποία έχει πολλάκις κληθεί να αποφανθεί επί του μείζονος αυτού ζητήματος. Ως εκ τούτου έχει παγιωθεί νομολογιακώς ως καταχρηστική μια σειρά από τραπεζικές πρακτικές, οι οποίες έχουν οδηγήσει τα επιληφθέντα σε κάθε περίπτωση Δικαστήρια στην αναστολή και εν συνεχεία στην ακύρωση πράξεων της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα :

  1. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΥΛΟΓΗΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΑΣΚΟΥΣΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ

Πρόκειται για τις περιπτώσεις στις οποίες η τράπεζα καταγγέλλει μια σύμβαση δανείου προβαίνοντας εν συνεχεία σε έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του οφειλέτη και εκκίνηση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, υπερβαίνοντας τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη.

Υπέρβαση έχουμε όταν για παράδειγμα η συμπεριφορά του τραπεζικού ιδρύματος, η οποία και προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν θα κινούσε τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται ως αδικαιολόγητη και καταχρηστική .

Πιο συγκεκριμένα καταχρηστικότητα έχουμε:

α) στην περίπτωση αδυναμίας του οφειλέτη της τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την σύμβαση δανείου λόγω οικονομικής αδυναμίας, η οποία και υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του και η τράπεζα προχωράει σε εσπευσμένη καταγγελία της σύμβασης, παρ’ όλο που οι απαιτήσεις της είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες (προσημείωση, υποθήκη κτλ) και ενώ βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις μαζί του για την ρύθμιση της οφειλής του, δημιουργώντας του έτσι την πεποίθηση ότι θα επιτευχθεί αντίστοιχη συμφωνία μεταξύ τους και ότι δεν θα επισπεύσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του .

Με τις υπ’ αριθμ. 1437 και 1434/2021 αποφάσεις του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) διέταξε την αναστολή της εκτέλεσης δύο διαταγών πληρωμής που επιδίκαζαν απαιτήσεις από τραπεζικό δανεισμό της αιτούσας επιχείρησης (ποσού 2.411.258,19€ και 235.579,79€ αντίστοιχα), καθότι πιθανολόγησε ότι το καθ’ ου πιστωτικό ίδρυμα υπό ειδική εκκαθάριση προέβη στην υποβολή αίτησης για την έκδοσή τους καταχρηστικά σύμφωνα με το άρθρο 281ΑΚ. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο έκανε δεκτό ότι συνιστούσε αντίθεση στην αρχή της καλής πίστης το γεγονός ότι οι αιτήσεις για την έκδοση των διαταγών πληρωμής υπεβλήθησαν καθόσον το πιστωτικό ίδρυμα βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις για την διευθέτηση της οφειλής με την καθ’ ης οι διαταγές. Όπως χαρακτηριστικά διέλαβε η απόφαση «Με βάση όλα τα ανωτέρω πιθανολογείται ότι η καθ’ης καταχρηστικά προχώρησε την δεδομένη χρονική στιγμή , στις […], στην άσκηση των αξιώσεών της εκ της ανωτέρω σύμβασης δανείου, με την κατάθεση αίτησης προς έκδοση μεταξύ άλλων και της επίδικης διαταγής πληρωμής. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτιθέμενα προχώρησε στην άσκηση των αξιώσεών της, εν μέσω διαπραγματεύσεων, εν αγνοία της αιτούσας και ενώ είχε δημιουργήσει σε αυτή την εύλογη πεποίθηση μέχρι τότε, ότι θα διευθετηθεί η οφειλή και θα διακανονισθεί εκ νέου, δεδομένου ότι η αιτούσα υπήρξε συνεπής πελάτης της για χρονικό διάστημα υπέρτερο της δεκαετίας και τα μέρη πίστευαν ότι βρίσκονταν κοντά σε εξεύρεση λύσης. Η καθ’ ης, σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που ισχύουν στις συναλλαγές θα έπρεπε να αναμένει την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας που είχε ξεκινήσει και σε περίπτωση αποτυχίας να γνωστοποιήσει ρητά αυτό στην αιτούσα κι όχι να διαπραγματεύεται την διευθέτηση της οφειλής προς αποφυγή της δικαστικής διεκδίκησης και συγχρόνως, εν μέσω διαπραγματεύσεων, να προβαίνει σε δικαστική ενέργεια προς άσκηση των αξιώσεών της. Με βάση τα ανωτέρω πιθανολογείται ότι ο σχετικός λόγος των πρόσθετων λόγων ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της καθ’ ης θα γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, ενώ πιθανολογείται ότι η αιτούσα Θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την άμεση εκτέλεση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής».

Με την υπ’ αριθμ. 5095/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανεστάλησαν κατασχέσεις εις χείρας πέντε Πιστωτικών Ιδρυμάτων κατά οφειλέτη για ποσό ύψους 500.000 ευρώ περίπου, καθόσον πιθανολογήθηκε ακυρότητα των κατασχετηρίων λόγω καταχρηστικότητας στην άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους της Τράπεζας, η οποία ενώ διαπραγματευόταν με τον δανειολήπτη και ανέμενε πρόταση εκ μέρους του, την ίδια χρονική στιγμή υπέβαλε αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής. Όπως συγκεκριμένα κρίθηκε: “Η καθής σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που ισχύουν στις συναλλαγές θα έπρεπε να αναμένει την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας που είχε ξεκινήσει και σε περίπτωση αποτυχίας να γνωστοποιήσει ρητά αυτό στους αιτούντες και όχι να διαπραγματεύεται τη διευθέτηση της οφειλής προς αποφυγή της δικαστικής διεκδίκησης και συγχρόνως, εν μέσω διαπραγματεύσεων να προβαίνει σε δικαστική ενέργεια προς άσκηση των αξιώσεών της”.

Τέλος, η υπ’ αριθμ. 11/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, έκρινε ως καταχρηστική την επισπευδόμενη εκ της Τράπεζας αναγκαστική εκτέλεση καθόσον συνέρρεαν τα κάτωθι: α)πρώτον αν και ο οφειλέτης είχε προτείνει την πώληση του ακινήτου του με την οποία εξοφλούνταν μεγάλο μέρος των οφειλών του, η τράπεζα δεν επέδειξε κανένα ενδιαφέρον ούτε δε τον διευκόλυνε να καταφέρει να το πουλήσει, β) δεύτερον έπειτα από πρόταση διακανονισμού και αντίστοιχη επιστολή της η τράπεζα δημιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι θα ανέμενε την πώληση του ακινήτου από εκείνον και ότι μετά την πώληση θα συναινούσε στη ρύθμιση των οφειλών του προς αυτήν με μηνιαίες δόσεις και δεν θα ασκούσε άμεσα και διαρκούντων των διαπραγματεύσεων τα δικαιώματά της, γ) η τράπεζα είχε εγγράψει στο ακίνητο προσημειώσεις υποθήκης πρώτης και δεύτερης τάξης και άρα η απαίτησή της ήταν εξασφαλισμένη.

β) στην περίπτωση που η Τράπεζα κλείσει αδικαιολόγητα τον λογαριασμό, μολονότι γνωρίζει ότι έτσι οδηγεί τον δανειολήπτη σε οικονομική καταστροφή ή όταν καταγγείλει την σύμβαση χωρίς κανένα συμφέρον της, χωρίς εύλογη αιτία και ταυτόχρονα προκαλεί ζημία στον πιστούχο .

Σχετικά απεφάνθη η υπ’ αριθμ. 44/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου η οποία έκρινε ως καταχρηστική καταγγελία αλληλόχρεου λογαριασμού από την πιστώτρια τράπεζα καθόσον ασκήθηκε καταχρηστικά εκ μέρους της, δεδομένου του γεγονότος ότι εκείνη είχε ήδη λάβει εμπράγματη εξασφάλιση και εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης επί αίτησης ανοίγματος της διαδικασίας συνδιαλλαγής, με την οποία επιδιώκονταν η βιωσιμότητα της οφειλέτιδας εταιρείας και η αντιμετώπιση των προβλημάτων από την έλλειψη ρευστότητας λόγω της εν γένει οικονομικής κρίσης. Το Δικαστήριο μάλιστα επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην οφειλέτιδα εταιρεία ύψους 3.000 ευρώ.

γ) στην περίπτωση κατά την οποία η Τράπεζα είτε δεν τηρήσει είτε ξεκινήσει και δεν ολοκληρώσει την Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) όπως αυτή προβλέπεται από τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (ν. 4224/2013), προβαίνοντας παράλληλα στην εκκίνηση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη

Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμ. 1781/2021 απόφαση του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ακύρωσε δήλωση εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων περί συνέχισης ματαιωθέντος πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας οφειλέτη καθώς και την πράξη γνωστοποίησης της ανωτέρω δήλωσης από τον αρμόδιο Συμβολαιογράφο, η οποία αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών. Η ακύρωση της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, που οδήγησε κατ’ ουσίαν στη ματαίωση του προγραμματισμένου πλειστηριασμού, προήλθε κατόπιν άσκησης ανακοπής εκ μέρους του οφειλέτη στηριζόμενης στην προηγηθείσα καταχρηστική συμπεριφορά της δικαιοπαρόχου τράπεζας, η οποία κατήγγειλε την δανειακή σύμβαση και προχώρησε στην έκδοση διαταγής πληρωμής χωρίς να έχει ολοκληρώσει τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι: «…η Τράπεζα κατήγγειλε την σύμβαση χωρίς προηγουμένως να λάβει υπόψη της και να διερευνήσει τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες της ανακόπτουσας και χωρίς προηγουμένως με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών να της προτείνει μια προσήκουσα λύση ρύθμισης αλλά και εν ταυτώ οριστικής διευθέτησης της οφειλής της… Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από την ανακόπτουσα αλληλογραφία μεταξύ αυτής και της τράπεζας κατά το χρονικό διάστημα από την καταγγελία της σύμβασης και μέχρι την έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής, η τράπεζα ζητούσε διαρκώς από την ανακόπτουσα, η οποία και της προσεκόμιζε, πρόσθετα οικονομικά στοιχεία για την οριστική ρύθμιση των οφειλών της, χωρίς να θέσει ποτέ υπόψιν της ανακόπτουσας, παρά την υποβολή εκ μέρους της τελευταίας πληθώρας προτάσεων, ένα συγκεκριμένο σχέδιο εξεύρεσης βιώσιμης λύσης σχετικά με την διευθέτηση των οφειλών αυτών». Το γεγονός ότι η καταχρηστική συμπεριφορά του πιστωτικού ιδρύματος εντοπίζεται στο πρώιμο ως άνω χρονικό στάδιο, ήδη πριν από την καταγγελία και την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δυσχεραίνει την τελεσφόρηση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, βασιζόμενων στον ανωτέρω εκτελεστό τίτλο, και ανοίγει τον δρόμο για την επίτευξη μιας ρεαλιστικής και ευνοϊκής λύσης ρύθμισης / διευθέτησης των οφειλών.

Με την υπ’ αριθμ. 7237/2017 απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, απαγόρευσε στην αντίδικο Τράπεζα να καταγγείλει την δανειακή σύμβαση μέχρι την ολοκλήρωση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων και ειδικότερα μέχρι να παρέλθει χρονικό διάστημα 15 ημερών από την υποβολή της γραπτής πρότασης ρύθμισης εκ μέρους του οφειλέτη και χρονικό διάστημα δύο μηνών από την παραλαβή ενδεχόμενης γραπτής αντιπρότασης από εκείνον. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε καθόσον έκρινε τα κάτωθι: « Η καθ’ ής, αν και έλαβε όσα οικονομικά στοιχεία απαιτούνται από τον Κώδικα Δεοντολογίας, δεν υπέβαλε ποτέ πρόταση ρύθμισης, ως όφειλε σύμφωνα με το 4ο στάδιο του δεύτερου Κεφαλαίου του Κώδικα Δεοντολογίας, αλλά αντιθέτως στις….. ενημέρωσε την αιτούσα ότι δεν θα υποβάλει καθόλου γραπτή πρόταση ρύθμισης και θα προβεί άμεσα σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η καταγγελία, στην οποία πρόκειται άμεσα να προβεί η καθ’ ής, θα πάσχει από ακυρότητα και παρ’ ότι δεν θα επιφέρει έννομα αποτελέσματα, εν τούτοις θα προκαλέσει στην αιτούσα ανεπανόρθωτη ζημία, διότι θα πληγεί καίρια η οικονομική λειτουργία της επιχείρησης της αιτούσας δεδομένου ότι η καθ’ ής θα απαιτεί την άμεση αποπληρωμή του συνόλου της οφειλής και θα επιδιώξει την ικανοποίησή της με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης ενώ θα καταχωριστεί η ίδια και οι εγγυητές στις βάσεις δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς (Τειρεσίας, Infobank κλπ)»

  1. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΑΞΙΑΣ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΩΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

Μια δεύτερη περίπτωση καταχρηστικότητας από πλευράς της τράπεζας, είναι δυνατόν να λάβει χώρα κατά το στάδιο της αναγκαστικής κατάσχεσης κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη:

α) Εάν η αξία του πράγματος που κατάσχεται είναι δυσαναλόγως μεγαλύτερη από το ύψος της απαίτησης της τράπεζας

Ειδικότερα, η υπ’ αριθμ. 267/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, έκρινε ως καταχρηστική και εν τέλει ακύρωσε την αναγκαστική κατάσχεση η οποία επισπεύθηκε για μέρος της συνολικής απαίτησης του δανειστή, το οποίο ήταν σημαντικά μικρότερο από την αξία του ακινήτου που κατασχέθηκε. Η εν λόγω κατάσχεση κρίθηκε άκυρη ως καταχρηστική, καθόσον: α)πρώτον το ακίνητο που κατασχέθηκε ήταν κύρια κατοικία των οφειλετών και των τριών ανήλικων τέκνων τους και β)δεύτερον διότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύθηκε ως προς ένα μέρος της συνολικής απαίτησης της δανείστριας τράπεζας εναντίον τους, ύψους 50.000 ευρώ από 250.000 ευρώ που ήταν η αρχική οφειλή, και ήταν σημαντικά μικρότερο της αξίας του ακινήτου τους, η οποία ανερχόταν στις 450.000 ευρώ.

β) Όταν κατάσχεται ορισμένο πράγμα ενώ υφίστανται άλλα αντικείμενα του οφειλέτη προς κατάσχεση που υπερκαλύπτουν το ποσό της απαίτησης της τράπεζας ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα κυριότητας του οφειλέτη μικρότερης αξίας, που υπερκαλύπτει την απαίτηση της (κατά παράβαση άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Με την υπ’ αριθμ. 42/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κρίθηκε ότι η αναγκαστική κατάσχεση περιουσίας ύψους 206.600 ευρώ που επιβλήθηκε για απαίτηση δανειστή ποσού 63.502,18 ευρώ, ήταν μέτρο εξαιρετικά σκληρό για τον οφειλέτη το οποίο προσέκρουε στο άρθρο 281ΑΚ καθώς: α) πρώτον ο οφειλέτης ήταν κύριος ακινήτων μικρότερης αξίας και ως εκ τούτου η αξία της περιουσίας που όντως κατασχέθηκε ήταν δυσαναλόγως μεγαλύτερη και μάλιστα υπερτριπλάσια σε σχέση με το ύψος της εκτελούμενης απόφασης και β) η ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή θα ήταν εφικτή με μόνη την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σε ένα εκ των τριών κατασχεθέντων ακινήτων του οποίου η εμπορική αξία υπερκάλυπτε την απαίτηση.

Με την υπ’ αριθμ. 937/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών κρίθηκε ότι η επισπευδόμενη εκτελεστική διαδικασία σε βάρος των οφειλετών ήταν καταχρηστική, καθόσον: α) η τράπεζα ενώ ενημέρωσε τους οφειλέτες ότι είχε εγκριθεί ρύθμιση οφειλής με προκαταβολή 40.000 ευρώ επέβαλε κατάσχεση εις χείρας τραπεζικών εταιριών ως τρίτων και δη στους λογαριασμούς που εκείνοι τηρούσαν στις τράπεζες, επιδιώκοντας άμεσα την είσπραξη του ανεξόφλητου υπολοίπου της οφειλής τους, β) η ως άνω επίσπευση εκτέλεσης θα επέφερε στους οφειλέτες ανεπανόρθωτη βλάβη, καθώς αυτοί από τους λογαριασμούς που τηρούν στις τράπεζες δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και δη προμηθευτές, προσωπικό (16 εργαζομένους), ΕΦΚΑ, Ελληνικό Δημόσιο κλπ με αποτέλεσμα να κλείσει η επιχείρηση αφού από την εν λόγω επιχείρηση βιοπορίζονταν οι οφειλέτες και οι οικογένειες τους, και γ) η κατάσχεση εις χείρας των ανωτέρω τραπεζών και στους λογαριασμούς που τηρούσαν στις ανωτέρω τράπεζες οι οφειλέτες προκάλεσε έντονη την εντύπωση της αδικίας και της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον οι οφειλέτες ήταν κύριοι ακινήτων και δη μιας τριώροφης οικοδομής στην οδό … στην Πάτρα, αξίας 350.000 ευρώ, ενός οικοπέδου εκτάσεως 4.535, 32 τ.μ. στην Παραλία Πατρών, αξίας 80.000 ευρώ, ενός διαμερίσματος εκτάσεως 128 τ.μ. στην οδό … στην Πάτρα, αξίας 100.000 ευρώ και, παρά το γεγονός ότι έχει εκδοθεί Διαταγή Πληρωμής σε βάρος τους ήδη από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2018, η δανείστρια δεν έχει εγγράψει προσημείωση υποθήκης έστω και για ένα ελάχιστο ποσό προς εξασφάλιση της απαίτησης της σε βάρος των ως άνω ακινήτων. Έτσι κρίθηκε ότι υπάρχει, προφανής δυσαναλογία του χρησιμοποιούμενου μέτρου σε βάρος των οφειλετών προς τον επιδιωκόμενο από την τράπεζα σκοπό και ότι οι πράξεις της συνιστούσαν καταχρηστική εκ μέρους της άσκηση δικαιώματος, που πλήττει το κύρος των πράξεων αυτών, καθιστώντας αυτές ακυρωτέες.

  1. ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΕΝΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΕΧΕΙ ΑΙΤΗΘΕΙ ΤΗΝ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΟΥ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ ΤΟΥ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ (Ν. 4469/2017)

Με την υπ’ αριθμ. 2604/2019 απόφασή του το Μονομελές Εφετείο Αθηνών διέταξε την αναστολή προγραμματισθέντος πλειστηριασμού ακινήτου Ανώνυμης Εταιρείας για τον λόγο ότι ήδη κατά τον χρόνο της κατάσχεσης, εν γνώσει της πιστώτριας τράπεζας, είχε ξεκινήσει η διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών (Ν. 4469/2017). Κρίθηκε, επομένως, ως αντίθετη με τα χρηστά ήθη η ενέργεια αυτή της τράπεζας να προχωρήσει σε κατάσχεση εν μέσω διαπραγματεύσεων και ανεστάλη η διαδικασία της εκτελέσεως. Ειδικότερα κρίθηκε ότι : «Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι πράγματι η επιβολή από την καθ’ ής της υπ’ αριθμ. …../09-10-2018 κατάσχεσης εις βάρος ακινήτου της αιτούσας, συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της καθ’ ής αφού η τελευταία παρ’ ότι αποδέχθηκε την συμμετοχή της στην ανωτέρω διαπραγμάτευση όντας η δεύτερη μεγαλύτερη πιστώτρια της αιτούσας με συνολικές απαιτήσεις ύψους 1.073.427,28 ευρώ, συνεχίζει να επιδιώκει τον πλειστηριασμό του επίδικου ακινήτου γνωρίζοντας ότι σε τέτοια περίπτωση θα επέλθει σημαντική απομείωση της περιουσίας της αιτούσας και θα θέσει σε διακινδύνευση τη συλλογική διαδικασία του ν. 4469/2017.Πιθανολογείται λοιπόν η ευδοκίμηση του ως άνω λόγου εφέσεως καθώς και η ανεπανόρθωτη βλάβη που η αιτούσα θα υποστεί. (…)Αναστέλλει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος της αιτούσας δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……/9-10-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου».

VΙI.Τρόπος άμυνας του οφειλέτη

Οι τρόποι άμυνας και προστασίας του οφειλέτη στις ως άνω περιπτώσεις των καταχρηστικών τραπεζικών πρακτικών κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι αρκετοί και συνίστανται στους κάτωθι:

  1. Άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της στον οφειλέτη
  2. Άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ προς ακύρωση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (επιταγής προς εκτέλεση σε προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοση, κατασχετηρίων εις χείρας τρίτου και κατασχετήριων εκθέσεων κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την επιβολή της κατάσχεσης)

Ωστόσο ακριβώς επειδή μόνο η άσκηση των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων δεν αναστέλλει την επισπευδόμενη σε βάρος του οφειλέτη εκκινηθείσα διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, εκείνος δύναται να προστατευτεί και προσωρινά έως την έκδοση αποφάσεων επί των ως άνω ανακοπών. Ειδικότερα μπορεί ν’ ασκήσει:

  1. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής κατ’ άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολΔ με ενσωματωμένο αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής για προσωρινή δικαστική προστασία του οφειλέτη έως την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας κύριας αίτησης αναστολής
  2. Αίτηση αναστολής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 731 ΚΠολΔ (προσωρινή ρύθμιση κατάστασης) με ενσωματωμένο αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής για προσωρινή δικαστική προστασία του οφειλέτη έως την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας κύριας αίτησης αναστολής
  3. Άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), κατά πράξης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού (εντός τριάντα ημερών από την ανάρτηση της δήλωσης στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών), με ενσωματωμένο αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής για την αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης έως την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής
  4. Αίτηση κατ’ άρθρο 6 του ν. 3816/2010 (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων κατ’ άρθρο 682 επ. ΚΠολΔ) για την μη εμφάνιση σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που διατηρούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (Τειρεσίας, Infobank, Icap Group), ληξιπρόθεσμης οφειλής, για την οποία έχει ασκηθεί ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής ή κατά πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, με ενσωματωμένο αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής για προσωρινή δικαστική προστασία του οφειλέτη έως την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας κύριας αιτήσεως.

VIII.Αντί επιλόγου

Όπως προκύπτει εκ της ανωτέρω ανάλυσης, οι περιπτώσεις των λεγόμενων «αδικιών» υπό την έννοια της κατάχρησης δικαιώματος από την πλευρά των τραπεζικών ιδρυμάτων σε βάρος των οφειλετών στον χώρο της αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελούν ένα σύνηθες φαινόμενο, το οποίο όμως η ελληνική νομολογία έχει εντοπίσει και καταδικάσει, και το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία εάν και εφόσον ο οφειλέτης χρησιμοποιήσει εγκαίρως και με ορθό τρόπο τις μεθόδους άμυνάς που του χορηγούνται από τον νόμο.